ΜΠΙΛΙΑΡΔΟ ΣΤΙΣ ΕΝΝΙΑΜΙΣΙ του Χάινριχ Μπελ, μτφρ. Μ. Ζαχαριάδου, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2018

Ο Χάινριχ Μπελ (1917-1985), ο σπουδαίος γερμανός λογοτέχνης,  (Νόμπελ 1972),  γράφει ένα αριστουργηματικό κείμενο  για απαιτητικούς αναγνώστες.  Το μυθιστόρημα  Μπιλιάρδο στις εννιάμισι εκδόθηκε το 1959 στη Γερμανία και μεταφράστηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά το 1974 από τον Γιάννη Λάμψα (εκδ. Ζάρβανος). Τον Οκτώβριο του 2018,  κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, σε μετάφραση της  Μαργαρίτας  Ζαχαριάδου.  Στις τελευταίες 50 σελίδες, διαβάζουμε ένα εξαιρετικό επίμετρο του  Γιάννη Πάγκαλου, που επικεντρώνεται  στο ευρύτερο θέμα της ιστορικής μνήμης και της διαχείρισής  της  στη μεταπολεμική γερμανική λογοτεχνία.   

                                                                                                                                   Το ελληνικό αναγνωστικό κοινό γνώρισε για πρώτη φορά  το έργο του σπουδαίου συγγραφέα τη δεκαετία του  ΄70 (Ομαδικό πορτρέτο με μια κυρία, Ζάρβανος, 1972 – Μπιλιάρδο στις εννιάμισι ,  Ζάρβανος, 1974, ). Αργότερα,  τη δεκαετία του ΄80,  μεταφράστηκε  Η χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ  ( Γράμματα, 1985). 

Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα, όπως και σε πολλά ακόμη λογοτεχνικά και δοκιμιακά κείμενά του, ο Μπελ ασκεί βαθιά και τολμηρή κριτική στην προπολεμική και μεταπολεμική  γερμανική κοινωνία. Είναι  ένας στρατευμένος  διανοούμενος  συγγραφέας,  όχι  μόνο με τα γραπτά του, αλλά και με τη ζωή του. Η προσωπική του διαδρομή δείχνει το δρόμο των λογοτεχνικών του  επιλογών. Καταπιάνεται πάντα με δυσχερή θέματα που έχουν σχέση με το γερμανικό παρελθόν και τις συνέπειές του. Τα ερμηνεύει με τολμηρή  ειλικρίνεια και βαθιά διεισδυτικότητα. Αν ο Μπρεχτ ανήκει στη γενιά της διαμαρτυρίας και ο Γκρας στη λεγόμενη κουλτούρα της ενοχής, θα λέγαμε  ότι ο Μπελ ανήκει στη γενιά του αναστοχασμού, καθώς επαναξιολογεί τα δεδομένα του παρελθόντος.

Όταν γράφει το Μπιλιάρδο στις εννιάμισι, είναι βαθιά πληγωμένος και θυμωμένος. Εντός του κουβαλάει  μνήμες και εικόνες του γερμανικού ναζισμού,  που αποτελούν το πλαίσιο της ιστορίας του. Γράφει και ταυτόχρονα  σπαράσσεται από μια αλλόφρονα απελπισία, καθώς διαπιστώνει ότι και μετά την πτώση του ναζισμού οι ίδιοι άνθρωποι, «οι βούβαλοι», όπως τους ονομάζει, είναι πάντα παρόντες. Βρίσκονται στις ίδιες νευραλγικές θέσεις.  Την ίδια εποχή, «οι αμνοί», θύματα και καταδιωγμένοι, ζουν χωρίς  προσδοκίες,  χωρίς  γαλήνη, χωρίς αγωνίες. Τα συναισθήματά τους, σχεδόν, έχουν στερέψει. Η μνήμη τους και ολόκληρη η ζωή τους φέρει το επώδυνο αποτύπωμα του παρελθόντος. Το συναισθηματικό φορτίο του Μπελ, που μεταδίδεται και στον αναγνώστη,  ανιχνεύεται στον τρόπο γραφής του. Διαβάζουμε λέξεις και βλέπουμε εικόνες που πάλλονται. Ακούμε τη «σπασμένη» φωνή των αφηγητών, παρακολουθούμε τη ζωή τους, και παρόλο που φορούν ένα άψογο, ατσαλάκωτο και συγκρατημένο προσωπείο (Ρόμπερτ), νιώθουμε ότι ματώνουν σιωπηλά.

  Το παρόν του μυθιστορήματος, που  είναι η 5η Σεπτεμβρίου του 1958,  ημέρα γενεθλίων του Χάινριχ, του παππού της οικογένειας Φαίμελ, κρύβει ένα φορτισμένο τραυματικό παρελθόν. Σε έναν κόσμο που φαίνεται ότι όλοι έχουν ξεχάσει, σε έναν κόσμο που την εξουσία εξακολουθούν να την έχουν οι παλιοί ναζί με καινούργιο πρόσωπο (Μ. Βακίρα, Νέτλινγκερ),  ο Χ. Μπελ και οι ήρωές του δεν μπορούν και δεν θέλουν να ξεχάσουν.

 «Εκείνο το πρωί, ήταν η πρώτη φορά που ο Φαίμελ τής μίλησε αγενώς, σχεδόν άγρια. …Σαν να της είχε προσφέρει  Η2Ο αντί για νερό. …               –  Βγάλτε, παρακαλώ … την κόκκινη καρτούλα που σας είχα δώσει πριν από τέσσερα χρόνια. … Κι εκείνη, με τρεμάμενη φωνή, διάβασε: Διαθέσιμος οποιαδήποτε στιγμή για τη μητέρα μου, τον πατέρα μου, την κόρη μου, τον γιο μου και τον κύριο Σρέλλα,  και για κανέναν άλλο».

Έτσι αρχίζει το  συνταρακτικό  Μπιλιάρδο στις εννιάμισι. Από τις πρώτες γραμμές,  ο  Χ. Μπελ παρουσιάζει στον αναγνώστη τα βασικά πρόσωπα μιας  οδυνηρής ιστορίας, που απλώνεται σε τρεις γενιές: προπολεμική, ναζιστική και  μεταπολεμική. Αντίστοιχα, εκπρόσωποι της πρώτης γενιάς είναι ο  παππούς Χάινριχ  και η γιαγιά Γιοχάνα, στη συνέχεια ο  πατέρας Ρόμπερτ, και, τέλος, τα παιδιά του, ο Γιόζεφ  και η  Ρουθ.  Πρόκειται για την  οικογένεια των μηχανικών – αρχιτεκτόνων Φαίμελ, που ζει στη Ρηνανία.

 Προπολεμικά, ο ογδοντάχρονος πια  πατέρας και παππούς, ο Χάϊνριχ,  έχτισε το αβαείο  του Αγίου Αντωνίου, θρησκευτικό, κοινωνικό  και πολιτικό σύμβολο της πόλης. Ο Ρούντολφ, ο γιος του, το ανατίναξε την τελευταία χρονιά του πολέμου. Όχι , βέβαια, για να μην πέσει στα χέρια των συμμάχων.

Πράξη οργής για τις απώλειες και διάβημα τιμητικής μνήμης  για τα αθώα θύματα του ναζισμού,  αποτελεί η ανατίναξη. Τα περήφανα κτίσματα, που κρύβουν όλη την υποκρισία και την απανθρωπιά της εποχής, σωριάζονται.  Ο Ρόμπερτ  αναλαμβάνει σιωπηρά αυτό το   καθήκον,  επιλέγοντας να προσφέρει στους θύτες «την τίσιν», που δεν ήλθε ποτέ (βλ. σελ. 215).

 Η γιαγιά, η Γιοχάνα, μητέρα του Ρόμπερτ, είναι ένας χαρακτήρας  ευαίσθητος, ευφυής και τολμηρός. Κρίνει μεγαλοφώνως τον Κάιζερ, όταν όλοι σιωπούν. Σκίζει τα έντυπα με τα  ιμπεριαλιστικά τραγούδια που τραγουδάει ο Όττο, ο γιος της, οπαδός των ναζί, όταν οι άλλοι διστάζουν. Μοιράζει τα λιγοστά της τρόφιμα στους πεινασμένους. Έχει μια καθαρή ματιά για τα πράγματα.  Στο τέλος,  η  Γιοχάνα παίρνει μιαν απόφαση θάρρους, που, ίσως, νοηματοδοτήσει διαφορετικά το παρόν την ηρώων. Αποφασίζει να κλείσει ένα κεφάλαιο του παρελθόντος. Αναλαμβάνει ένα παράτολμο εγχείρημα  με έντονο συμβολισμό, επιδιώκοντας να δώσει τη λύση στο κουβάρι των πικρών αισθημάτων και στις τραυματικές ρωγμές, που άφησε το παρελθόν.                                                                                                                               Ο Γιόζεφ, η Ρουθ και η Μαριάνε, η αγαπημένη του Γιόζεφ,  είναι τα «παιδιά των ερειπίων», που έζησαν πολλαπλές απώλειες.  Συνδέονται με το παρελθόν με σχέσεις οδύνης και με αισθήματα φόβου.  Ο εγγονός, ο Γιόζεφ, η τρίτη γενιά αρχιτεκτόνων, μετά από μια επίπονη εσωτερική διαδρομή, αρνείται να  ανοικοδομήσει το αβαείο.                           Ο Σρέλλα, κομβικό πρόσωπο της ιστορίας, είναι συμμαθητής και φίλος του Ρόμπερτ. Ήταν έφηβος, αγνός και ήπιος, όταν  οι ναζί, καθηγητής και συμμαθητές,  ποδοπάτησαν τα όνειρά του, βασάνισαν το κορμί του, έγιναν εφιάλτης που  εξευτέλισαν τη ζωή του. Τι θα μπορούσε να κάνει μόνος του  ο Σρέλλα;                                                                                                                          Οι  πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος είναι εγκλωβισμένοι σε βιώματα και  μνήμες οδυνηρές. Όσο και να συνεχίζουν την «τακτοποιημένη» ζωή τους, ο τραυματικός απόηχος συνθλίβει. Δεν  αποπειρώνται να θεραπεύσουν τον πόνο που φωλιάζει μέσα τους. Ούτε, όμως,  αποφασίζουν να σκεπάσουν το σπαρακτικό παρελθόν με τη λήθη.

Όλη η ιστορία αποδίδεται πολυφωνικά από τους ήρωες. Ξετυλίγεται με αναδρομικές αφηγήσεις και με εσωτερικούς μονολόγους. Υπάρχει ένα σύνολο αφηγητών, που επιτρέπει ένα είδος πολλαπλής εστίασης των γεγονότων. Παράλληλα, υπάρχει ένα σύνολο εσωτερικών ακροατών, που αντιστοιχεί σε μια πολλαπλή διαφοροποιημένη πρόσληψη. Θα λέγαμε ότι οι ακροατές του μυθιστορήματος ισοδυναμούν με τους αναγνώστες του βιβλίου. Είναι σαν να φωτογραφίζουν a priori την πρόσληψη.  Σαν να αναρωτιέται ο Μπελ πώς θα γίνει κατανοητό το έργο του από τους μελλοντικούς αναγνώστες.

 Οι αφηγητές, αλλά και οι αποδέκτες της αφήγησης,  είναι άνθρωποι διαφορετικοί ως προς την ηλικία, το φύλο, την ιδιοσυγκρασία.  Ο παππούς μιλάει στην υπομονετική  Λεονόρε, τη γραμματέα του γραφείου του Ρόμπερτ.                                                                                                 Ο Ρόμπερτ απευθύνεται στον νεαρό καλοσυνάτο Χούγκο, το παιδί του ξενοδοχείου, ένα ακόμη θύμα θηριωδίας.                                                                                                            Η Γιοχάνα  έχει ακροατή τον άχρωμο θυρωρό Χούπερτς.                           .

Η συνεχής εναλλαγή των αφηγητών δυσκολεύει,  ίσως, αρχικά τον αναγνώστη να καταλάβει το πρόσωπο που αφηγείται κάθε φορά.  Ο αναγνώστης, επίσης, χρειάζεται να δουλέψει συνθετικά. Ο συγγραφέας τον καλεί να χαρτογραφήσει τη συνολική ιστορία με νόηση και με  ενόραση. Του δίνει την πρωτοβουλία  να  προχωρήσει στη σύνθεση των  επιμέρους ατομικών βιωμάτων, που εκβάλλουν στην  αφήγηση.

Η καταληκτική σκηνή είναι εξαιρετικά δυνατή και για τους ήρωες και για τους αναγνώστες. Συνδέεται με τα σπουδαία σύμβολα της πόλης.                                                                                                                         Το ημερολόγιο γράφει 5 Σεπτεμβρίου 1958. Είναι βράδυ. Ξεκινάει μια οικογενειακή γιορτή. Γιορτάζουν τα γενέθλια του παππού.  Όλα τα μέλη της οικογένειας κάθονται πάνω σε χρονολογημένες στοίβες εγγράφων, στο γραφείο των Φαίμελ. «Καθίστε ο καθένας σε μια χρονιά…», λέει ο παππούς. Μετά από λίγο λαμβάνουν ένα ογκώδες δώρο. «Ο γέρος τρόμαξε: πτώμα έφεραν;».                                                                                    Όχι, βέβαια. Πρόκειται για ένα ζαχαρένιο δημιούργημα, μια τούρτα-αναπαράσταση. Τι αναπαριστά η τεράστια τούρτα; Τι συμβολίζουν τα κομμάτια που σερβίρουν στα πιατάκια;   «Πρώτο πρώτο (ο Χάινριχ)  έκοψε τον πύργο … και έδωσε το πιατάκι στον Ρόμπερτ». Αυτή είναι η τελευταία φράση του μυθιστορήματος. Τι συμβολίζει; Απελευθέρωση από το παρελθόν; Ρήξη με τους θύτες; Τόλμη; Επούλωση τραύματος; Κάθαρση; Το τέλος είναι ανοιχτό.  Ο κάθε αναγνώστης βρίσκει τον δικό του συμβολισμό, τη δική του ερμηνεία.

Το μυθιστόρημα του στρατευμένου λογοτέχνη, όπως καταλαβαίνουμε,  ανοίγει πολύ  δύσκολα θέματα, καθώς,  αρχικά, η πρώτη μεταπολεμική γενιά των Γερμανών φαίνεται ότι είχε την τάση, αν όχι να καλύπτει, οπωσδήποτε να περιορίζει  τα ίχνη της πρόσφατης ιστορίας της. Σκέπαζε με μερική σιωπή ή ομολογούσε επιλεκτικά την ενοχή τού ναζιστικού παρελθόντος.  Η απώθηση και η αποσιώπηση, κατά κάποιον τρόπο,  κυριαρχούσαν στη ζωή και εν μέρει στη λογοτεχνία.

Ο συγγραφέας, όμως, δέκα σχεδόν χρόνια πριν από τον Μάη του ΄68 στη Γερμανία, όπου για πρώτη φορά ακούστηκε ξεκάθαρα από την  τότε νέα γενιά  το σύνθημα  Väter –  Täter  (Πατέρες-Δολοφόνοι), ανοίγει έναν  άλλον δρόμο. Γράφει σε όλους τους τόνους, σχεδόν κραυγάζει με την πένα του, ότι  η μνήμη προσδιορίζει τη σχέση τού ανθρώπου με την ίδια την οντότητά του. Η θρυμματισμένη μνήμη  διαμορφώνει  τη σχέση των  μυθιστορηματικών ηρώων, αλλά και των αναγνωστών,  με το  παρόν και το μέλλον τους.

Εύη Ζερβού Καλλιακούδη