ΠΥΛΗ ΕΙΣΟΔΟΥ της Μάρως Δούκα Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2019

Διαβάζουμε, άραγε, ένα χειμαρρώδες ημερολόγιο; Σίγουρα ξεφυλλίζουμε σελίδες γεμάτες αμφιθυμίες, ανασφάλειες, ανησυχίες, αναζητήσεις και αναμνήσεις, όπως ακριβώς συμβαίνει στα εξομολογητικά κείμενα.

Ή μήπως διαβάζουμε ένα οδοιπορικό στην Αθήνα; Η ηρωίδα με τα πολλά πρόσωπα, η Αφεντούλα Μπακάλογλου,  γεννήθηκε στο Μεταξουργείο και τώρα, στα εβδομήντα της, ζει στο Παγκράτι. Περπατά πολύ στη γειτονιά της.  Λαϊκή, φούρνος, καφέ. Αρέσκεται σε βόλτες μέχρι τον Μπακάκο στην Ομόνοια. Ανεβαίνει στον «Ιερό Βράχο». Από κει « κοίταζε(α) κάτω προς την Πλάκα, διέκρινε(α) κτίρια και δρόμους, με σημάδι τον Άγιο Νικόλαο τον Ραγκαβά, έψαχνε(α) το σημείο απ΄ όπου θα μπορούσε(α) να ξαναδεί(ώ) το Α΄ Γυμνάσιο Θηλέων στην Αδριανού». Με την πατρική της οικογένεια έζησε στην «αριστοκρατική τότε λεωφόρο Αλεξάνδρας»  και, αργότερα,  με τον σύζυγό της στο προικώο της,  «ένα διώροφο στη Φωκίωνος Νέγρη», τα χρόνια που η περιοχή βρισκόταν στην ακμή της.   

Στην πραγματικότητα περιπλανιόμαστε στις αναγνώσεις άπειρων αναρτήσεων στο διαδίκτυο,  ασυνήθιστα εκτενών, που συσκοτίζουν και, ταυτόχρονα,  αποκαλύπτουν. Ποια πρόσωπα είναι υπαρκτά; Η Αφεντούλα, η Καίτη Καλή, η Κατερίνα Καλημέρη,  η Αίθρα, η  Πελαγία Αναστασάκη, η Σεβαστή;  Χανόμαστε στις λαβυρινθώδεις διαδρομές του facebook, παρακολουθώντας  μια ιστορία και παράλληλα πολλές εκδοχές της. Το κουβάρι της ζωής ξετυλίγεται στη διαδικτυακή επικοινωνία. Εκεί αποτυπώνεται και η ακτινογραφία των αισθημάτων. Εκεί και οι μύχιες σκέψεις των χρηστών.

Η Μάρω Δούκα επιλέγει το fb  ως όχημα της αφήγησης. Με αυτό το τέχνασμα, μέσα από πλήθος διαδικτυακών αναρτήσεων, πλάθει μια ώριμη ηλικιακά γυναίκα, ένα πρόσωπο πολυεπίπεδο,  που διαχέεται σε πολλές μορφές. Η φωνή της ηρωίδας εξομολογητική, θυμωμένη, παραπονεμένη και συνάμα  καλοσυνάτη εξακτινώνεται σε πολλές γυναικείες φωνές.

 Ακούμε τη δική μας φωνή, ακόμη κι αν διστάζουμε να το παραδεχτούμε. Χανόμαστε στον κυβερνοχώρο  ανάμεσα σε υπαρκτά πρόσωπα και φανταστικές περσόνες. Κάπου ανάμεσά τους κινούμαστε κι εμείς, οι αναγνώστες.  Αναρωτιόμαστε πού σταματάει το αληθινό και πού αρχίζει το εικονικό, καθώς η  Μάρω Δούκα μάς αποκαλύπτει τα άπειρα είδωλα της γυναίκας, που καθρεφτίζεται στους πολλαπλούς ρόλους της κόρης, της συζύγου, της μάνας, της γιαγιάς, της φίλης, της ερωμένης.

Τα δυο  έργα του Κλοντ Μονέ στο εξώφυλλο και οπισθόφυλλο του βιβλίου,  με τις γυναικείες μορφές και τους αντικατοπτρισμούς τους στο υγρό στοιχείο, είναι σοφή επιλογή. Προετοιμάζουν τον αναγνώστη, που νιώθει ότι όλα είναι ρευστά και ασαφή, μισοκρυμμένα, υποθετικά και δυσδιάκριτα, να δεχτεί την πολλαπλότητα της μιας μορφής.  

Ποιος είναι, λοιπόν,  ο χρήστης Λακάν (συνειρμός με τον ψυχαναλυτή Ζακ Λακάν), που προτίθεται να πλάσει μια ηρωίδα; Μα οι λογοτέχνες πλάθουν τους ήρωες,  κεντούν τα χαρακτηριστικά τους και μετά τους αφήνουν να πορευτούν σχεδόν αυτόνομα. Από τις πρώτες γραμμές αρχίζει το παιχνίδι των εικονικών  και των υπαρκτών προσώπων. Ο Λακάν – Μάρω Δούκα γράφει την πρώτη ανάρτηση:  «Να τη  φανταστεί (την ηρωίδα)  αξιοζήλευτα δυστυχισμένη; Να είναι βαμπ, να είναι φαμ φατάλ, να είναι Κίρκη; … Ή να τη φανταστεί εμπριμέ τετράγωνη; Να ξέρει πώς να πιάνει το μαχαίρι στην κουζίνα. Να καθαρίζει τις πατάτες, να κουμαντάρει το λάδι στο τηγάνι, το αλάτι στην ντομάτα, το ξύδι στο μαρούλι».

Πράγματι η χαρισματική Μάρω Δούκα πλάθει με συμπόνια και επιείκεια την ηρωίδα της, την  Αφεντούλα Μπακάλογλου, που την γνωρίζουμε μέσα από τις αναρτήσεις της Αίθρας. Η Αίθρα γράφει ως Αφεντούλα. Οι δυο τους υπήρξαν συμμαθήτριες και φίλες. Η μια αποτελεί το alter ego της άλλης. Συνυπάρχουν και επιπλέον συνυφαίνονται με ένα πλήθος προσωπείων. Αγαπιούνται με τον τρόπο τους και ταυτόχρονα  ανταγωνίζονται.  Μιλάνε,  και οι κουβέντες βγαίνουν υπαινικτικές, πικρές  και υπολογισμένες.

Η κορυφαία πεζογράφος της λογοτεχνίας μας φιλοτεχνεί πάνω σε έναν απέραντο καμβά εκφράσεις της  ψυχοσύνθεσης της σχεδόν εβδομηντάχρονης  ηρωίδας, της  Αφεντούλας  Μπακάλογλου, που είναι η  γυναίκα της διπλανής πόρτας, ίσως η γυναίκα της δικής μας πόρτας, ένας άνθρωπος καθημερινός και συνηθισμένος. Ζει ανάμεσά μας. Ίσως ζει και μέσα μας. Κάποια κομμάτια της είναι και δικά μας. Τελειόφοιτη της Αρχιτεκτονικής, ποτέ δεν πήρε πτυχίο. Έχει τρεις κόρες και δυο εγγόνια.  Ζει μόνη. Νιώθει την μοναξιά και την εκκωφαντική σιωπή.  Περιμένει να ακούσει ένα τηλέφωνο: «Και την τηλεόρασή μου έχω, και τον υπολογιστή μου και το τηλέφωνό μου το ασύρματο (στην τσέπη μου πάντα) … Έχω και το κινητό μου στην άλλη τσέπη για να μην τα μπερδεύω».  Προσπαθεί να ομορφύνει τη ζωή της με μικρές λεπτομέρειες: τριαντάφυλλα στο βάζο από μουράνο, πράσινα μήλα στη φρουτιέρα, χρώματα αρμονικά.  Άλλοτε νιώθει κουρασμένη, παγιδευμένη στο παρελθόν. Οι αναμνήσεις της συνοδεύονται από μια αίσθηση ματαίωσης. Θυμάται τον Αιμίλιο, τον άντρα της: «… Εύκολο το ΄χε το χαστούκι ο μακαρίτης, βαρύ το χέρι του. Ούτε κι εκείνη τη φορά το γλίτωσα. … Ο καλότατος, ο πράος, ο ευγενής Αιμίλιος!». Παντρεύτηκε μόλις τελείωσε το Σχολείο. Όχι από έρωτα. Ούτε από υπολογισμό. Βρέθηκε παντρεμένη από δειλία.  Δεν τόλμησε να κάνει το μεγάλο βήμα. Δεν μπόρεσε να χαράξει την αυτονομία της. Φοβήθηκε να δώσει εισαγωγικές για το Πανεπιστήμιο.  Ο γάμος ήταν η λύση.

 Η  Αφεντούλα  εξομολογείται  αδιέξοδα και απογοητεύσεις. Η οδύνη την συνοδεύει από την παιδική ηλικία, κάθε φορά που θυμάται «τον τυραννόσαυρο πατέρα» και μια μητέρα που ήξερε και δεν μιλούσε. Συναινούσε. Πόσα έχει κρυμμένα βαθιά μέσα της η Αφεντούλα; Τα μαθαίνουμε από τις αναρτήσεις της.  Έχει πολλά να μοιραστεί στο fb.  Γι΄ αυτό η αφήγηση παίρνει τη μορφή χειμαρρώδους προφορικού μονολόγου, που, αρχικά, κρύβει τεχνηέντως τα δύσκολα  και, σταδιακά, αποκαλύπτει απογυμνωμένους ανθρώπους  και κακοποιητικές ανθρώπινες σχέσεις.  

Συνέχεια αυτοαναλύεται η Αφεντούλα. Φιλοσοφεί και παρηγοριέται. Ενοχοποιεί τον εαυτό της και παράλληλα τον δικαιολογεί. Στη ζωή της  εναλλάσσονται η θλίψη με

την ελαφρότητα, ο εγκλωβισμός με την αίσθηση ελευθερίας, η παραίτηση με την απόπειρα  διεκδίκησης. Διαπιστώνουμε ότι οι αναλύσεις της επανέρχονται σε κάθε, σχεδόν, ανάρτηση, παίρνοντας τη μορφή επαναλαμβανόμενων μοτίβων. Μπορούν, άραγε, να αποδειχτούν λυτρωτικές, παρηγορητικές και ζωογόνες;

Δεν είναι σε καμιά περίπτωση εγωκεντρική. Δεν αυτοαναλύεται μόνον.  Έχει τις ευαισθησίες της. Αναλύει και    τον γύρω παρόντα  κόσμο της με μια ματιά που ξεπερνάει την ηλικία της, τη ζωή της και τις συμβάσεις που ακολούθησε. Συνεχώς η Αφεντούλα μάς εκπλήσσει : «Διακεκριμένη ζωγράφος, σου λέει, κι όμως παγερά αδιάφορη με την τραγωδία των προσφύγων. Κρίμα, κρίμα, σκέφτομαι και στενοχωριέμαι, δεν θα  ‘πρεπε αυτή η σπουδαία εικαστικός να έχει και κάποιες κοινωνικές ευαισθησίες; Κάπως να συμπονάει τους βασανισμένους; Μόνο εμένα ξέρει να ειρωνεύεται, λες και δεν φτάνει η καλλιτεχνική ψυχρότητά της, μην πω και ρηχότητα (όλο με βιολέτες και βαρκούλες καταγίνεται), άσχετα που τη θεωρούν διακεκριμένη και σπουδαία. Έχει και το θράσος να με επιπλήττει κάθε λίγο για την αφέλειά μου, όπως λέει, την ευπιστία μου. … Να λογοφέρω μαζί της; Να της μιλήσω έξω απ’ τα δόντια; … Σάμπως και αυτοί που κόπτονται στα κανάλια και στα ραδιόφωνα υπέρ των αδυνάτων είναι ειλικρινείς; …».  

Η Μάρω Δούκα αγαπάει  πολύ την Αφεντούλα της. Βρίσκεται κοντά της. Βρίσκεται και κοντά μας. Η συγγραφέας τής ξεχωριστής γραφής  μιλάει για ένα πολύ καθημερινό κομμάτι μας, μια γυναικεία πτυχή, παραπονεμένη, πονεμένη, μοναχική, μπερδεμένη, ευφυή, αλλά και ανάλαφρη.

Στο πρώτο μέρος του βιβλίου,  μέσα από την φωνή της Αίθρας – Αφεντούλας αποτυπώνεται η εισβολή – «ανάβαση (της)  Κυρίας  Αφεντούλας» στο διαδίκτυο. Στο δεύτερο μέρος, «Κυρίας Αφεντούλας παράβαση»,  αποχωρεί η Αίθρα και τα προσωπεία της, όπως, ακριβώς,  στην παράβαση της αριστοφανικής κωμωδίας αποχωρούν οι υποκριτές.  Ακούγεται μόνο  η φωνή της Καίτης Καλή, που αφήνει  «τα ίχνη της (στο διαδίκτυο) ως η άλλη Αφεντούλα». Στο τρίτο μέρος με τίτλο «Κυρίας Αφεντούλας κατάβαση»  επανέρχεται η Αίθρα – Αφεντούλα  με αναρτήσεις βιωματικές, που τοποθετούν την ηρωίδα μέσα στον κόσμο, αλλά και απέναντι από τον κόσμο, μέσα στις ανθρώπινες σχέσεις, αλλά και μακριά τους, λόγω ανασφάλειας και καχυποψίας.

Σαν μια τριλογία φαίνεται το συγκεκριμένο  έργο της Μάρως Δούκα, όπου η ηρωίδα, η Αφεντούλα, μαζί με τα προσωπεία της, κάνει τον απολογισμό μιας ζωής συμβατικής και συνηθισμένης και τοποθετείται, πάντα αμφίθυμα,  απέναντι στον εαυτό της, την πραγματικότητα και τους άλλους. Τριλογία, υπενθυμίζω,  αποτελούν και τα τρία  τελευταία βιβλία της συγγραφέως, αποτέλεσμα κοπιώδους και  μακροχρόνιας ιστορικής έρευνας. Για μια άλλη τριλογία, άλλου ύφους και άλλης θεματικής, που θυμίζει με λανθάνοντα τρόπο την Πύλη εισόδου  μιλάει η ίδια η συγγραφέας  στη σειρά Η κουζίνα του συγγραφέα: « Τα τρία αυτά μυθιστορήματα – Η αρχαία σκουριά, Η πλωτή πόλη, Οι λεύκες ασάλευτες- θα μπορούσαν εκ των υστέρων να θεωρηθούν ως μια άτυπη τριλογία, στον βαθμό που μέσα από τις γυναικείες μορφές τους … αναμοχλεύουν τη δυνατότητα της γυναίκας να υπάρξει τοποθετημένη δυναμικά και με συνέπεια … σ΄έναν ανδροκρατούμενο κόσμο που είχε αρχίσει ήδη να μετασχηματίζεται…». (Τα μαύρα λουστρίνια)

Κάθε φορά που διαβάζω έργα της Μάρως Δούκα, νιώθω ότι στη συνάντηση δημιουργού και αναγνώστη συντελείται ένα θαύμα. Είναι το θαύμα που αποπνέει ένα σπάνιο ήθος. Η συγγραφέας ποτέ δεν συγκαλύπτει, ποτέ δεν εξαπατά, ποτέ δεν παγιδεύει με ασάφειες, ποτέ δεν κηρύττει. Επικοινωνεί μαζί μας, μέσω των κειμένων της, με έναν τρόπο αυθεντικό, απολύτως λογοτεχνικό και ταυτόχρονα εξαιρετικά έντιμο. Σκύβοντας στα κείμενά της σκέφτομαι ότι η γλώσσα, η προσωπική γραφή και ο χειρισμός των θεμάτων ορίζουν την έννοια του ήθους. 

Εύη Ζερβού Καλλιακούδη