Ο αχυρώνας φλέγεται

Ο αχυρώνας φλέγεται

Εκδοσεις Κίχλη, Αθήνα 2018

Μια ιστορία ενηλικίωσης

         Διαβάζουμε το διήγημα Ο αχυρώνας φλέγεται  του Φώκνερ, ένα μικρό διαμαντάκι της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ο  Ουίλλιαμ Φώκνερ (1897-1962), κλασικός της αμερικανικής λογοτεχνίας και νομπελίστας (1949), στο σύνολο του έργου του σύνθεσε τη «μυθολογία» του αμερικανικού Νότου: παρακμή, φυλετικές διακρίσεις, φθορά, απόγνωση, οικογενειακές συγκρούσεις.  

        Αυτή η θεματική,  με τρόπο άλλοτε υπαινικτικό και άλλοτε άμεσο, αποτελεί το πλαίσιο της  κεντρικής ιστορίας, η οποία αναφέρεται στη  συμπόρευση και, ταυτόχρονα, στη συναισθηματική απόσταση των δύο ηρώων,  πατέρα και γιού.  Στο συνολικό έργο του Φώκνερ, οι κριτικοί λογοτεχνίας πρόσεξαν περισσότερο την τεχνική των κειμένων του και, νομίζω, λιγότερο τη θεματική του. 

        Ασχολήθηκαν, κυρίως, με δυο χαρακτηριστικά των έργων του. Προέβαλαν τον εσωτερικό μονόλογο των ηρώων και ύμνησαν την πολλαπλή εστίαση,  δηλ. τις οπτικές γωνίες των αφηγητών. Το τελευταίο φαίνεται ότι επέδρασε στον τρόπο γραφής της μεταπολεμικής δικής  μας πεζογραφίας. Ο  Σ. Τσίρκας  λ.γ.  στα Ημερολόγια γράφει ότι αναζήτησε για τις Ακυβέρνητες Πολιτείες ( 1960-1965 ) τεχνικές στη γραφή του Φώκνερ. Το πολύπλοκο σύστημα εστιάσεων στην τριλογία του θυμίζει τη γραφή του αμερικανού  συγγραφέα.

         Ο αχυρώνας φλέγεται του Φώκνερ εκδόθηκε το 1939 στην Αμερική. Πολύ αργά, μόλις λίγους μήνες πριν, τον Μάρτιο του 2018, κυκλοφόρησε στα Ελληνικά μεταφρασμένο από τον Γ. Παλαβό, από τις εκδόσεις Κίχλη. Παρακολουθούμε μια ιδιότυπη πάλη πατέρα, του Άμπνερ, και γιού, του Σάρτυ. Στην ουσία διαβάζουμε μια ιστορία ενηλικίωσης. Το θέμα είναι διαχρονικό, έχουν γραφτεί άπειρες λογοτεχνικές  σελίδες και, συχνά,  δεν λείπει ο ρεαλισμός και η σκληρότητα στην πραγμάτευσή του. 

       Ένα δεκάχρονο μικρόσωμο αγόρι, κάποια χρόνια μετά τον αμερικάνικο εμφύλιο,  θα μπορούσε να ζει ευτυχισμένο, ελεύθερο και χαρούμενο σε κάποια πόλη ή στις απέραντες εκτάσεις του αμερικάνικου Νότου. Θα μπορούσε να καβαλικεύει το άλογο, να παίζει με τους συνομηλίκους του, να κάνει σκανταλιές και να ζει περιπέτειες,  όπως ο Τομ Σόγιερ.   

         Ο Σάρτυ, όμως, είναι ένα αγόρι  χωρίς παιδική ηλικία. Υφίσταται όλη την πίεση της εξαθλιωμένης ζωής και ενσωματώνει στο είναι του την επιθετικότητα της πατρικής φιγούρας. Και όμως, προσδοκά τη γαλήνη και τη χαρά. Το μαθαίνουμε, καθώς διαβάζουμε αυτά που   «σκέφτεται βουβά». Αφουγκραζόμαστε τον εσωτερικό μονόλογο του αγοριού. «Η μαγεία της γαλήνης και της αξιοπρέπειας κατακλύζει ακόμα και τους αχυρώνες και τον στάβλο και τις αποθήκες …». (σελ.27)

        Αν και είναι ο πιο μικρός της οικογένειας, έχει συνειδητοποιήσει ότι μια ζωή θα είναι όλοι τους περιπλανώμενοι. Θα φορτώνουν στο παλιό κάρο το βιος τους, το «σαραβαλιασμένο φούρνο, τα ξεχαρβαλωμένα κρεβάτια και τις καρέκλες, … μια ξεχαρβαλωμένη λάμπα πετρελαίου, μια ξεδοντιασμένη σκούπα» και θα διανυκτερεύουν στα δάση ανάβοντας μια αναιμική φωτιά, μέχρι να φτάσουν σε ένα καλύβι.    

         Ο μικρός απορροφά τα δύσκολα συναισθήματα που τον κατακλύζουν και προέρχονται από τις επιλογές του γονιού. Περνάει ένα σωρό εσωτερικές δοκιμασίες κοντά στον πατέρα  και εξαιτίας του πατέρα. Παρακολουθεί ακόμη και τις δικαστικές εμπλοκές του.  Θλίβεται, φοβάται  και αγωνιά. 

       Όταν αιφνιδιαστικά αποπειρώνται να τον καλέσουν, αυτό,  το ξυπόλητο μικρόσωμο αγόρι με «μάτια γκρίζα και άγρια όπως τα σύννεφα που έρπουν στον ανταριασμένο ουρανό» να καταθέσει ως  μάρτυρας στην υπόθεση του πατέρα, χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του. Συνθλίβεται συναισθηματικά. Ξέρει την αλήθεια. Ξέρει την ενοχή του πατέρα. Να ομολογήσει την αλήθεια χάρη της δικαιοσύνης ή να  πει ψέματα χάρη των δεσμών αίματος; Τι να επιλέξει; «Θέλει (ο πατέρας) να πω ψέματα. … Και πρέπει να πω». 

        Ο εσωτερικός διχασμός,  τον αναστατώνει. Κλυδωνίζεται, δοκιμάζεται. Ο φόβος κατατρώει τα σωθικά. Εναλλάσσονται εντός του αισθήματα απελπισίας, οδύνης, απόγνωσης. Θα υπηρετήσει, άραγε, το πατρικό δόγμα «το ίδιο αίμα, … οι ίδιοι εχθροί»; 

        Ο πατέρας του, ο  Άμπνερ,  μηχανεύεται τρόπους για να προκαλέσει το κοινό αίσθημα, καθώς, εγκλωβισμένος στην κοινωνικοοικονομική του θέση,- μισθωτός εργάτης γης,- είναι οργισμένος με όλους και με όλα. Το χάσμα ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις,  στα μάτια του, μοιάζει αγεφύρωτο. Μισεί τους μαύρους, μισεί και φθονεί τους εύπορους λευκούς ιδιοκτήτες της γης, νιώθει οργή για όλο τον κόσμο, διαλύει οτιδήποτε ανήκει στον άλλον. Σκοτώνει, ακόμη και την ευαισθησία του Σάρτυ. Το μίσος του είναι τυφλό. Τον οδηγεί σε πράξεις προμελετημένης βίας, που, βέβαια, δεν μένουν αναπάντητες. 

       Έτσι τον απομακρύνουν από την πόλη, τον διώχνουν από το αγρόκτημα, του στερούν τη δουλειά. Εκείνος, όμως, πάντα θυμωμένος και μισοάγριος «σαν λύκος»,  «απηγριωμένος»,  συνεχίζει αμετανόητος να ακολουθεί τον ίδιο φαύλο κύκλο, μια ζωή χωρίς διέξοδο. Τι τον νοιάζει για το φόβο, την ανασφάλεια και την απόγνωση που προκαλεί στην οικογένειά του;

         Ο μικρός,  ωστόσο, τον αγαπά και αγωνίζεται να διασώσει έναν ξοφλημένο πατέρα. Ελπίζει ότι αυτός ο άνθρωπος μπορεί να αλλάξει, «να ξεφύγει μια για πάντα απ’ τον παλιό του εαυτό». Θέλοντας να τον υπερασπιστεί, παλεύει με έναν «μιάμιση φορά» ψηλότερο, πέφτει στο χώμα, χτυπάει το κεφάλι του, ματώνει.

        Ο Φώκνερ είναι αριστοτέχνης στην απόδοση λεπτών συναισθηματικών αποχρώσεων. Η ματιά του διεισδυτική. Σκιαγραφούνται μοναδικά ο εριστικός Άμπνερ, ο σπαραχτικός  Σάρτυ, η αδύναμη μητέρα, ο νωχελικός αδελφός, ο ήπιος δικαστής  και όλοι οι άλλοι. Και όμως δεν γράφονται πολλά. Διαφαίνονται, ωστόσο, πολλά. Αυτό το πλέγμα διακλαδώσεων, συνδέσεων, συνειρμών και σιωπών συνθέτει ένα κείμενο πολύ δυνατό.    

       Ο Σάρτυ, αυτό το δεκάχρονο παιδάκι, είναι φτιαγμένο από άλλη στόφα. Μπορεί να ονειρεύεται όμορφες μέρες. Πληγώνεται από τις πατρικές συμπεριφορές. Επαναστατεί με το άδικο. Υποφέρει μέσα στον πατρικό κλοιό. Έχει μια άλλη ηθική, που σαν ένστικτο οδηγεί τα βήματά του. 

         Επιλέγει τη φυγή. Τρέχει ασθμαίνοντας, διασχίζει το δρόμο, φτάνει στην κορυφή του λόφου, κατηφορίζει προς το δάσος. «Δεν γύρισε να κοιτάξει πίσω του». Αποχωρεί οριστικά από την πατρική στέγη, την ώρα που φουντώνει η πυρκαγιά. Το αγόρι χαράσσει τη δική του πορεία. Έχει συντροφιά «το κελαρυστό, μελωδικό τραγούδι των πουλιών»,  διαβάζουμε στο  μεστό, καλοδομημένο κείμενο μικρής φόρμας του Ουίλλιαμ Φώκνερ, που μπορεί να διαβαστεί από αναγνωστικό κοινό και ενηλίκων και εφήβων.

       Το τέλος είναι καθαρτήριο για τον μικρό ήρωα, πραϋντικό για τον αναγνώστη και αισιόδοξο για κάθε καινούργια γενιά που επιχειρεί να ξεπεράσει ό,τι σαθρό την πληγώνει.  

                         Εύη Ζερβού Καλλιακούδη