Στα λιοστάσια και στ’ αμπέλια με τις Γυναίκες της Παλικής

ΙΑΚΩΒΑΤΕΙΑ 2017   (3-4 Αυγούστου 2017)

AΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΠΑΛΙΚΗΣ

 

 

Στα λιοστάσια και στ? αμπέλια με τις Γυναίκες της Παλικής

 

Ομιλία της Μαρίας Καμινάρη

 

 

«Η γυναίκα είναι η καρδιά της ανθρωπότητας», έχει πει χαρακτηριστικά ο Β. Ουγκώ. Χωρίς αυτήν δεν μπορεί να δουλέψει, δεν μπορεί να κινηθεί η ανθρωπότητα, δεν πάει μπροστά η ιστορία.

Η αρχέγονη παρουσία της γυναίκας τιμήθηκε όσο τίποτα άλλο από την αρχή της ιστορίας της.

Με το νανούρισμα, το παραμύθι, τη συμβολή στο λαϊκό πολιτισμό, για να μορφώσει τα παιδιά της, γίνεται η ίδια το θησαυροφυλάκιο της γλώσσας και της παράδοσης.

Η αγρότισσα ήταν και είναι η κύρια δύναμη συνοχής της ελληνικής οικογένειας, σε μια φαινομενικά ανδροκρατούμενη κοινωνία. Ήταν και είναι άξια θαυμασμού και τιμής. Διαχρονικά.

 

Στο άκουσμα των λέξεων «αγροτιά, καλλιέργειες, γεωργικά προϊόντα» σχεδόν όλοι συνειρμικά φέρνουμε στο μυαλό μας ανδρικές παρουσίες. Βλέπετε οι γυναίκες της υπαίθρου πολλές φορές αντιμετωπίζονται σαν πλάσματα τρίτης κατηγορίας παρόλο που διαδραματίζουν έναν κρίσιμο ρόλο στις αγροτικές οικονομίες.

Σε επιστημονικές μελέτες αναφέρεται ο όρος «αγροτική πολυαπασχόληση». Είναι ο ρόλος που επιτελεί κυρίως η γυναίκα της αγροτικής οικογένειας, με περισσότερα του ενός αντικείμενα, που ωστόσο έχουν μεταξύ τους εσωτερική σύνδεση.

Τα αντικείμενα αυτά είναι:

  • Αγροτικές εργασίες:

Χωράφι, περιβόλι, κοπάδι είναι και δική της δουλειά. Να μαζέψει ξύλα, να φροντίσει τα ζώα, να μετάσχει στην σπορά, το θερισμό, τον τρύγο. Δεν ήταν λίγες εκείνες που έβαζαν και τη ραντιστήρα στην πλάτη για να ραντίσουν το αμπέλι. Στον τρύγο από το πρωί να κόβει και να γεμίζει τα κοφίνια. Αλλά και στο πάτημα ήταν παρούσα, να πλύνει το ληνό, να καθαρίσει το ποδόχι. Και μετά το πάτημα, έφτιαχνε το κότο για τα μουστοκούλουρα. Για να συνεχίσει ο τόπος να έχει σπορά και σοδειά. Για να συντηρήσει την οικογένειά της. Η προσφορά της είναι αδιάκοπη.

 

  • Νοικοκυριό:

Η γυναίκα αγρότισσα παλεύει ατελείωτες ώρες! Συνήθως πολύτεχνη και πάντα πολυάσχολη. Χωρίς ώρες ξεκούρασης. Χωρίς ανάπαυση. Η γυναίκα του χωριού έχει προφανώς να αντιμετωπίσει τις μόνιμες οικιακές υποχρεώσεις του σπιτιού: καθημερινό μαγείρεμα, καθημερινή καθαριότητα, «άσπρισμα» του σπιτιού σε τακτά χρονικά διαστήματα. Επίσης δεν ήταν λίγες εκείνες οι γυναίκες, όταν το σπίτι τους δε διέθετε στέρνα, που υποχρεώνονταν με τον τενεκέ ή το καζάνι στο κεφάλι να κουβαλήσουν νερό από το κοινοτικό πηγάδι ή την κοινοτική βρύση για τις ανάγκες του σπιτιού. Οι ίδιες ακόμη αναλάβαιναν να περιποιούνται καθημερινά τα λουλούδια της αυλής τους, ή να φροντίζουν τις κότες τους.

  • Φροντίδα του συζύγου (πρωτίστως) και των παιδιών:

Παιδιά, αδέρφια, γονείς, εγγόνια είναι δική της έγνοια. Βοηθάει την επόμενη και τη μεθεπόμενη γενιά.

 

Όλα τα παραπάνω τα δίνει παραστατικά τούτη δω η μαρτυρία μιας νόνας:

« Μα φυσικά , παιδί μου, στα χρόνια μας το ποιον θα πάρεις άντρα δεν ήταν στο χέρι μας. Ου, ου, ου, και αν τύχαινε καμιά μεγαλοκοπέλα (κουνώντας το κεφάλι) και έπαιρνε ξεμένοντας κανένα φτωχό αγρότη, έπρεπε να τρέχει κοντά του και στον κάμπο. Όχι μόνο να του πάει κολατσιό, αλλά και να πιάκει στις ελιές, σκυμμένη να φυτεύει ντομάτες και κάβολε, να τρυγάει, να ξεβοτανίζει?..ου, ου, ου??? Αχάραγα σηκωνόμασταν να ζυμώσουμε ψωμί, να βάλουμε το φαϊ να γένεται, να σιάξουμε το σπίτι, τα παιδιά για να πάμε. Και όταν γυρίζαμε να περιποιηθώ και την πεθερά μου, που είχαμε στο σπίτι. 40 χρόνια έζησα μαζί της. Ας έκανα κι αλλιώς».

 

Μέσα από την πολυκύμαντη ιστορία του νησιού μας και ειδικότερα της επαρχίας της Παλικής, διαμορφώθηκε ο γυναικείος, όπως και ο αντρικός τύπος του Παλικισιάνου. Τα ιστορικά γεγονότα, η καθημερινότητα των εποχών, η εσωτερική δύναμη αλλά και η κοινωνική τάξη, στην οποία ανήκει, σμιλεύουν το χαρακτήρα και την ψυχοσύνθεση της Παλικισιάνας. Και σίγουρα διαπιστώνονται διαφορές ανάμεσα στην αριστοκράτισσα και τη μικροαστή, ανάμεσα στη μικροαστή και την χωριάτισσα.

Εμείς εδώ θα μιλήσουμε για τη γυναίκα των χωριών της Παλικής, τη σύζυγο του γεωργού, του βοσκού, αλλά και εκείνου που διατηρεί στο χωριό ένα μικρό μπακάλικο ή ένα καφενείο, ή εκείνου που αναγκάζεται για μεγάλο διάστημα του έτους να ταξιδεύει στους ωκεανούς.

Πώς ζει λοιπόν αυτή η γυναίκα; Τι προβλήματα έχει να αντιμετωπίσει; Πώς τα διαχειρίζεται;

Η γυναίκα του χωριού, η αγρότισσα, ήξερε να δουλεύει όλο το εικοσιτετράωρο και να παιδοκομάει συγχρόνως. Φυσικά η κατάσταση εγκυμοσύνης δε συνεπάγεται σε καμιά περίπτωση και αποχή από τις καθημερινές εργασίες της. Είτε αυτές αφορούν στο νοικοκυριό του σπιτιού, είτε στις αγροτικές εργασίες, για τις οποίες πρέπει να βοηθάει τον άντρα της. Άλλωστε , σύμφωνα με την παροιμία:

«Η ΚΑΛΗ ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ ΕΙΝΑΙ ΔΟΥΛΑ ΚΑΙ ΚΥΡΑ».

Μου είπε χαρακτηριστικά μια αγρότισσα:

«Και σαν εγέννησα, τι; Η οικογένεια δεν έπρεπε να φάει; Δεν είχα να ζυμώσω; Δεν είχα να πλύνω φασκιές; Και δώστου να πέφτουν τα νερά στα ποδάρια μου και να μουσκεύω. Και ας είχα μόλις την προηγούμενη μέρα γεννήσει. Ποιος θα μου τα ΄κανε αυτά; Δυο γέννες με βρήκανε στον κάμπο. Η μια ήταν καλή, ήταν ο πρώτος μου γιος. Η άλλη ήταν άτυχη, το ΄χασα. Ήταν και θηλυκό. Έτσι ήμουνα σα λεχώνα. Τώρα εσείς οι νιες είσαστε φιλντισένιες».

 

Από τις βασικές της υποχρεώσεις ήταν η υποστήριξη της οικογένειας στο ράψιμο και γενικότερα στο ντύσιμο των μελών της οικογένειας. Από τα προικοσύμφωνα της εποχής μαθαίνουμε ότι  « η γυναίκα της εξοχής, ήξερε να πλέκει και να ξεμπουκώνει σκαρτσούνια και να ράβει μια βέστα».

Για να γίνουν τα ρούχα και τα ασπρόρουχα μιας οικογένειας χρειαζόταν επίπονη εργασία. Γνέσιμο, ύφανση και ράψιμο. Τα παραδοσιακά ρούχα ήταν προσαρμοσμένα στις ανάγκες της καθημερινότητας. Το σωκάρδι (γιλέκο) είχε βαθύ ντεκολτέ ενώ το πουκάμισο δεν είχε κουμπιά, απλώς σταύρωνε , εξυπηρετώντας στο θηλασμό των μωρών που αναγκαστικά έπαιρναν μαζί τους στον κάμπο. Η μπουγάδα γινόταν με στάχτη, προκειμένου να λάμπουν και να μοσχοβολούν τα ασπρόρουχα.

Ο ΦΟΥΡΝΟΣ ΦΚΙΑΝΕΙ ΤΟ ΨΩΜΙ ΚΙ Ο ΗΛΙΟΣ ΤΗ ΜΠΟΥΓΑΔΑ, λέει η παροιμία.

 

Για τον αγροτόκοσμο τα πανηγύρια ήταν κάτι περισσότερο από μια ευκαιριακή εκδήλωση. Ήταν η μέρα της μοναδικής αργίας του. Ήταν η μέρα που το σπίτι θα μοσχοβόλαγε, θα έλαμπε. Επισκέψεις χωρίς δώρα, ευχές, τραγούδια και χοροί. Γλέντια αγνά με το τίποτα. Χαρακτηριστική είναι η παρακάτω μαρτυρία:

«Άκου κοπέλα μου,(χαμογελώντας) Η γιορτή μέσα στο σπίτι είναι γιορτή όλη όλης της οικογένειας. Κουμάντο κάνει η μάνα. Κι άσε τους άλλους να λένε. Οι άντρες γιορτάζανε όταν βγαίνανε έξω από το σπίτι. Όταν κατεβαίναμε στου Μποσκέτη για ένα γλυκό όλοι καμαρώνανε με τα καλοσιδερωμένα και καθαρά τους ρούχα σα γύφτικα σκερπάνια. Και εγώ δίπλα τους χαμογελούσα. ΕΓΩ τους έσιαξα. Τους έδειχνα έτσι τη νοικοκυροσύνη μου».

 

Κατά κανόνα η γυναίκα των χωριών μας πορευόταν στη ζωή της χωρίς εφόδια γραμμάτων, χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση.

Παρόλο που το Ληξούρι και γενικότερα η Παλική φημιζόταν για την πρόοδο τους στα γράμματα και τις επιστήμες, όπως το υπογραμμίζει το εξής τετράστιχο:

Δευτέρα πόλις του νομού και τόπος αβελίδος

Κουρέλι της πολιτικής και θύμα της σταφίδος.

Πολλοί αμπελοκτήμονες παππάδες και περάτες

Εξήντα επιστήμονες και δώδεκα πελάτες.

Παρόλα αυτά και λόγω των γενικότερων πολιτικό-κοινωνικών αντιλήψεων της εποχής, οι γυναίκες των χωριών έμεναν έξω από τη διαδικασία της εκπαίδευσης.

Ο Λασκαράτος , καταγγέλοντας την ανισότητα των φύλων, έγραψε κατακρίνοντας αυτήν την αντίληψη των συγχρόνων του: «Ο νους των γυναικών δεν έπρεπε κατά τη γνώμη τους να καλλιεργείται και να αναπτύσσεται. Κλείναν τα κορίτσια τους από τα 10-12 χρόνια, χωρίς επαφή έως ότου με την προξενολογήτρα τα γυρέψει κάποιος».

Αλλά και τον επόμενο αιώνα, τον 20ό, η κατάσταση δεν είχε αλλάξει. Γράφει η Ντιάνα Αντωνακάτου: «χαρακτηριστικό παράδειγμα στάθηκε το Ληξούρι στις αρχές του 20ου αιώνα. Αναφέρονται 268 μαθητές και καμιά μαθήτρια».

Όταν ρώτησα τη μητέρα μου αν πήγε σχολείο μου είχε πει:

 « πήγαμε μέχρι την Τρίτη δημοτικού. Πήγαμε και μια βδομάδα στην Τετάρτη. Μετά είπαμε με τις άλλες κοπέλες, δε γινόμαστε μοδίστρες να βγάζουμε και το ψωμί μας; Και έτσι φύγαμε από το σχολειό. Ποιος να μας σταματήσει;».

Ο πατέρας μου ονειρευόταν να πάρει ένα μικρό τρακτέρ στην αδελφή μου τη μεγάλη. Μεγαλείο!!! Τι τα ήθελε τα γράμματα; Η δική της επιμονή την οδήγησε στο δρόμο της γνώσης.

Αυτός ήταν λοιπόν ο κοινωνικός της προορισμός; Ανατρεφόταν για να γίνει μητέρα πολιτών, χωρίς η ίδια να ανήκει στους πολίτες;

Πάραυτα, η αγρότισσα της Παλικής διέθετε πλούσια σοφία ζωής. Και με αυτή τη σοφία μεγάλωνε και ανάτρεφε τα παιδιά της. Αλλά και η ίδια αντιλαμβανόταν τα μηνύματα της κοινωνίας. Δεν είναι τυχαίο που η Παλικισιάνα γυναίκα αγρότισσα ήταν παρούσα σε όλους τους μεγάλους κοινωνικούς και εθνικούς αγώνες. Αλλά για το θέμα αυτό υπάρχει ξεχωριστή ομιλία.

Αλίμονο στη γυναίκα του ναυτικού. Μάνα και πατέρας για τα παιδιά. Μήνες και μήνες μόνη της να τα βγάζει πέρα με όλα , ακόμα και με τον κάμπο. Και προπαντός να κρατήσει ψηλά την τιμή του αντρός της, να κάνει το κουμάντο της με σύνεση, για να πιάσει τόπο ο θαλασσοπνιγμός του κύρη της.

Και η γυναίκα του βοσκού συμμετείχε με τον άντρα της στο άρμεγμα των προβάτων. Η γυναίκα του παντοπώλη ή του καφετζή του χωριού βοηθούσε κάποιες ώρες στο μαγαζί ή στο καφενείο. Βέβαια αυτή η απασχόληση τη βοηθούσε ακόμη περισσότερο στην κοινωνικοποίησή της.

 

Είχα την ατυχία να μεγαλώσω στην Αθήνα. Έπαιζα μπάλα στα στενά δρομάκια ανάμεσα στα αυτοκίνητα. Όταν ερχόμουν εδώ ένιωθα πως ζούσα σε έναν άλλο κόσμο. Έρχονταν οι γειτόνισσες και καθόντουσαν στη βεράντα μας. η κάθε μια έφερνε καλούδια από τον κάμπο, πεπόνι, σταφύλι, μπουρνέλες και αφού πέρναγε το ημερήσιο κουτσομπολιό από όλα τα χωριά της Παλικής, τα μοιραζόμασταν όλα και ξεκίναγαν οι καντάδες. Και αυτό δεν ήταν προνόμιο μόνο της δικής μου γειτονιάς.

«Ο ένας καταλάβαινε τον άλλον. Οι πόρτες δεν κλειδώνανε. Μας χώριζε ένας τοίχος. Τα παιδιά μου μεγαλώνανε με του γείτονα. Δεν είχα εγώ, δεν είχε και αυτός. Αν η σοδειά χάλαγε για μένα , χάλαγε και γι αυτόν. Θυμάμαι στον πόλεμο του 40, στον κόρφο μου έβαζα μια κουτάλα παγωμένο λάδι από τον κάμπο που το είχαμε κρυμμένο για να το πάω στη γειτόνισσα τη Σταματούλα που είχε και τέσσερα κεφάλια παιδιά».

Ξεπερασμένη δυστυχώς συνήθεια για σήμερα.

 

Η σημερινή πραγματικότητα μας δίνει τη νέα  εικόνα όπου η γυναίκα περνά δυναμικά από τα χωράφια στην κατάκτηση της γνώσης.

Άλλωστε ,

ΑΓΕΡΑΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΑ ΔΕΝ ΚΛΕΙΔΩΝΟΝΤΑΙ.

Σήμερα, οι νέες γυναίκες των χωριών γίνονται γιατροί, δικηγόροι, δικαστικοί εκπαιδευτικοί. Ελευθερώνουν τις δυνάμεις τους μέσω της μόρφωσης και της επαγγελματικής τους άσκηση.  Έτσι αποδίδονται σε έναν άλλο κοινωνικό αγώνα, με τρόπο σκληρό και δύσκολο. Αλλά παρούσες, μαχητικές και συμβάλλουσες στο γίγνεσθαι του τόπου.

 

Με βάση μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας,

 εάν οι γυναίκες παγκοσμίως είχαν την ίδια εκπαίδευση με τους άντρες, οι αποδόσεις της αγροτικής γης θα αυξάνονταν κατά 22%. Κατά την ίδια πηγή, αν οι γυναίκες της υπαίθρου είχαν ίση πρόσβαση με τους άντρες στην ιδιοκτησία γης, τις νέες τεχνολογίες, τις αγορές, τις οικονομικές  υπηρεσίες και χρηματοδοτήσεις, η αγροτική παραγωγή θα μπορούσε να αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό που ο αριθμός των ανθρώπων που πεινούν ανά τον κόσμο θα μειωνόταν κατά 100-150 εκατομμύρια άτομα.

 

Αυτή ήταν λοιπόν η γυναίκα αγρότισσα που έζησε μια ζωή δύσκολη και απρόσμενη. Παρόλα αυτά ανέπτυξε μια προσωπικότητα εξίσου δυναμική, φυσικά πιο συναισθηματική από τον άντρα.

Και ενώ σε όλους είναι αντιληπτή η αξία της ουδέποτε έχει καταγραφεί αυτή η μοναδική της προσφορά και φυσικά ουδέποτε έχει αναγνωριστεί στην πράξη υλικά και ηθικά. Ακόμα και  η τυπική αναγνώριση της ήρθε κι αυτή καθυστερημένα. Μόλις το 2016 ορίστηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ , η 15η Οκτωβρίου να καθιερωθεί ως Παγκόσμια ημέρα εορτασμού της γυναίκας αγρότισσας της υπαίθρου.

Για το τέλος επέλεξα να κλείσω με Λασκαράτο την ομιλία μου:

«Εσύ για με προστάτης άγγελος μου

Άμεμπτα φύλαε τα πατήματά μου

Και προτού σκοτισθούν τα λογικά μου

Πρόλαβε

Τρέξε συ και λάμψε εμπρός μου

Ναι

Το φως σου ξυπνάει την αρετή μου

Και πιστόνε σε σένα με βαστένει

Γιατί

Τόσο σε αισθάνομαι δική μου

Τόσο με την ψυχή μου ζυμωμένη

Που δεν ξέρω πλέον στη διαλογή μου

Πώς να σε πω

Γυναίκα μου

Ή ψυχή μου»

Ανδρέας Λασκαράτος

 

Σας ευχαριστώ.