Προσδοκία ενός ξεκινήματος

Η ξένη χώρα που κατοικούμε, όπως και η γενέθλια χώρα που εγκαταλείψαμε, χρωματίζονται από τη ματιά μας και προσδιορίζονται από το ένστικτό μας. Η σχέση μαζί τους υπερβαίνει το λογικό, το κανονικό και το σύνηθες. Ανατρέπει εντελώς το αναμενόμενο. Η σχέση με τα τοπία της ζωής μας είναι υπόθεση βαθιά προσωπική, όπως, ίσως, είναι και η σχέση μας με τους ανθρώπους. Αυτό συνειδητοποιούμε διαβάζοντας το βιβλίο Walkabout, Προσδοκία ενός ξεκινήματος του Τάκη Κατσαμπάνη. Ο συγγραφέας που είναι φιλόλογος, έζησε τέσσερα χρόνια στην Αυστραλία και αυτό είναι το πρώτο του δημοσιευμένο έργο.
Ο συγγραφέας – αφηγητής δηλώνει φυγάς. Τι μπορεί να έχει στις αποσκευές του ένας ταξιδιώτης-φυγάς; Αποδεικνύεται ότι κουβαλάει όλο το είναι του, το πνεύμα του, τη μνήμη του, την αίσθηση της ιστορίας του, το δεσμό με τη γλώσσα του, την οικειότητα με τη λογοτεχνία, τις συνδέσεις με το παρελθόν.
Ένας παράξενος αέρας φυσάει σε κάθε σελίδα του βιβλίου, περνάει από σελίδα σε σελίδα και αγγίζει το πρόσωπο του αναγνώστη, αφού πρώτα έχει μυστικά και ανελέητα στροβιλίσει τον αφηγητή στην άκρη εκείνης της γης. Γιατί ένας Έλληνας, ο αφηγητής, πριν, ακόμη, από την οικονομική κρίση, αφήνει την πατρίδα του για να πάει στην Αυστραλία; Τι θέλει να ανακαλύψει; Με ποιους θέλει να συναντηθεί; Έχει ήδη διαβάσει και έχει αγαπήσει Τα μονοπάτια των τραγουδιών (1987) του Μπρους Τσάτουιν, του διανοούμενου περιπλανώμενου ταξιδευτή, που σκύβοντας στα τραγούδια των Αβορίγινων έγραψε ότι ζυμώθηκαν με τους κοινούς μύθους και με τις προσωπικές ιστορίες. Μήπως και ο συγγραφέας νιώθει ότι εντός του εκβάλλει η συλλογική ιστορία του τόπου του, καθώς διασταυρώνεται με την ατομική του διαδρομή;
Απέραντες θάλασσες, ποτάμια που πλημμυρίζουν και «ποταμάκια ήσυχα», βουνά με πυκνά δάση, αμμόλοφοι, τροπικές καταιγίδες, ένα «αδιαπέραστο βροχοδάσος», μυτεροί λόφοι, «υπολείμματα ηφαιστιογενή», παράξενες κοινότητες με ξύλινα σπίτια, κρυμμένες μέσα σε δάση, το όρος Ουλουρού και η ανατολή, το Σίδνεϊ σαν «κρύα ερωμένη» είναι η ψηφιδωτή τοπιογραφία στην καινούργια χώρα. Ο Τάκης Κατσαμπάνης πειραματίζεται με τις εικόνες του τόπου. Σμιλεύει, και ταυτόχρονα, αποσυναρμολογεί ένα ψηφιδωτό αχανές και απεριόριστο, με χρώματα γήινα και, τις περισσότερες φορές, θαμπά.
Οι αυτόχθονες και οι άποικοι, οι «γεροδεμένες και ανεξάρτητες γυναίκες», οι φυγάδες, οι χίππιδες, οι Άγγλοι απόκληροι, η “χαμένη γενιά” των αυτόχθονων Αβορίγινων, ο Ρόμπερτ , ένας «από τα τελευταία θύματα της κλεμμένης γενιάς», ο Μπομπ Ράνταλ, «φύλακας … του ιερού, κόκκινου βράχου», ο Ρικ, «Αυστραλός με σισιλιάνικο αίμα», επιτυχημένος με επιχείρηση και φάρμα, ο Βρας (ο Βρασίδας Καραλής), πανεπιστημιακός και συγγραφέας, ο Λημνιός συμπατριώτης, «σύγχρονος ήρωας του Μπέκετ», οι καρκινοπαθείς που συνεργάζονται σε μια ψυχοκοινωνιολογική έρευνα, οι άνθρωποι το βράδυ στις κουζίνες τους, έτσι όπως συνδέονται (;) με τον αφηγητή ή, καλύτερα, έτσι όπως ο αφηγητής αποπειράται να σχετιστεί μαζί τους, μεταφέρουν στον αναγνώστη μια παράξενη ακαθόριστη αίσθηση. Η ατμόσφαιρα ξεχειλίζει από μια υφέρπουσα προσδοκία, που ουδέποτε ολοκληρώνεται, καθώς αδιόρατα υπονομεύεται. «(Οι καλεσμένοι) μού φάνηκαν ξένοι, καθαροί, ελαφρείς, αμοιβαία αδιάφοροι»… Και αλλού: «Τώρα κουβαλούσα το σακίδιό μου χωρίς διδασκαλία, έβγαινα έξω και δεν πήγαινα σε μαθητές. Πώς να συστηθώ; … Δεν είχα από πού να πιαστώ …δεν είχα μιλήσει σε άνθρωπο όλη μέρα …».
Η περιπλάνηση (walkabout) στην ξένη γη φαίνεται ότι σταδιακά μετατρέπεται σε μια εσωτερική διαδρομή, που μοιάζει με μια εσωτερική δοκιμασία. Σαν υπαρξιακό ταξίδι ζωής, την αντιμετωπίζει ο συγγραφέας. Σαν ταξίδι μετάβασης στην προσωπική ωρίμαση, σαν ταξίδι συνειδητοποίησης προσωπικών επιλογών, που τον οδηγούν στη συνάντηση με τις βαθύτερες στιβάδες του εαυτού του και της ιστορίας του. Άλλωστε οι αγιογραφίες του Ρουμπλιόφ και του Θεοφάνη αποτελούν «τα δικά μου (του) τοτέμ». (σελ.31)
Είναι μια ευκαιρία να αναμετρηθεί εκεί, μακριά, ο Τ.Κ. με τη μητρική γλώσσα, με την ταυτότητά του, με τις ανελαστικές εσωτερικές πτυχές του εαυτού του. Αυτός ο ταξιδιώτης, που πάντα είναι ο εαυτός του, που ποτέ δεν γίνεται «αλλότριος», πόσες δυνατότητες έχει για ενσωμάτωση στην καινούργια γη; Ο ταξιδιώτης αυτής της ποιότητας, που απέχει πολύ από την έννοια του πλάνητα (flaneur), απομακρύνει την εκδοχή ενός στοιχειώδους εσωτερικού συμβιβασμού, που θα επέτρεπε την προσαρμογή στην «τυχερή χώρα». Δεν αποφασίζει, δεν μπορεί ή δεν θέλει να διαρρήξει τους δεσμούς με τη δική του ιστορία, που ταυτίζεται με το παρελθόν του; Κι όμως, ο αναγνώστης σπάνια θα διακρίνει νοσταλγία για τον γενέθλιο τόπο. Είναι βαθύτερα ριζωμένη η σχέση αφηγητή – τόπου, γι΄αυτό, άλλωστε, η περιπλάνηση (walkabout) μετατρέπεται σε προσωπική αναζήτηση του εαυτού.
Κι όταν αποφάσισε να γυρίσει πίσω άκουγε την ίδια κουβέντα: «Μα πώς θα ζήσεις εκεί; Ο τόπος γέννησης ρημάζει». (σελ. 133) Πού να καταλάβουν όσοι «ζούνε χωρίς βαρβάρους, …(όσοι) είναι ευχαριστημένοι με την ποιότητα (της χώρας): ανοιχτοί χώροι, πράσινο, απέραντος ουρανός, ομοιόμορφη βλάστηση» (σελ. 12) ότι εκτός από τις μετρήσιμες βεβαιότητες υπάρχουν κι άλλα ζητούμενα.
Ο τίτλος του βιβλίου, φαινομενικά, αθώος. Στην ουσία είναι ένας τίτλος προεξαγγελτικός, που μας προετοιμάζει όχι μόνο για την οδοιπορία ενός ταξιδευτή, αλλά, κυρίως, για ένα εσωτερικό ταξίδι, που είναι αναπόφευκτο, μια και οι «αποσκευές» του συγγραφέα – αφηγητή έχουν βάρος και ουσία.
Δεν είναι, επομένως, τόσο αθώος ο τίτλος του βιβλίου, όσο φαινόταν αρχικά. Ο όρος walkabout παραπέμπει στην ύψιστη τελετή μύησης των αυτόχθονων πληθυσμών. Τα αγόρια τους έπρεπε να περιπλανηθούν για ένα διάστημα, από τριάντα μέρες μέχρι έξι μήνες, μόνα τους στη φύση και να επιβιώσουν, προκειμένου να κατακτήσουν τον ανδρικό ρόλο. Ο συγγραφέας έφυγε μόνος, περιπλανήθηκε και εκτέθηκε σε καινούργιες συνθήκες, χωρίς να χάσει το βαθύτερο υπόστρωμά του. Δοκιμάζει τις αντοχές του: «Κουβαλάω μια τάση για εμβάθυνση που δεν αντανακλάται πουθενά εδώ». (σελ.12) Διαλέγεται με τον εαυτό του και διερωτάται: « Πώς μπορώ να λειτουργήσω σε ένα μέρος όπου τίποτα δεν ευνοεί την καλλιέργεια, ένα μέρος δοκιμασία για την ψυχή; Ένα μέρος τόσο αταίριαστο και τόσο αδιάφορο, χωρίς παρελθόν για μένα, που με κάνει άγριο, αλλεργικό, μανικό». (σελ.14) Κατανοεί την κατάστασή του και την αποδέχεται: « Έχω ζήσει μέσα στην Ιστορία (της χώρας μου). Να απαρνηθώ ότι είμαι παιδί της μεταπολίτευσης, της Μεσογείου, του ήλιου και της θάλασσας, της γυφτιάς και της καπατσοσύνης»; (σελ.77) Σταδιακά οδηγείται στην ωρίμαση, εκεί, στο μακρινό τόπο. Επιλέγει τη συνειδητότητα στη ζωή, όχι απλώς την επιβίωση. «… Φοβόμουν μήπως κόψω κι αυτό το ελάχιστο (τον δεσμό της μνήμης) και αιωρούμαι διαρκώς» (σελ. 130)
Το βιβλίο δεν είναι εύκολο να το εντάξεις ειδολογικά. Ο τρόπος γραφής είναι ιδιαίτερος κι αυτός είναι ένας ακόμη λόγος που κάνει το κείμενο ενδιαφέρον. Θα μπορούσε, ίσως να χαρακτηριστεί, αν ήταν απαραίτητο, νουβέλα.
Με σπονδυλωτό τρόπο, σε μικρά κεφάλαια ξεδιπλώνεται το οδοιπορικό στην Αυστραλία. Διαβάζουμε κείμενα ημερολογιακής γραφής και εξομολογητικού ύφους. Διαβάζουμε, ακόμη, ένα οδοιπορικό, που όσο κι αν φαίνεται γεωγραφικό στην ουσία είναι αυτοπροσωπογραφικό. Τα ημερολόγια εναλλάσσονται με την αφήγηση, που διακόπτεται από στίχους, που γίνονται σημεία αναφοράς, καθώς υπογραμμίζουν τα αισθήματα του αφηγητή. Ακούμε τη φωνή του δικού μας Χριστιανόπουλου, του Αυστραλού Μάικ Ντράσφιντ, του Άγγλου Ο. Χ. Ώντεν, του ίδιου του συγγραφέα.
Ο τίτλος, η χώρα με τη διπλή κουλτούρα, των αυτόχθονων και των αποίκων, και οι εικόνες-τοπία του βιβλίου αποτελούν νήματα που θυμίζουν με τον τρόπο τους την ομώνυμη ταινία του 1971 σε σκηνοθεσία του Nicolas Roeg. Μια περιπλάνηση που οδηγεί σε εσωτερικές αναζητήσεις, οδυνηρές και λιγότερο οδυνηρές, σε μεταμορφώσεις και συνειδητοποιήσεις πόσο, άραγε, μάς συνδέει με τον αρχέγονο μύθο μας, το ταξίδι του Οδυσσέα, στην εσωτερικότερη υπαρξιακή του εκδοχή;
Εύη Ζερβού Καλλιακούδη