1821 Επανάσταση της Σοφίας Ζαραμπούκα, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2020
Προτείνεται ένας καινούργιος τρόπος ανάγνωσης της ιστορίας του αγώνα του 1821. Με αυτό το βιβλίο της, η Σοφίας Ζαραμπούκα απευθύνεται σε μικρούς και μεγάλους αναγνώστες, σε όλη την οικογένεια. Ένα τεράστιο ιστορικό υλικό, που ξεκινάει από την προεπαναστατική Ελλάδα και σταματάει στο Σύνταγμα του 1848, κατανέμεται σε πολύ μικρά ανεξάρτητα κεφάλαια και παρουσιάζεται με τη μορφή ιστορικών στιγμών. Η συγγραφέας κατορθώνει να δαμάσει όλη την ιστορία του αγώνα, με τις θετικές και τις αρνητικές πτυχές, με τα πολεμικά και πολιτικά γεγονότα, με τους ήρωες και τη δράση τους, μετουσιώνοντας τα γεγονότα σε στιγμές.
Η αφήγηση, εστιασμένη στα μεγάλα γεγονότα, απελευθερωμένη από χρονική σειρά, αγκαλιάζει σχεδόν όλους τους ανθρώπους της επανάστασης, τους κλέφτες, τους οπλαρχηγούς και τους καπεταναίους, τους φιλικούς, τους Έλληνες της διασποράς, τους εκπροσώπους του διαφωτισμού, τους φιλέλληνες. Παρακολουθούμε, όπως είναι αναμενόμενο λόγω του είδους και του σκοπού του βιβλίου, ιστορία για όλη την οικογένεια, μια κλασική, παραδοσιακή και μετρημένη προσέγγιση της Επανάστασης.
Αλλά το πιο ενδιαφέρον στο βιβλίο δεν είναι το κείμενο. Το μεγάλο πλεονέκτημά του είναι η εικονογράφηση, που μετατρέπεται σε μια δεύτερη αφήγηση, δίπλα στην αφήγηση του κειμένου. Μέλημα της συγγραφέως-εικονογράφου να οπτικοποιήσει την ιστορία του αγώνα, ώστε ο αναγνώστης, παράλληλα με το κείμενο, να διαβάζει μια γοητευτική εικαστική ιστορία. Σε μια ανάγνωση της Επανάστασης με διαφορετικό τρόπο , μας προσκαλεί η Σ. Ζαραμπούκα.
Φωτεινά χρώματα, ψυχρά, θερμά και γαιώδη σε ποικίλες αποχρώσεις αποκτούν φωνή και αφηγούνται με τον δικό τους τρόπο την ιστορία του 1821. Υπενθυμίζουν ακόμη σταθμούς της ελληνικής, κυρίως, ζωγραφικής. Αυτή η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και απροσδόκητη συνύπαρξη των δύο στοιχείων, της εθνικής ιστορίας αλλά και της ιστορίας της ζωγραφικής μας κατά τον 19ο αιώνα, αποτυπώνεται με επιτυχία και με πρωτόγνωρη ευρηματικότητα.
Η εικονογράφηση συχνά υπερβαίνει το κείμενο. Ενώ στην κειμενική αφήγηση λ.χ. λείπει ο θρύλος της Αγίας Λαύρας, στην εικαστική πρωταγωνιστεί, καθώς ο συλλογικός μύθος που έχει διαμορφωθεί για το θέμα αυτό παραμένει ισχυρός. Η σύνθεση Το Λάβαρο της Αγ. Λαύρας και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός του Θ. Βρυζάκη (1814-1878), εκπρόσωπο της Σχολής του Μονάχου, τροφοδοτεί την έμπνευση της Σ. Ζ. και καλεί τον ενήλικο αναγνώστη να παρακολουθήσει τον διάλογο ανάμεσα στην εικονογράφηση του βιβλίου και τον γνωστό πίνακα ζωγραφικής.
Η εικονογράφος με μεγάλη ακρίβεια αποτυπώνει τα πεδία των μαχών, σαν να ακολουθεί τα αχνάρια του αυτοδίδακτου ζωγράφου Π. Ζωγράφου (γενν. 1800), που αφού πρώτα επισκεπτόταν τους τόπους, χαρτογραφούσε, προσπαθώντας να συγχωνεύσει στον ίδιο πίνακα πρόσωπα και διαδοχικά γεγονότα, με την καθοδήγηση πάντα του Μακρυγιάννη.
Χωρίς να χάνει την αυτοτέλειά της η Σοφία Ζαραμπούκα, δημιουργώντας με τον τρόπο τού Π. Ζωγράφου στο έργο Η Πολιορκία των Αθηνών, συναιρεί στη δική της εικονογράφηση πολλές φάσεις από τον αγώνα στην Αττική. (Αναφέρομαι στην ενότητα Ακρόπολη. Στο βιβλίο δεν υπάρχει αρίθμηση σελίδων).
Σε ένα δισέλιδο απαθανατίζονται η πολιορκία της Ακρόπολης, η μάχη «στην πεδιάδα μεταξύ Ακρόπολης και Φαλήρου», ενώ ταυτόχρονα παρουσιάζονται τα παλληκάρια που πολέμησαν, το στρατηγικό σχέδιο και το πορτρέτο του Γ. Καραϊσκάκη.
Τον πίνακα του ίδιου ζωγράφου με τίτλο Ναυμαχίαι γενικαί των Ελλήνων επιλέγει ως πρότυπο η Σ. Ζ. για τη δημιουργική αναπαράσταση της ναυμαχίας στο Ναβαρίνο. Οι φόρμες και τα χρώματα των πλοίων παραπέμπουν, επίσης, στον λαϊκό μας ζωγράφο.
Για να κατανοήσει ο αναγνώστης με ποιον τρόπο η δημιουργός αναπαριστά το φυσικό τοπίο, ας προσέξει τα λόγια της: «Στα τοπία της πατρίδας μας σταματώ, κοιτάζω και αναγνωρίζω τα μέρη που δόθηκαν οι μάχες και γράφτηκε η ιστορία της νεότερης Ελλάδας».
Διαλέγεται γόνιμα με το έργο του Επτανήσιου δυτικότροπου ζωγράφου Δ. Τσόκου (1820-1868), που σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βενετίας, για τη συγκλονιστική σκηνή του όρκου των Φιλικών, καθώς διατηρεί τη στάση, τον αριθμό και τις ιδιότητες των προσώπων. Για την ευρύτατη σύνθεση με τη μορφή του Ρήγα έχει πιθανόν ως αφετηρία τον πίνακα Ρήγας και Κοραής του Θεόφιλου (1870-1934). Στο βάθος και των δυο έργων δεσπόζουν αρχαιοελληνικά στοιχεία (άγαλμα Αθηνάς, κίονες).
Φιλοτεχνεί τα πορτρέτα των προσώπων, αντλώντας από την πινακοθήκη προσωπογραφιών του Karl Krazeisen (1794-1878), του φιλέλληνα Βαυαρού αξιωματικού, ο οποίος εκ του φυσικού είχε ζωγραφίσει τα πορτρέτα όσων ηρώων είχε ο ίδιος συναντήσει. Η δουλειά του έχει επηρεάσει όλη την μεταγενέστερη ζωγραφική παραγωγή προσωπογραφιών των αγωνιστών. Είναι οι μορφές έτσι όπως τις ξέρουμε από τις σχολικές αφίσες, τα βιβλία των μαθητικών χρόνων και τους ιστορικούς τόμους. Αυτή την παράδοση σεβάστηκε η εικονογράφος μας.
Και στα έργα του Γερμανού ζωγράφου Peter von Hess (1792-1871), ο οποίος συνόδευσε τον Όθωνα στην Ελλάδα με σκοπό να αναπαραστήσει σκηνές από την ελληνική επανάσταση, κατ’ εντολή του Λουδοβίκου της Βαυαρίας, έχει σκύψει η Σ. Ζαραμπούκα. Τη δική του εξιδανικευτική ματιά ακολουθεί στον πίνακα με θέμα τον Ιερό λόχο.
Σε όλο αυτό το πολυσυλλεκτικό και συχνά ανομοιογενές υλικό, η δημιουργός βάζει την έντονη προσωπική της καλλιτεχνική σφραγίδα και, διεγείροντας την όραση, τη μνήμη και το συναισθηματικό κόσμο τού αναγνώστη, άλλοτε υπενθυμίζει και άλλοτε μυεί στην ιστορία του αγώνα και, ταυτόχρονα, σε ένα είδος ιστορίας της ζωγραφικής. Άλλωστε είναι μακρά η διαδρομή της στο χώρο της ζωγραφικής. Συμπορεύτηκε με τον Γ. Τσαρούχη (1910-1985), που υπήρξε και δάσκαλός της, και διασταυρώθηκε με τον χαράκτη Τάσσο (1914-1985).
Ξεφυλλίζουμε τις σελίδες του βιβλίου και έχουμε την αίσθηση ότι κρατάμε στα χέρια μας ένα πολύτιμο και συλλεκτικό πρόγραμμα θεατρικής παράστασης, γιατί πέρα από τη ζωγραφική, η ιστορία του 1821 μεταπλάθεται εικαστικά με τέτοιο τρόπο, ώστε να παραπέμπει σε θεατρική παράσταση με σκηνικά, εικαστικό διάκοσμο εσωτερικών χώρων, κοστούμια και αξεσουάρ.
Είναι γνωστή η σχέση της Σ. Ζ. με τον κόσμο του θεάτρου. Από τα εφηβικά της χρόνια μεγαλουργούσε στη θεατρική ομάδα του σχολείου της μαζί με την Μάγια Λυμπεροπούλου, συμμαθήτριά της, που αργότερα υπήρξε πρωταγωνίστρια στο Θέατρο Τέχνης. Στο Υπόγειο του Κουν αρχικά μαθήτευσε στην σκηνογραφία του Τσαρούχη και, στη συνέχεια, συνεργάστηκε ως ενδυματολόγος και ως σκηνογράφος με τον Κάρολο Κουν και το Θέατρο Τέχνης.
Με αυτές τις σπουδαίες αφετηρίες, η Σ. Ζ. κατορθώνει και στο βιβλίο της να «χτίζει» χώρους και περιβάλλοντα. Ζωγραφίζει με λεπτομέρειες κοστούμια, φράγκικα για τους φιλέλληνες και για τους Έλληνες της διασποράς, φουστανέλες και βράκες για τους κλέφτες και τους καπεταναίους. Σχεδιάζει, και φαίνεται ότι το κάνει με πολύ κέφι, όπλα, καπέλα, γάντια, μαντήλια, επωμίδες, κουμπιά.
Επιμένει να αναδεικνύει σκηνογραφικούς χώρους και ενδυματολογικές λεπτομέρειες, που αποκαλύπτουν πολλές πτυχές της εποχής και πολλούς ρόλους των ανθρώπων. Χαρακτηριστική η αποτύπωση των κοτζαμπάσηδων και προεστών, που είναι καθισμένοι ανάμεσα σε μαλακές μαξιλάρες, πάνω σε ένα βαθύ μπλε χαλί, – μια σκηνογραφία πολύ μακριά από τα ελληνικά ήθη-, με κοστούμια που δεν απέχουν από τις ενδυματολογικές συνήθειες των Τούρκων. Η εικονογράφος δεν ζωγραφίζει απλά, υπαινίσσεται και τον ρόλο τους.
Στο 1821 Επανάσταση, βιβλίο που είναι καρπός ώριμης τέχνης και εξελιγμένης τεχνικής, η Σοφία Ζαραμπούκα βάζει την ψυχή της. Εμπλουτίζει τη ζωγραφική της, ακολουθώντας το προσωπικό της αναγνωρίσιμο ύφος, που μας είναι σχετικά οικείο και από παλαιότερα έργα της, κυρίως από τις διασκευές της αρχαίας γραμματείας (Μυθολογία, Ομήρου Οδύσσεια, Ομήρου Ιλιάδα, Αριστοφανικές κωμωδίες), που έθρεψαν γενιές και γενιές.
Στο τελευταίο της βιβλίο, φωτίζει την ιστορία μέσα από τις εικαστικές συνθέσεις της (ζωγραφικής και παραστατικών τεχνών). Αυτό, νομίζω, είναι μια διαφορετική προσέγγιση, που στα μάτια μου φαντάζει συγκλονιστική.
Εύη Ζερβού Καλλιακούδη