ΜΑΡΩ ΔΟΥΚΑ

Φελιτσιτά

Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2023

           Η Μάρω Δούκα επιλέγει για το μυθιστόρημά της έναν τίτλο πικρά ειρωνικό. Φελιτσιτά. Κανένα πρόσωπο, όμως,  του μυθιστορήματος δεν είναι ευτυχισμένο.

«Φελιτσιτά (= ευτυχία) είναι να κρατιέσαι απ’ το χέρι στον μακρύ δρόμο», λέει ένα τραγούδι του Αλμπάνο, της δεκαετίας του ’80. Θυμάται ο ήρωας, ο  Κωνσταντίνος Καβουράκης ή Κάβουρας, που παλιά «το τραγουδούσε με την Ελένη του αντικριστά … κι ήταν τώρα σαν να την έσφιγγε στην αγκαλιά του» (σελ. 5).

          Και παρόλο που οι διαδρομές του, κυριολεκτικά και μεταφορικά,  είναι μακριές, που λέει και το τραγούδι, ο εξηντάχρονος Κωνσταντίνος, οικογενειάρχης, πρώην εμποροϋπάλληλος, τώρα άστεγος, δεν έχει από πού να κρατηθεί. «… δεν είχαν ούτε ψίχουλο χθες οι σκουπιδοντενεκέδες της επικράτειάς του, ίσως έπρεπε να αλλάξει στέκι, και πού να πάει, όλες οι πιάτσες πιασμένες, πόλεμος ακήρυχτος μεταξύ του ενός πεινασμένου και του άλλου..» (σελ. 38).

         Η Μάρω Δούκα φέρνει στο νου μας δικές μας εικόνες, που θραύσματά τους μας είναι οικεία, αν και κάπως αόριστα.Δεν τολμάμε να δούμε ολόκληρες τις εικόνες με τους άστεγους της πόλης μας, τις αποφεύγουμε (γιατί άραγε;) και περιοριζόμαστε, στην καλύτερη περίπτωση,  στις σχετικές αναγνώσεις. Το θέμα, άλλωστε, είναι σύγχρονο, επίκαιρο και συχνά παρουσιάζεται και στη λογοτεχνική γραφή νεότερων δημιουργών (Μόντη,1 Θεοδωράτου2).

          Συχνά, στην αγκαλιά του ήρωα, του Κωνσταντίνου, γουργουρίζει η Φελιτσιτά, η γάτα, που δίνει το όνομά της στον τίτλο του βιβλίου. Ο ήρωας την χαϊδεύει στοργικά κι εκείνη τον φροντίζει με τον τρόπο της. Δεν είναι καν δικιά του, μόνον όνομα της έδωσε. Αλλά αυτό είναι η ευτυχία;

           Και η Όλγα με τη μελωδική φωνή, που παλιά δούλευε στον Ευαγγελισμό, είναι άστεγη, και ο Γεράσιμος, ο μουσικός, άστεγος κι αυτός, κι ας είναι «αστέρι στη φυσαρμόνικα». Για λίγα κέρματα παίζει το εμβληματικό τραγούδι του Λοΐζου.                 «… αν θέλετε να παίζετε μουσική εδώ γύρω όχι …  φασαρίες … όχι  για φασισμούς που δεν θα περάσουν, ακούτε; πείτε κάτι της εποχής, το ξέρεις αυτό που λέει σ’ αγαπώ, μ’ αγαπάς…», τους  λένε οι αστυνομικοί που κάνουν νυχτερινή περιπολία (σελ. 196).

          Αδύναμοι και, ταυτόχρονα, σκληροί, οι άστεγοι της πόλης μας περιπλανώνται στο κέντρο της πρωτεύουσας. Η πόλη με τις γειτονιές της, στο μυθιστόρημα της Δούκα, δεν είναι απλώς ένα σκηνικό. Τα διαφορετικά σημεία της (Αγία Ειρήνη, Αιόλου, Μοναστηράκι, Σταδίου, Πειραιώς, Πλάκα, Ζάππειο, Θησείο, Πανδρόσου, Ηφαίστου, Καπνικαρέα), γίνονται τόποι βιωμένης εμπειρίας, συναντήσεων και αναζητήσεων. Εδώ  συναντιέται ο άστεγος με τον άστεγο, εδώ μοιράζονται το ίδιο στέκι, λένε μια καλημέρα, εκδιώκονται,  διασταυρώνονται με άγνωστους περαστικούς, αναζητούν με το βλέμμα τους αγαπημένους, πλησιάζουν με δικούς, ανέχονται καρτερικά, νιώθουν τη βία. Εδώ, σε κάποιο δρόμο της Αθήνας,  πάντα βρίσκεται κι ένας καλός άνθρωπος που θα προσφέρει έναν καφέ, λίγο φαγητό ή σκεπάσματα.

          Φελιτσιτά. Το αίτημα της ευτυχίας στοιχειώνει όλα τα πρόσωπα του μυθιστορήματος, ανέστια και μη. Ο Κωνσταντίνος, ο άστεγος, πίσω του έχει μια οικογένεια. Παραπάνω από σαράντα χρόνια ζούσαν όλοι μαζί.                         

          Ο πρωτότοκος γιος του, ο Βαγγέλης, σαραντάρης και με καλή δουλειά, ονειρεύεται να αλλάξει κοινωνική τάξη. Όνειρό του είναι μια μονοκατοικία στην Κηφισιά. Προς το παρόν μένει ακόμη με τη μαμά του στα Σεπόλια.

          Η Βούλα, η μοναχοκόρη της οικογένειας, ανεξάρτητη και αυτάρκης, εγκατέλειψε συνειδητά τη Φιλοσοφική, για να ανοίξει κομμωτήριο. Διαβάζει βιβλία και αγαπά τον γαλλικό κινηματογράφο. «… είναι ίσως και η μοναδική εγκυκλοπαιδικά μορφωμένη κομμώτρια στο Λεκανοπέδιο …» (σελ. 102).                  Σκεπτόμενη, κοινωνικά ανήσυχη, αληθινή, μακριά από τη μαζική συνείδηση: « … φτάνει, φτάνει, φτάνει με το κουκούλωμα και την ατιμωρησία και με την ασυλία των υπευθύνων, φτάνει και με την προστυχιά των παπαγάλων, φτάνει και με την αποχαύνωση …»(σελ. 103). Ήθελε να αγοράσει ένα τριάρι. Συμβιβάζεται με ένα νοικιασμένο φωτεινό δυαράκι. «… μακάρι να έβρισκε μια κοπέλα να αγαπηθούν …» (σελ. 110).

          Ο Στέλιος είναι ο μικρότερος. Άνθρωπος χαμηλού προφίλ, με ευαισθησίες, παντρεμένος με πανεπιστημιακό, την Αγγέλα, είναι φιλόλογος σε Λύκειο. «… καλός σε όλα του και το ήξερε, προτίμησε τη μέση εκπαίδευση από άποψη, δεν ήθελε να μπλεχτεί με τις πανεπιστημιακές ίντριγκες …» (σελ. 146).

          Η Ελένη, η σύζυγος του Κωνσταντίνου, είναι η περήφανη μητέρα των τριών παιδιών, ένα κράμα δυναμισμού και παθητικότητας. Κοκέτα, καλοντυμένη και καλομακιγιαρισμένη κάθε πρωί φεύγει για τη δουλειά της. Δουλεύει θυρωρός στο Υπουργείο Ανάπτυξης. Ζει στο παρόν και, ταυτόχρονα, αναπολεί το παρελθόν, τότε που ήταν πανέμορφη και μελαγχολική «… σαν τη νεαρή αυτοκράτειρα της Αυστρίας Σίσσι …» (σελ. 156).

         Μέσα από την πολυφωνική αφήγηση των πέντε προσώπων,  που δίνεται, κυρίως, με πλάγιο τρόπο, και σε ελάχιστα σημεία με ευθύ, ξετυλίγονται σταδιακά τα αισθήματα, τα όνειρα και οι πόνοι κάθε μέλους της οικογένειας και, παράλληλα, αναδύονται οι οικογενειακές σχέσεις.

          Κάθε φωνή προσθέτει μια καινούργια πτυχή στην ιστορία των ηρώων, καθώς η Μάρω Δούκα δίνει απεριόριστη ελευθερία στα πρόσωπα του βιβλίου της, ώστε να διατυπώσουν τη δική τους εκδοχή, να δικαιολογηθούν και να προβάλουν τα δικά τους ελαφρυντικά.

          Κάθε φωνή αποκαλύπτει και τα ρήγματα στις πολυδαίδαλες, πληγωμένες και εύθραυστες οικογενειακές σχέσεις. Η συνολική ιστορία της οικογένειας Καβουράκη είναι ένα παλίμψηστο, που το κάθε μέλος αφηγείται, διαγράφει,  προσθέτει, διορθώνει, ώσπου να αποκαλυφθούν λιγότερο φανερές, σχεδόν μυστικές, οικογενειακές καταστάσεις.

          Πώς νιώθουν μεταξύ τους αυτά τα πέντε πρόσωπα; Δένονται με συναισθήματα; Αγαπιούνται; Συμπάσχουν; Αδιαφορούν; Συνειδητοποιούν τι συμβαίνει; Είναι τόσο περίπλοκες και πολυποίκιλες οι ανθρώπινες σχέσεις. «… άλλο … το λυπάμαι, άλλο το αγαπώ, άλλο το αντέχω …», λέει η Ελένη (σελ. 250).

          Πώς κατέληξε άστεγος ο Κωνσταντίνος; Εγκατέλειψε, άραγε, το σπίτι του; Μα «αγαπούσε και υπολόγιζε» την Ελένη. Αισθάνεται κάποιο βάρος ευθύνης; «… ποτέ δεν την έδερνε, μόνο την έπιανε από το μαλλί και την τραβούσε για λίγο, σαν μασάζ…» (σελ. 36). Είναι αλήθεια ότι έφυγε «δαρμένος και γδαρμένος»;(σελ. 96.)Τον έδιωξαν; Θα επιστρέψει; Τον αναζητούν; Τους περιμένει; Τον σκέφτονται; Τον θέλουν; Εκείνος θέλει να γυρίσει; Πώς; Πότε; Θα προλάβει; Μήπως, τελικά, του κάνει κέφι η καινούργια κατάσταση. Άλλωστε, η ζωή στον δρόμο του δίδαξε πως «…θέλει μεγάλη τέχνη, μαεστρία, να ζεις  σαν τα πετεινά του ουρανού …» (σελ. 181).

          Η συγγραφέας μιλάει για τις σκέψεις, τα αισθήματα, τα βιώματα όλων, χωρίς ανάσες, χωρίς τελείες, χωρίς παύσεις, ακολουθώντας τον χτύπο της καρδιάς τους και τον συνειρμικό  βηματισμό της σκέψης τους.

         Δύσκολα θα ταυτιζόταν ο αναγνώστης με κάποιο από τα πρόσωπα του μυθιστορήματος. Ωστόσο, όλα τα πρόσωπα ζυμώνονται με τρυφερότητα και ανθρωπιά. Η Μάρω Δούκα τα αγκαλιάζει, τα αγαπά και τα νοιάζεται. Αναπνέει μαζί τους, ακολουθώντας τους κυματισμούς της ψυχής τους. Το βλέμμα της είναι στοργικό, σχεδόν χαϊδευτικό.

          Πώς καταφέρνει και  πλάθει τόσο συμπαθητικούς ήρωες,ενώ αποδίδει με ρεαλισμό όλα τα αληθινά τους χαρακτηριστικά, όλα τα κουσούρια τους και όλες τις κακίες και τις πονηριές τους;

          Η Μάρω Δούκα, νομίζω, τους περιβάλλει με την αχλύ της δικής της ανθρωπιάς και ενσυναίσθησης και εντέλει κατορθώνει να τους δείχνει συμπαθητικούς στα μάτια του αναγνώστη της. Η αφήγησή της είναι καμωμένη με υλικά από τη στόφα του ήθους της, της ευαισθησίας της και της αγάπης για τον άνθρωπο, χαρακτηριστικά που διατρέχουν όλο το έργο της. Η συγγραφέας πάντα γράφει με ειλικρίνεια και, ταυτόχρονα, με επιείκεια. Δεν εξωραΐζει. Λέει τα πράγματα με το όνομά τους, αλλά μιλάει με τον χαρακτηριστικά δικό της τρόπο. Γράφει  με τον τρόπο του στοχαστικού και ακέραιου διανοούμενου, που ξέρει πόσο σχετικά είναι καμιά φορά τα ανθρώπινα, που έχει νιώσει ότι το καλό και το κακό είναι δυνατόν να μεταστοιχειώνονται αμοιβαία. Το σύμπαν των προσδοκιών, της καρδιάς, της ιδεολογίας και της διαδρομής της, την κάνει γενναιόδωρη και ανθρώπινη, με αποτέλεσμα να χωράνε στην αγκαλιά της και οι πιο ταπεινοί και οι λιγότερο καλοί ήρωες.

          Τελειώνοντας το βιβλίο, νιώθουμε μια γλυκόπικρη γεύση. Ταυτόχρονα, νιώθουμε κι ένα αφυπνιστικό σκούντημα: Καταλαβαίνουμε ότι σήμερα, εποχή ποικίλων κρίσεων, είναι πολύ κοντά η ταχτοποιημένη, η βολεμένη ζωή και η απόρριψη, η καθημερινή ρουτίνα και το περιθώριο. Κλείνοντας το βιβλίο, όλοι παραμένουμε προβληματισμένοι, κάποιοι συγκινημένοι, κάποιοι σοφότεροι.

1Καινούργια Μέρα του Νίκου Χρυσού (Καστανιώτης, 2018) , όπου διαβάζουμε για μια παρέα αστέγων σε ένα απροσδιόριστο λιμάνι.

2Να τα πούμε καμιά μέρα,  από τη συλλογή Ο ουρανός της παλάμης της Στρ. Θεοδωράτου (Αλεξάνδρεια, 2021), όπου διαβάζουμε για έναν άνεργο, που κατέληξε «τρυφερός» άστεγος στο κέντρο της Αθήνας.

                                                                   Εύη Ζερβού Καλλιακούδη