William Faulkner Καθώς ψυχορραγώ (Ξανα)διαβάζοντας έναν κλασικό

       Ο κλασικός Aμερικανός συγγραφέας, Ουίλλιαμ Φώκνερ, (William Faulkner, 1897-1962, Νόμπελ 1949), στο μυθιστόρημα Καθώς ψυχορραγώ εμπιστεύεται το ρόλο του αφηγητή σε δεκαπέντε ταπεινούς ανθρώπους του Νότου, υιοθετώντας μια κατεξοχήν πολυφωνική αφήγηση.

      Το μυθιστόρημα, γνωστό στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό ήδη από το 1970, όταν το μετέφρασε αριστουργηματικά για πρώτη φορά ο Μ. Κουμανταρέας (εκδ. Κέδρος, 1970), γράφτηκε το 1929, σε χρόνο έξι εβδομάδων, μεταμεσονύχτιες ώρες, το διάστημα  που ο συγγραφέας εργαζόταν ως νυχτερινός φύλακας. Το βιβλίο εκδόθηκε και κυκλοφόρησε στην Αμερική την επόμενη χρονιά.

      Ο τίτλος του έργου, όπως μας ενημερώνει ο σημερινός  μεταφραστής Π. Κεχαγιάς (εκδ. Gutenberg, 2023), «προέρχεται από τη ραψωδία  λ της Οδύσσειας (Νέκυια), όπου ο νεκρός Αγαμέμνονας περιγράφει στον Οδυσσέα τη δολοφονία του από την Κλυταιμνήστρα» (σελ. 281).

      Στο Καθώς ψυχορραγώ πρωταγωνιστεί η οικογένεια Μπάντρεν, που ζει στον αμερικάνικο Νότο. Είναι μια αγροτική οικογένεια με πέντε παιδιά, τέσσερα αγόρια και ένα δεκαεπτάχρονο κορίτσι. Καταφέρνουν να επιβιώνουν με το μπαμπάκι που καλλιεργούν, τις λιγοστές αγελάδες και τις κότες τους.

      Η μητέρα, η Άντι Μπάντρεν,  ενώ  βρίσκεται στα τελευταία της, εποπτεύει με έναν τρόπο την κατασκευή του νεκροκρέβατου  που θα την δεχτεί. Το κατασκευάζει με επιδεξιότητα  ο πρωτότοκος γιος της, ο ξυλουργός Κας και, όταν έρχεται η ώρα,  την εναποθέτουν σε αυτό  με «το νυφικό της που ΄χε μια φουσκωτή φούστα… κι είχαν φτιάξει κι ένα βέλο από κουνουπιέρα» (Gutenberg, σελ. 98). – «Ήταν το νυφικό της φόρεμα που κατέληγε σε ουρά … και της είχαν κάνει κι ένα βέλο από κουνουπιέρα» (Κέδρος, σελ. 104).

      Επιθυμία της είναι να ταφεί στα πατρικά της χώματα, την πόλη που φαίνεται ότι δεν απέχει υπερβολικά από τον άγονο τόπο που ζουν. Ωστόσο, η πορεία της οικογένειας πάνω στο κάρο με προορισμό την τελευταία κατοικία της νεκρής και με φορτίο το φέρετρο, κρατάει σχεδόν δέκα μέρες, καθώς ανακόπτεται από τα εμπόδια της φύσης. 

      Ένας κατακλυσμός έχει εξαφανίσει το πέρασμα, η καταιγίδα έχει σαρώσει τη γέφυρα, το ποτάμι έχει υπερχειλίσει, γύπες πετάνε από πάνω τους, τα άλογα αφηνιάζουν και άνθρωποι και φέρετρο μόλις διασώζονται από τη δίνη του νερού. Κινηματογραφική εδώ η γραφή. Άλλωστε ο Φώκνερ τη δεκαετία του ΄30 γράφει σενάρια για τον κινηματογράφο τού  Χόλυγουντ.

        Η νεκρική πομπή μετατρέπεται σε μια δραματική περιπέτεια, όπου η τραγωδία και η σάτιρα συνυφαίνονται σε έναν καμβά,  συμφύροντας τα όριά τους.  Ο  πατέρας π.χ., ενώ υπερτονίζει ότι υλοποιεί την επιθυμία της νεκρής για την ταφή, ονειρεύεται, ταυτόχρονα,  σχεδόν εμμονικά, να αγοράσει οδοντοστοιχία στην πόλη, όπου θα ταφεί η Άντι, η γυναίκα του.

      Στο πολυφωνικό μας μυθιστόρημα όλα τα πρόσωπα είναι αφηγητές που συνομιλούν νοερά με τον εαυτό τους.  Καταθέτουν την ψυχή τους με τους φόβους, τις αγωνίες και τα βάρη τους.  Ο Φώκνερ θεωρείται κατεξοχήν εισηγητής του εσωτερικού μονολόγου στη σύγχρονη λογοτεχνία. Κάθε φωνή έχει το δικό της ύφος, το δικό της βάθος, το δικό της κώδικα  και το δικό της χρονικό στίγμα.

      Ιδιαίτερη είναι η φωνή του Νταρλ, του δευτερότοκου γιού, που είναι ένα πλάσμα πανέξυπνο, ευαίσθητο και σοφό. Νταρλ ο «αλαφροίσκιωτος, που (πως) δεν έχει σταλιά μυαλό», όπως λένε στο χωριό (Gutenberg, σελ. 166). – «ο λοξός, ο φτωχός τω πνεύματι (Κέδρος, σελ. 176). «Τούτος ο κόσμος δεν είναι ο κόσμος του. Τούτη η ζωή η ζωή του» (Gutenberg, σελ. 280), λέει με συγκινητική τρυφερότητα ο μεγάλος αδελφός του, ο Κας. Γι’ αυτό ο  Φώκνερ εμπιστεύεται στον Νταρλ δεκαεννιά φορές το ρόλο τού αφηγητή, σαν  να τον επιλέγει  ως αρωγό του, γιατί ο Νταρλ διαθέτει λεπταίσθητες κεραίες, για να βλέπει τον κόσμο.

      Όλα τα πρόσωπα-αφηγητές μιλούν με έναν τρόπο  ασύνδετο, υπαινικτικό και, μερικές φορές, μεταφορικό, ενσωματώνοντας στα λόγια τους βιώματα που δεν πρόλαβαν ή δεν μπόρεσαν  να «τακτοποιήσουν».

       Οι πολλές αφηγήσεις  που απαρτίζουν το κείμενο, δεν συνδέονται πάντα μεταξύ τους  με χρονική αλληλουχία. Επιπλέον, η κάθε αφήγηση χωριστά δεν είναι εύκολα αφομοιώσιμη, γιατί, εκτός από τα μέρη που προωθούν κατά κάποιον τρόπο τον μύθο, εμπεριέχονται θρυμματισμένες μνήμες, σπαράγματα σκηνών, προσωπικά ή οικογενειακά τραύματα, μικρά ή μεγάλα μυστικά, πού και πού κάποια αδιόρατη ελπίδα.

       Οι λανθάνουσες σκέψεις των αφηγητών  έρχονται συνειρμικά, φεύγουν, κάποια στιγμή διακόπτονται,  συνυπάρχουν ταυτόχρονα με πολλές άλλες, αποτυπώνοντας έτσι θαυμαστά την ανθρώπινη νοητική και ψυχολογική λειτουργία.

      Ο Φώκνερ, ανατόμος  της ανθρώπινης ψυχής, διαβάζεται με έναν ιδιαίτερο τρόπο, που δεν είναι ούτε μονοσήμαντος ούτε ρεαλιστικός. Η ρεαλιστική πρόσληψη δοκιμάζεται έντονα σε κάθε σχεδόν σελίδα και ακυρώνεται  εντελώς στο μέσον  του βιβλίου (Gutenberg, σελ. 184 –Κέδρος, σελ. 196), όπου η νεκρή Άντι  εκφωνεί και αυτή μιαν αφήγηση.

      Η Άντι μιλάει, όπως ακριβώς και τα υπόλοιπα ζωντανά  πρόσωπα, αλλά ο λόγος της είναι βαθύτερος και πολύ προσωπικός.  Εξωτερικεύει τα πιο ανείπωτα συναισθήματα.  Απογυμνώνεται. Ομολογεί «αμαρτίες», αποκαλύπτει την  τραγική σχέση με τα παιδιά, δικά της και ξένα (ήταν δασκάλα),  αποτιμά τη ζωή με τον άντρα της. Κοιτάζει γενναία και κατάματα τον εαυτό της, σαν να βρίσκεται στο κρεβάτι του ψυχαναλυτή.

       Επομένως, ο αναγνώστης, σε αυτό το πολυφωνικό κείμενο, πραγματικά χρήζεται συνδημιουργός, καθώς  καλείται να συνθέσει  τις ψηφίδες των διαφορετικών αφηγήσεων και να συγκροτήσειτην ιστορία στο σύνολό της.

      Το Καθώς ψυχορραγώ, που μεταφέρθηκε και στην οθόνη  αλλά και σε πολλές θεατρικές σκηνές παγκόσμια, είναι έργο με τεράστια επίδραση στη λογοτεχνία. 

      Στη δική μας λογοτεχνία, ο Νταρλ, αυτός ο υπερευαίσθητος και ιδιόρρυθμος ήρωας, «τρελός», ίσως, με την ιατρική έννοια εκείνου του καιρού, έδωσε έμπνευση στον Νίκο Χουλιαρά, για να πλάσει τον δικό του νεαρό αφηγητή στο σπαρακτικό μυθιστόρημα Ο Λούσιας (Κέδρος, 1979). 

      Μετά λίγα χρόνια, ο Π. Μάτεσις έγραψε το θεατρικό έργο  Προς Ελευσίνα (Εστία, 1995). Ο Μάτεσις, όπως είχε δηλώσει τότε,  κράτησε «τον ιστό τού έργου τού Φώκνερ, χωρίς να επιχειρεί κάποια διασκευή».

      Έχει ενδιαφέρον να διαβάσουμε το μυθιστόρημα παράλληλα, στις δυο διαφορετικές μεταφράσεις, που απέχουν μεταξύ τους  53 χρόνια. Διαπιστώνουμε τη διαφορετική ματιά των μεταφραστών, του Μ. Κουμανταρέα (Κέδρος, 1970) και του Π. Κεχαγιά (Gutenberg,  2023). Η τάση της «οικειοποίησης», που εκπροσωπεί ο Μ. Κουμανταρέας, προσθέτει την πινελιά και της προσωπικής λογοτεχνικής δημιουργίας, ενώ η σύγχρονη αναμετάφραση, όπως θα την ονόμαζε ο Antoine Berman, του Π. Κεχαγιά  (Gutenberg, 2023) φαίνεται περισσότερο διευκολυντική για τον σύγχρονο αναγνώστη, μια που φέρνει το στίγμα της εποχής μας.Ο Έλληνας αναγνώστης έχει λοιπόν την ευκαιρία να διαβάσει αυτό το εμβληματικό έργο σε όποια από τις δυο μεταφράσεις επιλέξει. Το ιδανικό θα ήταν να γνωρίσει και τις δύο!

                                                                                     Εύη Ζερβού Καλλιακούδη