Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ
του Πέτερ Χάντκε
μτφρ. Θ. Τσόκα,
Εκδόσεις Κουκκίδα, Αθήνα 2023
Το βιβλίο του Πέτερ Χάντκε κυκλοφόρησε πέρυσι σε μια πολύ καλή μετάφραση της Θεοδώρας Τσόκα. Στα γερμανικά είχε κυκλοφορήσει το 1981.
Το κείμενο, σε κάποια σημεία, θυμίζει την ποιητική αφήγηση, τη φιλοσοφική διάθεση και τις περιπλανήσεις που γευτήκαμε στην ταινία Τα φτερά του Έρωτα (1987) του Βιμ Βέντερς σε σενάριο του συγγραφέα μας και άλλων.
Η ιστορία του παιδιού είναι ένα διπλό οδοιπορικό ζωής. Παρακολουθούμε τα παιδικά χρόνια ενός κοριτσιού που ζει με τον πατέρα του και,ταυτόχρονα, την παράλληλη διαδρομή του πατέρα.
Δυο πλάσματα με δυσκολίες και ευκολίες αλληλεπιδρούν, αγαπιούνται ή ακόμη και απωθούνται. Μια δέσμη αντίθετων αισθημάτων, τρυφερότητας και ψυχρότητας, γλυκύτητας και φόβου, ανεμελιάς και απειλής, στοργής και επιθετικότητας, εγωκεντρισμού και δοτικότητας, μικροψυχίας και ευρύτητας δίνει το στίγμα των ανθρώπινων αντιφάσεων.
Άλλωστε, τα οδοιπορικά και οι ιστορίες των ανθρώπων μοιάζουν. Συνδέονται με εικόνες, σκηνές, συναντήσεις,αποχωρισμούς, σιωπές, σχέσεις και πολλές αμφιθυμίες. Περιπλανήσεις, κυριολεκτικά και μεταφορικά, ανθρώπινες ιστορίες και ιστορίες τόπων αποτελούν ένα άρρηκτο σύνολο στη συνείδηση του Π. Χάντκε.
Το κοριτσάκι που μόλις ήρθε στον κόσμο, σιγά σιγά μεγαλώνει. Βηματίζει σε διαφορετικές πόλεις, ακόμη και σε διαφορετικές χώρες, ακολουθώντας τον μπαμπά του. Διασχίζει με το μωρουδιακό καροτσάκι του τα περίχωρα του Παρισιού. Παίζει σε ήσυχες αμμουδιές. Πρωτοπερπατάει «στα λιβάδια δίπλα στο νερό». Περιπλανάται σε δρόμους και γειτονιές. Βηματίζει στα σκαλοπάτια της ζωής. Ο μπαμπάς του είναι παρών. Η μαμά του φαίνεται απούσα, καθώς η οπτική του Χάντκε την εξαφανίζει.
Στην Ιστορία του Παιδιού, παρόλο που η γραφή δεν είναι πρωτοπρόσωπη, αλλά τριτοπρόσωπη, και παρόλο που το ύφος θυμίζει σε κάποια σημεία δοκιμιακό λόγο, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι «ο πατέρας», «ο άνδρας», «ο ενήλικος», «ο διαβάτης» δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον συγγραφέα.
Ο Γερμανοαυστριακός, με μητέρα από τη Σλοβενία, Πέτερ Χάντκε (1942-), που πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2019, κρύβει πίσω από τις λέξεις, που προσεχτικά έχει επιλέξει, την πατρική ταυτότητά του.
Το παιδί, στο οποίο αναφέρεται, είναι η κόρη του Αμίνα, που γεννήθηκε το 1969. Έμεινε μαζί του τα πρώτα δέκα χρόνια της ζωής της. Ανάμεσά τους,μόλις που χωράει η μητέρα, η πρώτη σύζυγος του Χάντκε. Γιατί, άραγε;
Ο συγγραφέας «…πίστευε, όλο και πιο πολύ, πως δεν ήταν φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλο, και πως η συμβίωσή τους ήταν ένα ψέμα και κάτι μηδαμινό σε σχέση μ’ εκείνο που είχε κάποτε ονειρευτεί για τη ζωή του με μια γυναίκα».
Η μητέρα του παιδιού θέλει να επιστρέψει στη δουλειά της και φεύγει για κάποιο διάστημα από το σπίτι. Ο πατέρας «της έδινε μεν δίκιο, συγχρόνως όμως την καταδίκαζε. Πώς μπορούσε ένας άνθρωπος, χάριν έστω κάποιας έμφυτης κλίσης, να φύγει από το παιδί του;».
Ερμητικά κλειστός, εσωστρεφής, μόνος, χωρίς να μοιράζεται αισθήματα, με πολλές πρακτικές δυσκολίες, κυριευμένος από φόβο και πανικό «δεν απέχει σχεδόν καθόλου από την αλλοφροσύνη».Νιώθει αποκομμένος από τη γραφή και από τη λογοτεχνία.Βιώνει την απομάκρυνση της συντρόφου ως προσωπική εγκατάλειψη.
Ο αναγνώστης ανακαλύπτει τραύματα, ματαιώσεις και πάμπολλες συναισθηματικές δυσκολίες, στοιχεία που, ίσως, τον οδηγούν στην υπόθεση ότι ο Π. Χάντκε γράφει ένα μεταμφιεσμένο αυτοπροσωπογραφικό κείμενο, γιατί δεν τολμά να εκτεθεί συναισθηματικά ως πατέρας.
Είναι δυνατόν, όμως, ο συγγραφέας, που με ακραία τόλμη παρουσίασε το 1966 την παράσταση Βρίζοντας το κοινό ή που, σχεδόν μόνος αυτός, έγραψε το 1999 το οδοιπορικό στη βομβαρδισμένη Γιουγκοσλαβία με τίτλο Ρωτώντας με δάκρυα στα μάτια, να διστάζει να αποκαλυφθεί;
Mήπως, σκόπιμα, κρατάει το ρόλο του οξυδερκούς παρατηρητή, καθώς θέλει περισσότερο να καταγράψει ό,τι διαπιστώνει, αποφεύγοντας την άμεση έκφραση συναισθημάτων; Μήπως αποφεύγει να εμπλέξει με συναισθηματικές ταυτίσεις τον αναγνώστη, ακολουθώντας κατά κάποιον τρόπο ένα είδος της μπρεχτικής τεχνικής;
Άλλωστε, σχεδόν δέκα χρόνια νωρίτερα, γράφει το Σύντομο γράμμα για έναν μεγάλο αποχαιρετισμό (DerkurzeBriefzumlangenAbschid, 1972), ένα εξωτερικό και, ταυτόχρονα, εσωτερικό οδοιπορικό, που αφετηρία έχει τον χωρισμό από την πρώτη γυναίκα του. Εδώ ο λογοτέχνης , εκθέτοντας την εμπειρία από τη συντροφική του σχέση, αποκαλύπτει με ειλικρίνεια ότι οι σελίδες του είναι αυτοπροσωπογραφικές.
Οι αυτοπροσωπογραφικές αφηγήσεις έχουν, συνήθως, πολλές τραυματικές στιγμές. Η ιστορία του παιδιού δεν αποτελεί εξαίρεση. Ωστόσο, ο προσεκτικός αναγνώστης διαπιστώνει ότι η ιστορία δεν αποπνέει μόνο καταχνιά. Υπάρχουν θετικές στιγμές, όπως μια μορφή εσωτερικής διεύρυνσης του πατέρα – συγγραφέα, όταν μαθαίνει, με δάσκαλό του το μικρό κορίτσι , «όχι μόνο να ανέχεται τα σκόρπια πράγματα του παιδιού, αλλά και να ανακαλύπτει … την τάξη μέσα στην όλη αταξία … Αυτή η απαίσια ακαταστασία απέκτησε σχέδιο αρμονικό» στα μάτια του.
Είναι συναισθηματικά ενθαρρυντική και η εκδρομή με την κόρη του και άλλα συνομήλικα παιδάκια στο βουνό. Εκεί, πατέρας και παιδί, συμφιλιώνονται με τον εαυτό τους και με τους άλλους. Η επαφή με τη φύση αποδεικνύεται απελευθερωτική και καθαρτήρια και για το κοριτσάκι και για τον ίδιο.
Δάσκαλοι εμπνευσμένοι και δάσκαλοι ατάλαντοι, φίλοι και γείτονες καχύποπτοι , επικριτικοί και σπάνια βοηθητικοί περνούν ανάμεσά τους, υπενθυμίζοντας πόσο πολύ δυσχερής, ζόρικη θα έλεγα, είναι η δυαδική σχέση γονιού-παιδιού.
Τελικά, η σχέση πατέρα-κόρης, όπως αποτυπώνεται στο κείμενο του Χάντκε, είναι πολύπλοκη, πονεμένη, μελαγχολική και κάπου κάπου αμυδρά φωτεινή.
Εύη Ζερβού Καλλιακούδη