ΣΠΑΡΤΟΛΟΥΛΟΥΔΑ [ΣΑΝ ΧΑΪΚΟΥ] Της Μαρίας Μαρκαντωνάτου Εκδ. Παρασκήνιο / Δίθυρον, Αθήνα 2020

Μόλις μου έφτασαν χλωρά  τα «Σπαρτολούλουδα», το νέο ποιητικό βιβλίο τής Μαρίας Μαρκαντωνάτου. Πρόκειται για 189 τρίστιχα, με τα οποία, σημειώνει η ποιήτρια, «θέλησε να αποτυπώσει εικόνες και βιώματα των παιδικών της χρόνων, όταν μεγάλωνε στο μικρό της χωριό στην Κεφαλονιά, πριν η μετανάστευση και ο σεισμός του 1953 δώσουν οριστικό τέλος στην παλιά ζωή».

         Σκηνέας ή Σκινιάς τ’ όνομα του χωριού, που ακμάζει πάλι στις σελίδες αυτού του και αισθητικά ωραίου βιβλίου. Η αγροτική βέβαια ζωή κάνει κύκλους γύρω από την εκκλησία, Παναγία «Αλεξίκακο» τη βαφτίζει η συγγραφέας. Των Εισοδίων στο προαύλιό της μαζεύονται οι χωριανοί και «Χορεύουν μπάλο· / Έρωτας πρωτοστάτης / Κάνει φιγούρες». Κι όταν έχει «Γιορτή στο σπίτι! / Λάμπει παντού στρωμένο / Το ασπροκέντι». Τότε «Χορεύουν λέει… / Με τέτοιο γοργοπάτι (ο χορός γενικά) / Πώς δεν δουλειάζουν (κουράζονται)».

         Έρχεται ο «Ευαγγελισμός· / Αγωνιστές και δάφνες / Απαγγελίες». Σε λίγες εβδομάδες ακούγεται το «“Κύματι θαλάσσης” / Αντώνης Μονοκρούσος / Γλυκά που ψάλλει!».

         Ακούς φωνές: την παραγγελιά: «Λίγη μερσίνα (μυρτιά) / Να φέρεις απ’ το Ρείκλι· / Αύριο τ’ Αγίου»· την απόγνωση: «-Χριστέ βοήθα! / Μου ’πεσε ο σίκλος (κουβάς), μάνα, / Μες στο πηγάδι»· τη μάννα: «-Θα τον βγάλουμε / Τρέξε στη νόνα, φέρε / Το ραμπαούνι (σιδερένιο εργαλείο για να πιάνουν τους πεσμένους κουβάδες)».

         Εκεί που «Μετράς τα χρόνια / Δε βρίσκεις το ρουμπίνι / Ψάχνεις τον κλέφτη», τον φέρνεις μπροστά σου σε εικόνες με φωτοστέφανο: «Σ’ έπιασα κλέφτη! / Μούρη πασαλειμμένη… / Έτρωγες σκάμνα (μούρα κόκκινα, μεγάλα)»· «Κρύψε με νόνα / Με κυνηγάει ο Μάκης / Του ’πα μια λέξη».

         Όλες αυτές οι αναμνήσεις αναρριπίζουν τον έρωτα: «Έρωτας όλη / Η παιδική ζωή μας / Βαθιά κρυμμένος». «Σε μπλε τσαντούλα / Φυλάω την αγάπη / Δώρο δικό σου».

         «Λίγο πριν χαθεί, / Με τα φτερά της γράφει: / Χωριό μου Χαίρε!». Έτσι τελειώνει το ποίημα και κλείνω συγκινημένος το βιβλίο. Επαναλαμβάνω στίχους: «Οι χωριανοί μου… / Όλοι τους επιστήθιοι / Στο φως της μνήμης».

         Η φίλη μου… Πέρασαν τα χρόνια και ακόμα «Σαν πεταλούδα / Εκείνο το κορίτσι… / Με ήσκιους παίζει». 

         Πέφτει το φως, σκοτεινιάζει, αλλά τελικά είναι οι σκιές, οι σκιές όχι το φως, που μας κρατούν ακόμη παιδιά.

         Συγκρατούμαι, το ποίημα έχει μια ακολουθία και έτσι πρέπει να διαβαστεί.  Όμως με παρασύρει η αγάπη που έχω στην Ιστορία: «Κακό στο χωριό… / Οι Γερμανοί τους άντρες / Πήρανε βράδυ». Και στη Λαογραφία: «Συχνά θυμάμαι / Στην εκκλησιά τις νύφες / Λύπες σε πέπλα». Και στη Γλωσσολογία: «Αμόλα σπάγγο! / Ο φύσουνας (χαρταετός) στα ύψη / Πούλια να γίνει».

         Γνωρίζω καλά την Μαρία Μαρκαντωνάτου, η οποία δεν είναι για μένα μόνο μια ακριβή  φίλη, αλλά και ο απαραίτητος για κάθε συγγραφέα αυστηρός σύμβουλος. Όταν προ καιρού μού είχε μιλήσει για το θέμα τού νέου έργου που συνέθετε, είχα αναλογιστεί την ιδιαιτερότητά του, ήμουν όμως σίγουρος, και το αποτέλεσμα με επιβεβαιώνει, ότι θα μας παρέδιδε ένα ξεχωριστό ποίημα. Διότι το θέμα είναι πράγματι πολυχρησιμοποιημένο, ελκυστικό ιδίως σε συνταξιούχους, οι οποίοι, από νοσταλγία μάλλον για τα παιδικά τους χρόνια παρά από αγάπη για τη ρημαγμένη ιδιαίτερη πατρίδα τους και αγνοώντας κάθε κίνδυνο, αποφασίζουν να αδράξουν τον έρμο τον κάλαμο και να αναμετρηθούν με τον Κρυστάλλη. Τελικά χάνουν και αυτοί και ο «τραγουδιστής του χωριού και της στάνης».

         Παραξενεύτηκα, είναι αλήθεια, ακούγοντας ότι η και λαμπρή φιλόλογος χρησιμοποιούσε τη φόρμα τού χάικου, για να διασώσει στη μνήμη την παραδοσιακή ζωή τής ελληνικής επαρχίας τών μέσων τού 20ου αιώνα και να ομολογεί μάλιστα στη Σημείωση στο τέλος τού βιβλίου ότι «τα ολιγόστιχα τούτα μου επιβλήθηκαν». Η ίδια αμέσως στη συνέχεια θα δώσει την εξήγηση: «Ο αριθμός των συλλαβών (17 το πλείστον) που χρησιμοποιώ ως όχημα ανακαλεί το ΧΑΪΚΟΥ, ωστόσο η ανάγκη που τα όρισε ως ολιγοσύλλαβα τα διαφοροποιεί από το γνωστό και απαιτητικό γιαπωνέζικο είδος, πειραματισμοί του οποίου βρίσκονται σε προηγούμενες συλλογές μου». Δε ξέρω πόσο ακριβής είμαι, αλλά στο μυαλό μου έχω ότι χρησιμοποιείται μια ξένη μανιέρα, για να σπάσει αυτή που έως τούδε χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά και μας καταδυνάστευε. Εμένα τουλάχιστον το αποτέλεσμα με ενθουσιάζει.

         Τέλος, να σταθώ στο απαραίτητο Γλωσσάρι τής κεφαλονίτικης ντοπιολαλιάς· οι λέξεις ποιητικά σπαράγματα: μάντολες, μόσπιλες, σαρμόνιγκα, συνόσκαλες, ψιλοκόπα. Και να δώσω τα εύσημα στον ποιητή Α. Κ. Χριστοδούλου για την προμετωπίδα του που κοσμεί αυτή την εξαιρετικής αισθητικής έκδοση.

Λουκάς Δ. Παπαδάκης