MIKΕΛΗ ΑΒΛΙΧΟΥ – ΠΟΙΗΜΑΤΑ

 

 Αλφαβητική εμφάνιση – Επιλέξτε γράμμα

Α | C |Δ |Ε |F |Ι |Κ |Λ |Μ |Ν |Ο |Π |Σ |Τ |Υ |Χ |V |

* Η ένδειξη (Ρ) σημαίνει ότι το ποίημα προέρχεται από το βιβλίο του Αριστείδη Ρουχωτά Τα Άπαντα Μικέλη Άβλιχου, Αθήναι 1976.

** Η ένδειξη (Λ) σημαίνει ότι το ποίημα προέρχεται από το βιβλίο Μικέλη Άβλιχου Τα Ποιήματα. Κριτικό σημείωμα Κωστή Παλαμά, [επιμέλεια Χαράλαμπος Λιναρδάτος], Αθήναι 1959.

 

 

 

Αγάπη μου   (Άνοιξις εν μέσω χειμώνος)  (Ρ)*

ή

Μεταξύ έαρος και χειμώνος  (Λ)**

 

Το καλοκαίρι φεύγει… πάει

με τη γαλήνη τη γλυκειά,

βορηάς τώρα ψυχρός φυσάει,

πέφτουν τα φύλλα απ? τα κλαδιά.

 

Αστράφτει γύρω και βροντάει,

τώρα χιονίζουν τα βουνά,

φουσκώνει η θάλασσα, βογγάει,

δέρνει το κύμα τη στεριά.

 

Γλυκά πουλάκια δε λαλούνε,

κρώζουν κοράκια, γερανοί,

μαύρα τα σύγνεφα περνούνε,

πλιο δε γελούνε οι ουρανοί.

 

Κι? όμως, αγάπη μου, κοντά σου

άνοιξιν έχω στην καρδιά.

Τα ρόδ? ανθούν στα μάγουλά σου,

ήλιου θερμότη έχει η ματιά.

 

Τραγούδα, αγάπη μου, η λαλιά σου

φθάνει τ? αηδόνια τα γλυκά·

μεθώ απ? αγάπη στη θωριά σου,

τραγούδα, αγάπη μου γλυκειά.

 

 

 

Addio Μάτια  (Ρ)

 

Το πρόσωπό σου γύρισε,

ασήκωσ? το κεφάλι

να ξαναϊδώ μισεύοντας

τα μαγικά σου κάλλη

που πάω στην ξένη γη,

για να χαρώ για άστρα

τα μάτια τα γλυκά σου.

Στα δάκρυα με λύπηση

αυξαίνει η ομορφιά σου

κι? η αγάπη μου μαζί.

 

Γλυκά μου μάτια αφήνω σας,

γλυκά μου μάτια φεύγω,

σε ξένα πηαίνω χώματα

κι? από το νου μου αν έβγω

δε θα ?βγετε και σεις.

 

Εσείς σκληρό μου κάνετε

πικρό το μισεμό.

Αφήνω γεια σας, μάτια μου,

και φεύγω με καϋμό.

 

 

 

Αηδίας άσμα ασμάτων  (Ρ)

 

Αηδίαν άοιδε, Θεά.

 

Α

Έχω φαρμάκι τόσο στην ψυχή μου

μ? αυτή τη μαύρη, την άχαρη ζωή μου,

που απορώ σταλαματιά γλυκάδα

αν ημπορή στους στίχους μου να στάξη!

κ? ήθελε κάθε τι μια Ιλιάδα

από το νου μου νάβγη να πετάξη

σε τούτα τα χαρτιά.

Κ? εγώ μ? αυτήν την άπειρη αηδία μου

και την πικράδα οπού ακούω στο στόμα

να πάρω να την ρίψω στη φωτιά

για να χορτάση λάμψ? η φαντασία μου

πριν πάω να γίνω μέσ? το χώμα, χώμα!

 

Β

Κ? εσύ αηδία, έμπνευση μου δίνεις

σε τούτα εδώ τα λόγια που αραδιάζεις,

μαύρη χολή από τους στίχους βγάζεις

βοήθα τη ρίμα κ? έρμο μη μ? αφίνεις.

Τ? άσμα σου ψάλλω εκ βαθέων ψυχής

που εγνώρισα του κόσμου τα σιχάματα

κ? είμαι για τούτο κάπως ευτυχής,

που δεν προσφεύγω σε γελοία κλάμματα.

Και πού να στρέψω δίχως εμπροστά μου

εσύ να μη φανής, Θεά αηδία!

εσύ πώχεις γεμάτη την καρδιά μου;

 

 

 

Αίνιγμα  (Ρ)

 

Όταν κατελήφθη η Κεφαλληνία

από τους Σενεγαλέζους (1917).

 

Μέτοχος Εθνών Καμόρας

να τον κάμουν Περικλέτο.

Ποιος αυτός και ποια η Καμόρα.

Αίνιγμα και μάντεψέ το.

 

 

 

Αμανές  (Ρ)

 

Προς τον εθνικόν ποιητήν Αριστοτέλην Βαλαωρίτην

Μερικοί από τους εργάτες του Εθνικού Καμινιού

 

 

Αφιερωμένος εις την κυρίαν Γ. Κατσικογένη

Από την φίλην της Ε. Παιγνιδογάτσουλο

 

(Αντί διά κάθε ρητόν υποθέτεται εδώ όλος ο Δον Κισότ τυπωμένος)

 

Πώς μας θωρείς σαν άλαλος; Πού τρέχει το μυαλό σου;

Οι φτερωτές ελπίδες σου της δόξας…, τ? όνειρό σου

ακόμη δεν ξεδούλιανε…, ακόμη δεν σε φθάνει

αυτήνο το περήφανο του Παρνασσού στεφάνι,

που με λαχτάρα σώδωσαν, η νέα γενεά μας,

η άδολη νεότης μας, τ? αθώα τα παιδιά μας;…

Σαν τι άλλο θέλεις από μας, σαν τι ποθάει η καρδιά σου;

Πώς ξετρυπόνουν δάκρυα απ? τα φιλήματά σου;

Γιατί στανάζεις θλιβερά και παραπονεμένα;

Δεν είδες γύρω σου θολά τα μάτια μας βρασμένα

να χύνουνε ς? τα λόγια σου βροχή τα δάκρυά μας;

Στη λάσπη δεν εχώθηκες που κάμαν τα όμματά μας;

Γιατί η καρδούλα σου σπαρνά;… Πώς δέρνει τον αγέρα;

Ο τιναγμός της σκει βουνά, και σειεί την ατμοσφαίρα.

Πέφτουν λιθιές θεόχτιστες, κοτρόνια ροβολούνε…

σεισμός, τρομάρα, ξαφνικό ολόγυρα πετούνε…

δέρνει το κύμα τα βουνά, και ο αφρός τ? αστέρια…

βόσκουν σιφούνοι ?ς τα νερά· σκορπούν τα περιστέρια.

Της γης ραΐζεται η καρδιά, κι? ακούει το μαχαίρι

π? άλλη φορά σκληρότατα το θάνατο είχε φέρει,

ενώ αυτήν ετρύπουνε, ?ς την πλάσι την καϋμένη,

που ζη από τότες έρημη κι? άδικο-σκοτωμένη.

Μην το πολύ το μιντσιβί, μην το πολύ λιβάνι,

που σώκαψε η αγάπη μας, ?ς τα νεύρα μη σε πιάνη;

Μη θέλης να σου κάμουμε καμμία λεμονάδα;

Θέλεις καφέ; Θέλεις νερό ή κίτρο ή βυσινάδα,

να κατακάτση το κακό, και η φύσι η τρομασμένη

να ξανασάνη ως κι? αυτή και ?μεις οι σαστισμένοι;…

Μίλησε, πες μας, ποιητή, σαν τι είναι το κακό σου,

ποιος είν? ο πόθος σου ο κρυφός και ποιο το μυστικό σου;

 

Βλέπεις την Ήπειρο βουβή, τη Θεσσαλία σκιασμένη,

την Κρήτη αγριοζώντανη, τη Θράκη αρρωστημένη,

τη Βουλγαρία αλλαξόπιστη και τη Μακεδονία,

που το λιοντάρι γέννησε κ? έσχισε την Ασία,

ακούς να ξεροφταίρνεται ωσάν συναχομένη…

κείναι για αυτό η ψυχούλα σου περίλυπη, θλιμμένη

και κάνει τέτοιο ξαφνικό, και κάνει τέτοια αντάρα,

οπού πανιάζει το βοριά και φεύγει με τρομάρα;

 

Ή μην εκειός ο Κούδουνας, οπού ανάθεμά τον,

που να τον φαν τα σύγνεφα με τ? αστραπόβροντά των,

οπού σημαίνει ?ς τους Κορφούς, τ? αυτιά μη σου σκοτίζη;

Μήπως γιατί πάντα νταν-νταν, αιώνια κλαμπανίζη,

σου κάνει αυτήνο το κακό, που τόσο μας τρομάζει,

σαν νάπεφτε ?ς τη ράχη μας θεόχτιστο χαλάζι;

 

Αν είν? ετούτο, ποιητή, κάμε καρδιά κομμάτι,

κ? ήμαστε εδώ για σένανε περίσσιοι ανομάτοι,

και ξέρουμε, όπως αυτός για να σε ασκοφαντήση,

γυρεύη με το σήμαμα τον κόσμο να ξυπνήση.

Και αν κηρύττη αδιάντροπα εις όλην την Ελλάδα,

πως με αυτή της ποίησης τη φλογερή  σου δάδα,

ότι πως έβαλες φωτιά ?ς του Ολύμπου τα τεμένη,

και άναψες πυρκαϊά, και στάχτη πάει να γένη

κι? ο Παρνασσός και η ποίηση και πως ?ς την Ιπποκρήνη

κοντεύει από το βράσιμο μια στάλα να μη μείνη

απ? το δροσάτο της νερό ? κανείς δεν του πιστεύει·

και όποιος την αλήθεια με πόθο τη γυρεύει

?μπορεί να πάη να ιδή, που δεν λείπει κλωνάρι

ούτε νερό ?ς τον Παρνασσό, μα το άγιο καλαμάρι…

ούτε κανείς οπού μπορεί ποτέ του να πιστέψη

πως είσαι με τη Διεθνή, που θέλει ν? ανατρέψη

τον κόσμο ? και πως έρριξες (Θεέ μου, ποία φρίκη!!)

πετρέλαιο! πετρέλαιο! εις τη Βιβλιοθήκη

να κάψης τον Οράτιο και τον Αριστοτέλη!!!

για τέτοια κουραφέξαλα εσένα μην σε μέλη,

και διά τέτοια ψέματα ένα λεφτό μη δίνης,

και ποιητής θεόκτιστος αιώνια θε να μείνης…

Άφησ? εκείνον κ? ας μιλή, ας ψάλλη, ας κλαμπανίζη,

και τη φωνή της φήμης μας, οπού βαριά γκαρίζει

και σε κηρύττει γίγαντα, καθόλου δε σκεπάζει.

Ένα κουδούνι σαν αυτό τη δόξα δεν τρομάζει.

 

Και αν εκείνος ο σκληρός ο φίλος της Ημέρας,

που βγαίνει ?ς το Τριέστιον, ο Αλήπασσας, το τέρας,

ο σκουληκοβρυκόλακας… ο Ζώιλος, ο αστρίτης…

τ? ακονάκι… η οχιά… ο θεοαγιογδύτης…

το κρυφοφάικο σκυλί, απού την ομορφιά σου

εζούλεψε, σ? εδάγκασε βαθειά ?ς τα σωθικά σου,

και σ? έκανε και έχασες τη φαντασίωσί σου,

κ? ιδρόνει όμπιο και χολή η ουράνια μερφή σου,

παρηγορήσου ? υπόφερε κι? ο Πατριάρχης τόσα

όσα έχει αγκάθια ο Όλυμπος, και όσα φίδια η Όσσα.

…………………………………………………………………………..

 

(Εδώ παίρνει το παράπονο τους καθηγητάδες και χάνουν την εξακολούθησι του Αμανέ).

 

……………………………………………………………………………

 

Σύχασε λίγο, ησύχασε, και μη ρίχνης το βλέμμα

σε τούτα τα δαιμόνια, που στάζουνε το αίμα…

Αυτοί είναι της κόλασης οι μαύροι Σατανάδες,

και τα χρυσά τα λόγια σου τα λένε τρελλαμάδες…

Είν? άπιστοι, είν? αλλόφυλοι, αλλόθρησκοι και ξένοι…

Είν? απ? εκειούς πωγλύφανε ?ς τα νύχια του φονιά μας

το άτυχο το αίμα μας, οπόταν δακρυσμένοι

οι αδελφοί οι Ρούσσοι μας, πονώντας τα δεινά μας,

τη σάρκα του πατέρα μας τη θαλασσοδαρμένη

εντιούσανε ?ς ολόχρυση χλαμύδα τιμημένη…

 

Kι? ανίσως τα ταράζουνε, κι? αν χάσκουν, κι? αν γελούνε,

να ξεθυμάνουν άφησ? τους, μην τύχη και σου βρούνε

τη σούστα και σε χάσουμε, θεόχτιστε λεβέντη!…

και χάση αστέρι η ποίησι κ? η Άγια Μαύρα αφέντη.

…………………………………………………………………………..

Θυμήσου σαν τι εκάμανε του μαύρου Πατριάρχη,

κ? έχε κομμάτι υπομονή!…και αν οι πολεμάρχοι

βαθειά κοιμώνται, έγνοια σου, μια μέρα θα ξυπνήσουν

και τότες άπονα με μιας αντάμα θα θερίσουν

κ? επικριτάδες άκαρδους που τρώνε τη ζωή μας,

και τα σκυλιά τσ? Αγαρηνούς π? αρπάξανε τη γη μας

κι? απ? άκρη σ? άκρη ο χαλασμός για να μη μείνη λόθρα.

………………………………………………………………………………..

στου Κιάφα νεκρανάστασι, στου Πέτα καταβόθρα.

Και θ? αντηχάει ο αντίλαλος, χτυπάτε των σκυλιώνε,

και θα χορτάση ο κόρακας κουφάρια επικριτώνε.

Ο Τούρκος, το σκυλόψαρο, θ? αξήνη, θα παχύνη.

Και όταν έλθη η εορτή, η ένδοξη εκείνη

εικοστή Πέμπτη του Μαρτιού, εις όλην την Ελλάδα

θα φάμε το σκυλόψαρο μαζί με  την αλιάδα.

………………………………………………………………………

Πάρε κομμάτι ανάσασι και μην ακούς τι λένε

εκείνοι που και σε γελούν και ?μας τους ίδιους κλαίνε.

Φτου της, να μην αβασκαθή! για μας η ποίησί σου

είνε καθάριο μάλαμμα, αφρός, μα τη ζωή σου,

που μ? όσες γνώσες έχουμε στο μαύρο μας κεφάλι…

η γλώσσα μας δεν ημπορεί τ? αμέτρητά της κάλλη

να λογαριάση, και να πη τα κλασσικά της βάθη…

τη λάμψι του βερονικιού… τα χρώματα… τα πάθη,

τους κρότους… τη σπιθοβολή, τη λάμψι, τη μαγεία,

που απάνου την υψώνουνε απ΄την πυροτεχνία.

 

Κι? η θάλασσά μας η ένδοξη οπού θυμάται τόσα

– γιατί έχ? ενθύμησι καλή ? με της βοής τη γλώσσα,

που εμείς καταλαβαίνουμε, ερώτουνε να μάθη,

σαν το τραγούδι σ? άκουσε, μην απ? της γης τα βάθη

εσκώθηκε βρυκόλακας ή Πίνδαρος ή Ορφαίος,

κι? αν ζη ή αν απέθανε ο αθάνατος Τυρταίος,

και διά τούτο απ? τη χαρά με αφρισμένο στόμα

άρχισε πάλι να φιλή τολεύθερο το χώμα.

………………………………………………………………………

Και τα βουνά μας ως κι? αυτά που πάσχουνε πληθώρα

και χύσαν αίμα, ίδρωτα… εκείνηνε την ώρα

π? ακούσαν το μπουζούκι σου τους ήλθε κάτι πράμα

σαν αποκάτου… οχ την βαθειά χαρά και θλίψι αντάμα,

π? ακόμη δεν συνήρθανε και είναι κρύα-κρύα

σαν μαύρου τάφου μάρμαρο, και πάσχουνε αναιμία.

…………………………………………………………………………

Κ? οι ελληνίδες φώκες μας, που πλένε ?ς τα νερά μας,

και που κι? αυτές αισθάνουνται την εθνικότητά μας,

όταν μ? εκείνην την φωνή τους στίχους σ? αγροικήσαν

όλες επάνω ?ς τον αφρό σαν σαϊτάρια εχύσαν,

εσκώσαν το κεφάλι τους, ετέντωσαν τα? αυτιά τους,

κι? απ? την πολλή συγκίνησι εχλώμιασ? η θωριά τους.

……………………………………………………………………………

Κι? ακόμη τα καλάμια μας και τα κλαδάκια σειώνται,

και τρέμουνε τα βούρλα μας, τα σπάρτα μας κουνιώνται,

κι? όλα σε κράζουν ποιητή τα χόρτα, τα σφαχτά μας,

τα λάχανα, τα γιαλικά, κ? εμείς και τα παιδιά μας,

γύρισ? το βλέμμα θαρρετά και τήραξ? εκεί πέρα,

οπού το μισοφέγγαρο αφίνει τον αιθέρα

και κρύβεται για να χαθή… ενώ ο ήλιος στέρνει

κρυφά-κρυφά τη λάμψι του που την ζωή μας φέρνει…

που ο λύκος μας ο εφτάψυχος, λωβός, κατσιδιασμένος,

όλος τσιμπούρια και πληγές και γεροντομπασμένος,

με τα σκουλήκια απάνω του, με την ουρά ?ς τα σκέλια,

μ? ανατριχίλα ?ς την καρδιά, με δίχως δόντια τέλεια…

γδαρμένος και σακάτικος και ζωντανό ψοφίμι,

που απάνω ?ς το ολόχρυσο του θρόνου του κυλήμι,

αλυχτουργιέται… ρυάζεται… που η ώρα του κοντεύει,

και που βοήθεια απ? τον Αλλάχ πλην μάταια γυρεύει.

Δεν σε μαγεύει ούτ? αυτό το θέαμα… η ελπίδα…

το άγριο ψυχομάχημα;… γιατί της χαράς αχτίδα

δεν ξεφυτρόνει απ? την καρδιά στα χείλη σου ν? ανθήση,

φυτήλι, άστρο να γενή, φως ιλαρό να χύση;…

……………………………………………………………………………..

………………………………………………………………………………

Γέλασε, χαίρου, ποιητή, κ? η μέρα πλησιάζει,

κοντεύει η ώρα, κ? η στιγμή, ιδές τηνε, χαράζει,

που και την έβδομη ψυχή του χάρου θα μετρήση

ο λύκος μας, και η σκλαβιά μαζί του θα ψοφήση…

και θ? αναλάμψη ολόχαρη τσ? ελευθεριάς ημέρα,

που θ? αν? αντάμα και Λαμπρή και Καθαρή Δευτέρα.

Και τότες Τούρκοι, επικριταί, οι σφήκες, οι ντζορντζίνοι,

ή άλλα ζούδια όμοια, που η κόλασι μας δίνει

για να μας τσιτσιρίζουνε, θα σκάσουν, θα χαθούνε,

κι? από την Κόκκινη Μηλιά παρέκει θα διωχθούνε,

και δεν θε να πειράζουνε τους μαύρους ποιητάδες

και να τους θέλουν άσπλαχνα της λογικής ραγιάδες…

που ως να μην ήταν αρκετοί της Μετρικής οι νόμοι,

οι τόνοι, οι κατάληξες, οι συλλαβές ακόμη,

τους θέλουν και ?ς το νόημα να τάχουν τετρακόσια

σωστά ? σαν και να πρόκειτο για οκάδες και για γρόσια…

ούτε θε νάν? τα κριτικά τα φτερωτά τα φίδια,

που γένοντ? άτιμα σχοινιά και σφίγγουν το λαιμό μας

και τ? ?αχαρα λαρύγγια μας… παρά χαρές, παιγνίδια…,

και θα πετάη ?ς τον ουρανό το κάθε όνειρό μας…

και τότες που το μάρμαρο το θείο θα μιλήση

για να χαρή η Ανατολή και για να σκάση η Δύσι,

τότε αντάμα ας πάμετε ?ς την Πόλι την αγία,

μαζί με το Χαρίση μας, μαζί με το Μακράκη,

θερμά να προσκυνήσουμε την άγια μας Σοφία.

Και πάλε εκεί να μας ειπής εν άλλο τραγουδάκι,

ένα τραγούδι νόστιμο, μυργιοχαριτωμένο,

στη φλόγα της αγάπης σου καλά μαγειρεμένο…

του γούστου σου, του γούστου μας, με βόγκους, με λαχτάρα,

με σάρκες, με ποδοβολές, με άνθια, με τρομάρα…

με σπόρους από κρίματα, οπού φωτιά φυτρόνουν

σπαρμένοι εις τα κύματα… με όρη που να ιδρώνουν,

με φίδια, δάκρυα και σπαθιά, κρεμάλες και λημέρια,

ρουθούνια και μνημόσυνα, μηνύματα κι? αγέρια…

με κύματα, που να ξερνούν φλόγες φωτιάς ?ς τον άμμο,

με Πέτα, Λάλα, με Γραβιά, με Τένεδο, με Σάμο,

με Κακοσούλια, Αρβανιτιές, μ? ερμιές που να πλαταίνουν,…

και με πουλιών ρεκάσματα, που την καρδιά να ευφραίνουν,

και πάλι εκεί να μας ειπής για εκείνο το αγέρι,

που η θεία φαντασία σου το έκαμε ποστιέρη…,

και για την άγρια θάλασσα, που ως τρυφερή μητέρα

αγκάλιασε και έδειρε τη σάρκα του πατέρα.

Μην αστοχήσης ουδ? εκεί να πης για τη φωλιά μας,

πωχτίσαμε με κούκκαλα, με τρίμματα, με στάχτη,

που εκείθε φύτρωσε η μυρτιά και τα δαφνόκλαρά μας,

και τα πλατανοβλάσταρα κοντά στον καταράχτη.

Κι? αφού γλυκά-γλυκά το πης, κι? αφού το ξεφωνήσης,

και ρίξης δάφνες και μυρτιές, φυσήσης και βροντήσης,

ας πούμε μέσα απ? την καρδιά το ζήτω η Ρουσσία,

και ένα σώμα, μια ψυχή ας γείνη η ορθοδοξία.

Κι? αφού και τούτο κάμουμε, ας τρέξουμε με ζήλο

και τα γλωσσίδια ας πιάσουμε στην άγια μας Σοφία,

με πόθο να σημάνουμε… έως τον κάτου Νείλο,

έως τον άι-Λάζαρο και ίσια στην Ινδία…

το φοβερό το σήμαμα παντού ας αντηχήση,

ωσάν φοβέρα αδιάκοπη σ? Ανατολή και Δύση.

 

 

 

Ανεπίγραφο επίγραμμα  (Ρ)

ή

[Χωρίς τίτλο]  (Λ)

 

Έμπα και συ να μη σε ονομάσω

στης αηδίας μου το τραγούδι,

που ήθελα την καρδιά μου να ξεράσω

στον τάφο σου για νεκρικό λουλούδι.

 

 

 

 

Απαισιοδοξία ? Έγνοια μας  (Ρ)

 

Αφιερούται εις την σύνταξιν του «Μη χάνεσαι», 1881.

 

Έγνοια μας ποιοι θα γίνουν βουλευταί,

έγνοια μας μείνη ή πέση το Υπουργείο,

έγνοια μας αν Βελέντζηδες λησταί

παχύνονται στου Κράτους το Ταμείο.

 

Έγνοια μας τι γυρεύει ο Βασιληάς,

έγνοια μας στην Αυλή τι μαγειρεύουν

κι αν ίσως τιμής ίχνος κι? ανθρωπιάς

από το Έθνος να χαθούν κοντεύουν.

 

Κι? έγνοια μας τι για μας καθείς φρονεί,

αν είμεθα περίγελο στη σφαίρα,

κι? αν έγινεν η Ελλάδα η ξακουστή

του χάρτου της Ευρώπης τώρα η λέρα.

 

Έγνοια μας… το ρωμέϊκο να χαθή

πηαίνει κατά διαόλου στα γεμάτα.

Κ? ίσως μια μέρα Ρούσοι, Αυστριακοί

θα τρώνε τα γλυκά μας τα μοσχάτα!

 

Κ? εδώ που τώρα το έγνοια μας ηχεί

αρμονικά σε χώρα δοξασμένη,

θα αντηχήσουν φθόγγοι σλαβικοί…

Ευτυχισμένοι τότε οι πεθαμένοι!

 

Έγνοια μας όμως σκέψεις θλιβερές

ξόρισε από το νου μου, φαντασία,

οπού σα μύγες ενοχλητικές

ταράττουν της ψυχής την ησυχία.

 

Έγνοια μας· φέρετε άδολο κρασί

να πιούμε, να χαρούμε, να μεθύσουμε.

Έξω απ? εδώ φρικιώδεις στοχασμοί

για την πατρίδα θέλουμε… να ΖΗΣΟΥΜΕ!

 

 

 

 

Απόκρισι στην Κα Κοντονή

εις ερώτησί της: «Τι κάνει η Μούσα μου»  (Ρ, Λ)

 

Ακόμη δεν εχήρεψα αφ? τη Μούσα,

και κοπελίζει ακόμη ο Πειρασμός

και μου ζητάει κι? ακόμα πάντα λούσα

κ? είναι στον άι-Καθρέφτη πάντα εμπρός.

 

Βέβαια χήρος πιο καλά θα εζούσα

κ? ήθε σκεφθώ πως είμαι αμαρτωλός!!

Κι? ούτε τώνα με τ? άλλο θα χτυπούσα

τα χέρια ? όπως με φέρνει ο απελπισμός.

 

Και μ? όλα αυτά στου βίου μου το χειμώνα

εις τη γεροντική της αγκαλιά

βρίσκω πυράδα της ζωής κι? ακόμα…

 

Και στο ξεθωριασμένο της το στόμα

τα πιο θερμά και γκαρδιακά  φιλιά

που τώρα πλέον είναι και τα μόνα!

 

 

 

 

Αποχαιρετισμός  (Ρ)

 

Εις τους συζύγους Ηely λοχαγόν και κυρ. Ιda

Hutchinson Graves, αναχωρούντας δι? Αφρικήν

 

Καλό ταξίδι! Στο καλό, ζευγάρι αγαπημένο.

Φεύγεις! Και ξέναις μακρυά ακταίς θα σε δεχτούνε.

Αφίνεις τ? αγγελούδια σου κ? εδώ σε τόπο ξένο

μα σφόγγισε τα δάκρυά σου. Κ? εδώ θα τ? αγαπούνε.

 

Θα τα κοιμίζη τρυφερά της μάμης των η αγκάλη

και μια κιθάρα μαγική θε να τα ναναρίζη

κ? εδώ αδερφών θερμή καρδιά πάντα γι? αυτά θα πάλλη

και είθε μόνον ο Θεός υγειά να τους χαρίζη.

 

Καλό ταξίδι! Με καλό και πάλι να γυρίσης

ζευγάρι αγαπητό κι ευτυχισμένο!

Και καθώς τώρα τα φιλείς, να τα ξαναφιλήσης

με μάτι από χαρά δακρυβρεμένο.

 

Εις Κέρκυραν 2 Αυγούστου 1877

 

 

 

 

 

Αποχωρισμός  (Ρ, Λ)

 

Έχε γεια με λαχτάρα σ? αφήνω

και στα ξένα πηγαίνω μακρυά.

Αχ! να εμπόρεια τα δάκρυα που χύνω

να γλυκάνω με δυο σου φιλιά.

 

Όλη η φύσις τριγύρω γελάει,

χαίρει θάλασσα, γη κι? ουρανός.

Μόνο εμένα η καρδιά μου σπαρνάει…

που την πνίγει ο σκληρός χωρισμός.

 

 

 

 

Ατελές σχεδίασμα «Ωδή στην Πεσσάδα»  (Ρ)

 

Ανίδεος μου φαίνεται που βγαίνω

απ? το κλεισμένο πληκτικό Αργοστόλι

που όλ? η ωμορφάδα του είναι οι μώλοι.

Κι? από χαρά χορταίνω,

που καταδικασμένο

το βλέμμα μου είναι πάντοτε μπροστά του

τ? αραχνιασμένο το Δράπανο να βλέπη,

τη χώρα του θανάτου,

και τα ξερά κι? ολόγυμνα βουνά,

που σου θυμάνε κόκκαλα γυμνά

και τραγουδάω:

Καλύτερα μια ώρα στην Πεσσάδα

παρά σαράντα χρόνια στ? Αργοστόλι

κι? ας λείπουν και τα θέατρα και οι μώλοι.

 

Ψηλάθε ο γέρο-Αίνος

μ? έλατα φουντωτά στεφανωμένος

κυττάει την ωμορφιά ερωτεμένος.

Και σύ, καλή Πεσσάδα,

αρχοντοπούλα, που ζης στην εξοχή

απά ?στην πρασινάδα,

τη θάλασσα κυττάζεις και ρεμβάζεις…

 

 

 

 

Άφεσι  (Ρ)

 

του φίλου Κωστή Παλαμά

για… μη απαντησία

 

Την άφεσι με στίχους στήνε δίνω

για νάναι πιο δεμένη…

Γιατί σ? αυτήν τη φοβερή αμαρτία,

που, βάφτισέ τη «γραμματοαγραφία»,

κανείς δε με υπερβαίνει…

Κ? έτσι κ? εγώ, να μην κριθώ, δεν κρίνω.

Με αγάπη

Ο φίλος

Μιχ. Άβλιχος

Κεφαλονιά Λυξούρι 9 Απρίλη 1912

(Στίχοι υπό το κράτος των σεισμών)

 

 

 

 

Αφιέρωμα  (Ρ, Λ)

 

Εις τον ποιητή Παλαμά για το θάρρος του στο γλωσσικό ζήτημα

 

Το κάτωθι σονέττο αφιερώνω

σε Σένα, Παλαμά, τον ποιητή·

κ? έτσι τα πιο «άκρα κ? εναντία ενώνω

σε μιαν εικόνα ? ζωγραφιά σωστή ?:

ψηλά ένα αηδόνι με καρδιά πετρίτη

και χάμου ένα βρυκόλακα Θερσίτη.

 

 

 

 

 

Αφιέρωσις  (Ρ, Λ)

 

Εις το φίλο μου Π. Σκαλτσούνη (όπως μου ανήγγειλε

το θάνατο του κοινού μας φίλου Ν. Κονεμένου με τις φράσεις:

«Ρίξε και συ λίγα άνθη στο θάνατο του φίλου μας»).

 

Σε Σένα, που μοιράζεις τη ζωή

με τους αγαπημένους μας νεκρούς,

που μέσ? στης κοσμοζάλης τη βοή

τους μυστικούς των τους παλμούς ακούς,

 

σ? Εσέ, τα λόγια τούτα της ψυχής,

που γράφω για το φίλο μας με πόνο,

που με καϋμό και συ τόνε θρηνείς,

Σε Σένα, αγαπητέ μας, αφιερώνω.

 

 

 

 

Cicero pro domo sua  (Ρ)

 

Το σπίτι μου ως αντισεισμικό

γυρεύουν για σκολειό δημοτικό,

μα θέλουνε και φτήνεια να το πάρουνε

του Δήμου τον παρά να σπαρανιάρουνε.

 

Μα χριστιανοί μου, αν ένας θα νοικιάση

το φτωχικό του για μια τέτια αράδα,

(ήγουν και δηλαδή για παιδολάσι)

δε θέλει και μεγάλην εξυπνάδα

να κάμη τον απλούν λογαριασμό

νοικάτορα πως βάνει το σεισμό.

 

 

 

 

Condensed actuality  (Ρ)

 

Από πολλή αγάπη της η Αντάντ

κοντεύει την Ελλάδα να την πνίξη!

Παλιά ιστορία της Φραγκιάς, που πάντα

ωσάν λαδιά αναδίνει, να της δείξη

(σαν της χρωστάει Σταυρό και Φώτα ως δώρα)

πως μένει πάντα η ίδια… Σταυροφόρα!

 

Καλά που οι Ευρωπαίοι δεν μας πιστεύουνε

τους ιδικούς μας αντιθαυμασμούς,

ξαλλιώς θα είχα εδώ να με γυρεύουνε

επιδρομή μεγάλη από σοφούς

να ιδούν το νέο Αρχίλοχον ? εμένα!

χωρίς να φταίω εγώ για τα γραμμένα.

 

 

 

 

Condansed actuality  (Ρ)

 

Αρχαίε καλέ μου φίλε Καββαδία,

πως μετεμψύχωσι είν? του Βυζαντίου

το Κράτος μας, ετούτο το φωνάζουν

τα πράγματα ? χωρίς αμφιβολία! ?

που όπως και τότες περί τ? ομοουσίου,

έτσι και τώρα ομοίως με πίστι βλυάζουν

οι ορθόδοξοι του Γένους μας Σοφοί,

πως μόνον Γιώτα Βήτα πως αρμόζει

του Βασιληά να φέρνη η υπογραφή

κ? εδώθενε την Πόλη να δεσπόζη.

 

 

 

 

Contra  (Ρ)

 

«Το τραγούδι, τ? αθάνατο νερό» – (Παλαμάς)

 

Σαν τους στίχους μου διαβάζουν,

πώς κ? εκείνος δε γελάει;

Πώς τα μούτρα του χαλάει;

Κ? οι ρυθμοί τονέ ταράζουν;

Μην τυχαίνει εδώ ίσα-ίσα,

ό,τι γίνεται στη λύσσα,

που τη λύσσα ξεκαμπίζει

το νερό που λαμπυρίζει;

 

 

 

Δάκρυα εις τον θάνατον του Νικολάου Κονεμένου  (Ρ, Λ)

 

Όχι άνθη για τον τάφο σου, δάκρυα θερμά μου δίνει,

γλυκέ μου φίλε, ο πόνος μου, και με καϋμό θρηνώ…

Τόσες γλυκιές ενθύμισες γίνονται τώρα οδύνη…

είναι φαρμάκι το φιλί του τάφου, το στερνό.

 

Γέροντας κλαίω γέροντα… και παλαιό μου φίλο,

κι? η μούσα μου στον Ποιητή θλιμμένη ψάλλει ωδή…

Κι ο πόνος πνίγει την καρδιά… και τρέμει σαν το φύλλο

του φθινοπώρου, που ο βορηάς το δέρνει στο κλαδί.

 

Φίλε γλυκέ μου, εγέλασες με της ζωής τ? αστεία,

μ? αγάπησες… κι? επόνεσες… κι? εδάκρυσες συχνά…

Κι? εγίνηκε το γέλιο σου κι? ο πόνος σου αρμονία

και μυρουδάτα λούλουδα… κι? αμάραντα, σεμνά.

 

Μέσα στον κόσμο επάλεψες, κι? ήσο στον κόσμο ξένος·

τα ψέμματά του εμίσησε το πνεύμα σου το αγνό,

κι? απέθανες παντέρημος, ωσάν λησμονημένος…

που ?χες καρδιά στα στήθη σου πλασμένη από ουρανό.

 

Αχ! στη ζωή την άχαρη, που με τρομάρα τόση,

εις την αγάπη βρίσκουμε κρυφή παρηγοριά,

η μοίρα την απόλαυσι θα ιδής να σαβανώση

μαζί θα θάψη αλύπητα κομμάτι μας καρδιά.

 

Και συ κομμάτι μου καρδιά στον τάφο σου μου παίρνεις

κι? αξένει η ερμιά μου πάντοτε μαζί με τη ζωή…

Αγαπημένα λόγια σου…πλέον δεν θα μου στέρνεις…

και δεν θα σβύση η θλίψις μου έως την στερνή πνοή…

 

Γέροντας κλαίω γέροντα… και παλαιό μου φίλο,

κι? η μούσα μου στον Ποιητή θλιμμένη ψάλλει ωδή…

Κι ο πόνος πνίγει την καρδιά… και τρέμει σαν το φύλλο

του φθινοπώρου, που ο βορηάς το δέρνει στο κλαδί.

 

1906

 

  Εις γάμους δίδος Βαρβάρας Τουλ  (Ρ)

 

(με Ιάκωβον Βάρτμαν)

 

Μυρτιάς κλωνάρια θαλερά και ρόδα μυρουδάτα,

χαριτωμένοι νεόνυμφοι, στο διάβα σας σκορπάω,

και την καλή σας την καρδιά και τ? άνθηρά σας νιάτα

μ? ένα τραγούδι φιλικό τα γλυκοχαιρετάω.

 

Νύμφη χαριτοστόλιστη τα μάτια σου αντικρύζω·

κι? αν έχη ο στίχος μου ευμορφιά, αυτά του την χαρίζουν.

και τον ξανθό σου σύντροφο τόνε καλοτυχίζω

για τόσες χάρες κι αρετές, που αφθόνως σε στολίζουν.

 

Ευτυχισμένοι νεόνυμφοι, ας είναι ευλογημένη

η μέρα ετούτη που γλυκά συνδέει τη ζωή σας,

τύχη αγαθή τον βίον σας παντοτεινά να ευφραίνη,

φίλοι, γονείς και συγγενείς να χαίρωνται μαζί σας.

 

Εν Αργοστολίω 22 Απριλίου 1882

 

 

 

 

Εις δικαστάς  (Ρ, Λ)

 

Ω σεις, που θέσιν έχετε υψηλή,

που κρίνετε του κόσμου τ? αδικήματα,

που νεύετε κι? ανοίγει η φυλακή,

ελεύθεροι να κάνετε ατοπήματα,

 

που τη ζωή το χέρι σας κρατεί

κάθε πολίτου την τιμή, τα χτήματα,

ακούσετε της Μούσας τη φωνή

που δε φοβάται φυλακή, προστίματα.

 

Το ζύγι της η Θέμις δεν σας δίνει

σαν άχυρα το δίκηο να ζυγίζετε

για να ?χετε καιρό για το σεργιάνι.

 

Κι? αν δε διψάτε για δικαιοσύνη,

την πλάστιγγά της κάνετε τηγάνι,

που μέσα εκεί τον κόσμο τηγανίζετε.

 

 

Εις λεύκωμα  (Ρ)

 

Εσύ ανεβαίνεις της ζωής τη σκάλα

χοροπηδώντας σαν το κατσικάκι

κι? όλα τα βλέπεις γύρω μέλι γάλα,

κι? όμως ο κόσμος έχει και φαρμάκι.

 

Βάνε κι? αυτό στο νου σου μέσα στ? άλλα

κι? άκου κι? εμέ που τώρα γεροντάκι

πάω να γίνω και σου λέω κύττα,

κύττα καλά, το νου σου Μαργαρίτα!

δεν είναι κάθε πράμα τηγανίτα.

 

 

 

 

Εις Λεύκωμα δος Αικατερίνης Βαλσαμάκη  (Ρ)

 

Σεμνό κορίτσι δεν κυττάω τα κάλλη

οπού δροσάτα ανθίζουν στη μορφή σου

το λυγερό κορμί, το ωραίο κεφάλι.

Νικά την ωμορφάδα σου η ψυχή σου

και στα γλυκά σου μάτια εκστατικώς

σαν άλλου κόσμου ξαγναντεύω φως.

 

Κοντά στο γέλιο που ιλαρό προβαίνει

και τ? άγιο δάκρυ της αγάπης ζει,

οπού κυλάει κρυφά σε θλίψι ξένη

κι? άδολο λάμπει και θερμό μαζύ,

γήρας δεν έχει τέτοιος στολισμός

οπού άλλου κόσμου σου χαρίζει φως.

 

 

 

 

Εις Λεύκωμα δος Αικατερίνης Τυπάλδου Χαριτάτου  (Ρ)

 

Ήθελα το φτωχό μου καλαμάρι,

αντί μελάνι για να πάρη η Πέννα

λυωτό νάχη για Σε μαργαριτάρι·

κι? αντί για λόγια εδώ καλλωπισμένα

μ? αυτό να γράψω μόνον τ? όνομά σου

συμβολικώς ? με τη σεμνή λαμπράδα

να παρασταίνη την γλυκειά θωριά σου

καθώς και της ψυχής την ωμορφάδα.

 

 

 

 

Εις ένα Γυμνασιάρχη (Παπαγεωργίου Αν.)

που έκανε διαλέξεις στο Ληξούρι  (Ρ)

ή

[Χωρίς τίτλο]  (Λ)

 

Είν? η ζωή μας ένα καλαμπούρι

αφού ?νε συνεχής ο πεθαμός

και το «ουδέν οίδα» γνώσεως ορισμός.

Σ? αυτό εξαιρώντας μόνο το Ληξούρι,

που τη συνδρομή του Γυμνασιάρχη

αγνοίας άγνοια υπάρχει.

 

 

 

 

Εις προσευχομένην  (Ρ)

 

Ωσάν ηλιοτρόπιον γυρισμένη

είσαι προς τον βωμόν, ωραία ξανθή μου!

Δεν σε χορταίνει, ως σε θωρεί η ψυχή μου

με τόσο σεβασμό γονατισμένη.

 

Στο πρόσωπό σου λάμπει η γαλήνη,

ουράνιες ακτίνες το φωτίζουν,

της προσευχής δυο δάκρυα το στολίζουν

και χύνει η μορφή σου ευφροσύνη.

 

Και τόσην έχεις χάρι και μαγεία

και τόσο μου πλανάς το λογικό μου,

που μώρχεται αστοχώντας το Θεό μου

σε σένα να προσφέρω τη λατρεία.

 

Και μώρχεται θωρώντας σε, να κλίνω

σε σένανε μπροστά τα γόνατά μου·

μου φαίνεσαι Θεά στα βλέμματά μου

και δέησι σε σέναν? αποτείνω.

 

Συγχώρεσε, Θεέ, το φταίξιμό μου,

δική σου είναι αχτίνα η ωμορφιά της,

ναός σου, είναι, Πλάστα μου, η καρδιά της

κ? ελάτρευσα και Σε στο είδωλό μου.

 

 

 

 

 

Εις την Κυρίαν Ευτέρπην Β. Αλιβιζάτου το γένος Κλαδά  (Ρ, Λ)

 

Ομοιάζεις με την άνοιξι

με τ? ανθηρά σου νειάτα·

κ? έχουνε του καλοκαιριού

τα μάτια σου πυράδα·

και του σεμνού φθινόπωρου

το στόμα σου γλυκάδα·

μη και χειμώνα κρύβουνε

τα στήθη τα χιονάτα;

 

Κεφαλληνία 1906

 

 

 

 

 

Εις τον αγαπητόν φίλον Θάνον Λιναρδάτον  (Ρ, Λ)

 

Το παιδικό και το καλό το χέρι

που στα έργα τους κι? ο Απόλλωνας κι? ο Ερμής

τώχαν κι? οι δυο με αγάπη εμπιστεμμένο,

με ζήλεια τ? άρπαξε ο Άρης ο απηνής

και θέλησε στις μάχες να το φέρη.

Και τώρα με πληγή του στολισμένο

– αληθινό παράσημο τιμής ?

το χαιρετά η φιλία και το συγχαίρει.

 

Λυξούρι 8 Νοεμβρ. 1912

 

 

 

 

 

Εις τον Μαρκέ για τη ρολίνα της Κέρκυρας  (Ρ)

 

Όπως επήρε εκείνο τον καιρό

ο πειρασμός τον Θείο Ιησού

κι? ανέβασε επάνω στο ιερό

κι? ύστερα πάλι σε κορφή βουνού

και τούδειξε από κείθενε ψηλά

τα πλούτη και τη δόξα όλης της Κτίσης

και τούπε: «Σου τα δίνω όλα αυτά

μόνον εάν πεσών με προσκυνήσης»,

έτσι και τώρα ο ίδιος πειρασμός

στην Κέρκυρα προσφέρει πλούτη και…,

αν γίνη μοναχά συμβιβασμός,

να δώση την τιμή της του Μαρκέ.

 

 

 

 

 

 

Εις τους γάμους δος Άννας Χοϊδά με τον κ. Ιούλιον Δελαλούτ  (Ρ)

 

Χαρούμενος κι? ωσάν το χελιδόνι

που η άνοιξι το παίρνει απ? άλλα μέρη

με πόθο ο στίχος προς σε πετάει

γλυκειά μου φίλη, κόρη ζηλεμένη.

 

Σαν άνοιξι από χάρες στολισμένη

ευτυχισμένη νύφη σε κυττάει

να δίνεις σε γλυκούς δεσμούς το χέρι

και στη χαρά σου τη χαρά του ενώνει.

 

Είθε κι? η μοίρα ρόδα να σου στρώνη

στο δρόμο σου με το γλυκό σου ταίρι,

στην προσφιλή τη χώρα που σε πάει,

που νέα σου πατρίδα θε να γένη.

 

Και μέσα σε χαρές ? ευτυχισμένη ?

κάποτε μόνον δάκρυ σου ας κυλάη ,

στην πάτριον γην, όταν ο νους σε φέρη,

που δόξα κι? ωμορφιά τη στεφανώνει.

 

 

 

 

Εις τους προγονόπληκτους  (Ρ)

 

Αρχαίοι εσμέν με τις ελληνικούρες

με τον Δωδέκατόν μας Βυζαντίνοι

και βάζοντας στον Τύπο το μενού

δειχνόμαστε Ευρωπαίοι όντες φίνοι

κι? αληθινοί πολιτισμένοι Γάλλοι·

ανθρώποι, αληθείς καρικατούρες,

που προς το θεαθήναι έχουν το νου,

πίθηκοι στα έργα, στα λόγια παπαγάλλοι.

 

 

 

 

Εκ βαθέων  (Ρ, Λ)

 

Αχ! τη συνείδησί μου τη φτωχή,

συχνά κυττάζοντάς την δακρυσμένη

της λέω λόγια μέσ? αφ? την ψυχή

σα μια μικρή παιδούλα αγαπημένη.

 

Αχ! ποιος καταλαβαίνει τη φωνή

οπού βαθειάθε βγαίνει πονεμένη…

Παρηγοριά μου, ελπίδα μου ορφανή,

σφόγγισε τη θωριά σου την κλαμμένη.

 

Γελάει, καγχάζει γύρω σου η κραιπάλη.

Σ? οικτείρει η ευτυχής υποκρισία,

που δοξασμένη ζη και βασιλεύει.

 

Μα εσύ μικρά αν θωρής τα μεγαλεία,

και μόνο αγάπη ο πόθος σου αν γυρεύη,

εις την θερμή μου αναπάψου αγκάλη.

 

 

 

 

Εκδίκησι  (Ρ)

 

Σαν ήμουνα μακρυά ξενητεμένος

θυμούμαι ο νους μου πάντα να με φέρη

στο πρώτο μου το αξέχαστο λημέρι,

τόσ? ήμουνα σ? εκείνη ερωτεμένος.

 

Τις μέρες εμετρούσα ο καϋμένος

του γυρισμού στα ποθητά μου μέρη

που θάσφιγγα το βελουδένιο χέρι

και θάμουνα για πάντα ευτυχισμένος.

 

Μα εγύρισα και μου έφυγε η ελπίδα

σαν αποφασισμένη να με σκάση

γεμάτη περιφρόνησι την είδα.

 

Κι? αν ήμουνα μπεμπές να μ? εξετάση,

ορκίζομαι στη μαύρη της πλεξίδα

δεν ήθελε ποτέ με… προβιβάση.

 

 

 

 

 

Ελεγείον  (Ρ, Λ)

 

Εις τον θάνατον δος Αικατερίνης Σβορώνου,

αποθανούσης την 22 Μαρτίου 1880 εις ηλικίαν 20 ετών

 

Στο λεύκωμά σου μώλεγες να γράψω

για ενθύμησι δυο στίχους μου κι? εγώ.

Κι? εγώ έβλεπα το χάρο το σκληρό

στην όψι σου, που μ? έκανε να κλάψω.

Κι? αντί για στίχο, στεναγμός κρυφός

από το στήθος μου έβγαινε πικρός.

 

Να το τραγούδι τώρα που σου γράφω

με μαύρα δάκρυα της καρδιάς θερμά

για λεύκωμά σου βλέπω μαύρον τάφο.

Και στην αγγελική σου εμπρός σκιά

το μοιρολόι ετούτο με καϋμό

προσφέρω για στεφάνι νεκρικό.

 

Καλή Κατίνα, ασύγκριτη ψυχή,

ήταν γραμμένο το γλυκό σου το όμμα

στην άνοιξη του βίου σου να σβεσθή!

Να σε σκεπάση το ψυχρό το χώμα,

κι? όσους ταις αρεταίς σου έχουν γνωρίσει

ο χάρος με φαρμάκι να ποτίση!

 

Κι? η Μούσα μου για χρέος φιλικό,

αντί χαράς τραγούδι να σου στείλη,

με το μοιρολόι ετούτο, με καϋμό

ψάλλουν τα μαραμένα της τα χείλη

και παρηγοριές δεν έχουνδε να πούνε

στους πονεμένους που για Σε θρηνούνε.

 

Καλή Κατίνα, ασύγκριτη ψυχή,

πόνος βαθύς εγκώμια δεν μου εμπνέει

θλιμμένοι στίχοι σαν ιτιάς κλαδί

γέρνει στην πλάκα, τη φιλεί και κλαίει.

Ω συγγενείς της, φίλοι πονεμένοι,

θρηνήστε την Κατίνα πεθαμένη!

 

Αλλοίμονο! ο βίος τραγικό

συμπόσιο είνε θλίψεως, οδύνης.

Περνά η χαρά, το γέλιο μας ? γοργό

σαν την ακτίνα της Σελήνης,

όταν σε νύχτα τρικυμίας προβάλη

που μαύρα νέφη τη σκεπάζουν πάλι.

 

…………………………………………………

………………………………………………..

Και μένει πάντα η θλίψι, το σκοτάδι·

Κόσμο τον λένε αυτόν; Πέτε τον Άδη.

 

 

 

 

 

Ελεγείον εις θάνατον  (Ρ)

 

Γερασ. Κοντομίχαλου, ιατρού, φίλου μου, θανόντος από θλίψιν

διά την στέρησιν του προσφιλεστάτου τέκνου του.

 

Λύπη φριχτή, μαχαίρι κοφτερό,

εις την καρδιά σ? εχτύπησε βαριά.

Το τέκνο σου είδες, άνθος τρυφερό,

του χάρου να στ? αρπάξη η αγκαλιά.

 

Γλυκέ μου φίλε, εις το θέαμα αυτό,

το δρόμο του ακολούθησες γοργά

και νέος εις το μνήμα το ψυχρό,

εζήτησες του πόνου σου γιατρειά.

 

Ανάμνησες γλυκές φιλίες θερμής

γίνεσθε δάκρυα πόνου, δυστυχιάς!…

Πόθοι κ? ελπίδες, άνθη της ζωής,

 

άγριος σας ρίχνει και σκληρός βοριάς!…

Αχ! δεν είν? όχι ο βίος μας βραχύς,

γιατ? είναι πέλαο μαύρο συμφοράς.

 

 

 

 

Ένα από τα θεία παροράματα  (Ρ)

 

Αφιερωμένο σ? ένα φίλο γκαρδιακό, τον κ. Π. Λιβιεράτο,

καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Genovas

 

Ίσως και νάναι από τον πειρασμό

όπου μου βάνει αυτόν το λογισμό:

Πώς δεν επήρες πάντα τη Σοφία

εις τα έργατά σου, Θεέ μου, για οδηγία.

Κ? έφτιασες κάποια αγγειά χωρίς κουπώματα,

κ? ενώ έδωσες στα μάτια μας φυλλώματα

πράμα που θαν εμπόριε και να λείψη,

αφού εύκολα κανείς μπορεί να στρίψη

μη θέλοντας να βλέπη κάποια πράματα

(ωσάν να πούμε τ? άσεμνα θεάματα!),

τα δύστυχα τ? αυτιά μας ανοιγμένα

τ? άφησες δίχως πόρτα αδικημένα.

 

Κι? έτσι σαν ένας γάιδαρος γκαρίζει,

πρέπει να τον ακούς θέλεις δε θέλεις,

γιατ? έτσι του γουστάρει κ? έτσι ορίζει,

κι? ας κάμη αλλοιώς ο δύστυχος Μικέλης!

Και μέτρα και λογάριαζε, αν κανείς

ήθελε τύχει νάν? και βουλευτής!

 

Μ? αφού η δουλειά δεν έχει θεραπεία,

έσο Θεέ μου, καν ευσπλαγχνικός,

διορθώνοντας με κάποια οικονομία,

το σφάλμα ετούτο ομοιοπαθητικώς

και δίνε για αντιζύγι υπομονή,

που νάν? κ? εκείνη ? ομοίως ? γαϊδουρινή!

 

 

 

 

 

Ένα ποιητικό παστέλι αγιοβασιλιάτικο  (Ρ)

 

Στην Κα Κάτε Κοντονή, το γένος Καρούσου,

εις απάντησιν ολίγων λέξεων εις το νέον έτος 1884

 

Είν? τ? αηδονιού το λάλημα γλυκό

και του βιολιού μας θέλγει η μελωδία,

ωραίας φωνής τραγούδι ποθητό

γεμίζει ευφροσύνη την καρδία.

 

Κι? όμως ακόμη πλέον ηδονική

απ? την τερπνή πνοή της αρμονίας

μια άλλη είν? γλυκύτερη φωνή

είν? η φωνή της παλαιάς φιλίας.

 

Πετάει εμπρός μας σαν καλό πουλί

ωσάν πιστό κι? ουράνιο περιστέρι,

κι? ανέκφραστη γλυκάδα εις την ψυχή

χύνει, με ταις ενθύμησαις που φέρει.

 

Έτσι μ? αυτούς τους στίχους απαντώ

στη φίλη που ενθυμείται το Μικέλη,

και της εύχομαι από καρδιάς κ? εγώ

γλυκόν το νέο χρόνο ωσάν παστέλι.

 

1884

 

 

 

 

 

Ένα φιλί κ? ένα στεφάνι  (Ρ, Λ)

 

Εις τον φίλον Ποιητή Γ. Μαρτινέλη

διά τα ερωτικά ποιήματά του

 

Φιλί γλυκό, γλυκό σαν τη φιλία

γλυκού σου φίλου, δέξου ποιητή,

ωσάν ανταμοιβή στην αρμονία

στα κάλλη που ανεβάζουν την ψυχή

τα τρυφερά σου ερωτικά λουλούδια

που μας χαρίζεις σε λαμπρά τραγούδια.

 

Η Μούσα μου όμως – μοναχό δε φθάνει

το εγκάρδιό μου και γλυκό φιλί ?

από μυρτιές του Παρνασσού στεφάνι

σου πλέκει για τη λύρα τη χρυσή,

και όλη σού το προσφέρει ενθουσιασμένη

στον θείο σου τον έρωτα υψωμένη.

 

Κεφαλληνία 1879

 

 

 

 

Εξάστιχο  (Λ)

 

Όταν τα νιάτα τ? ανθηρά που ολόγυρα γελούνε,

ρίχνουν σε με τα μάτια τους και στίχους μού γυρεύουν,

οι πεθαμένοι πόθοι μου, βρυκόλακες, ξυπνούνε.

Και τ? ασημένια μου μαλλιά τους στίχους μου ζηλεύουν.

Κατάρα νάχουν οι καιροί, κατάρα ας έχη η Λύρα!

Όμως τα νιάτα τ? ανθηρά καλή να λάβουν μοίρα!

 

 

 

 

 

Επίγραμμα  (Ρ)

 

Την καλλονή που θέλγει κι? ερωτεύει

η μάθησι στολίζει, προστατεύει.

Αν έχη και μαζί την αρετή

πράγμα δεν έχει σύγκρισι μ? αυτή

μήτε διαμάντι στης γης εδώ τα μέρη

ούτε στον ουρανό κανέν? αστέρι.

 

 

 

 

Επίγραμμα  (Ρ)

 

Γενιόμαστε, πεθαίνουμε και τόσο ζούμε μόνο,

για να αισθανθούμε στη ζωή τη λύπη και τον πόνο.

 

 

 

 

 

 

Επίγραμμα  (Ρ)

 

Ο βίος είναι γόρδιος δεσμός

κι? ο θάνατος Αλέξανδρος Μεγάλος·

κι? ασύγκριτος χειρούργος και γιατρός

κόβει το πόδι και περνάει ο κάλος.

 

 

 

 

Επίγραμμα  (Ρ)

 

Στέκει στο Μικελάκη να χτυπάη

τη μαύρη τη Φραγκιά με τόση ζόρη,

που, αν έλειπε η Φραγκιά, τίποτε δύσκολο

νάτανε το Ληξούρι Τουρκοχώρι;

 

Και τότε! πού… ο μώλος, πού ο Μέτελας,

Τηλέγραφος και Μπάντα κι? άλλα πράματα,

το ένα ενδοξότερο από τ? άλλο!

Και πού του Μικελάκη τα επιγράμματα;

 

 

 

 

 

Επίγραμμα  (Ρ, Λ)

 

Αν είχε στόμα τ? αγαθό βιβλίο

ήθε? μιλήσει μέσ? αφ? την πυρά

κ? ήθελ? ο κόσμος πάλι ξανακούσει

τ? απρόσιτο του λόγου μεγαλείο,

εκείνη τη φωνή την ιερά:

«Συγχώρησ? τους, Πατέρα μου,

δεν ξέρουν τι ποιούσι».

 

 

 

 

Επίγραμμα  (Ρ)

 

Εκάμομ? (έναν πόλεμο και μία κουτουράδα)

χωρίς πολιτική

κι? αυγάτισ? η Ελλάδα·

μένει να ιδούμε η χώνεψη

αν γίνη τακτική με τη Βενιζελάδα.

Γιατί καλά είναι πάντα τα στερνά

μην ήτανε τ? αυγά πολυκαιρινά.

 

 

 

 

Επίγραμμα  (Ρ)

 

Δεν κάμαμε μια τρύπα στο νερό

με δυο πολέμων φοβερές θυσίες

κι? ο Μπούσιος πως γράφει ανοησίες

είναι το πράμα βέβαια φανερό.

Και μέσα εις τα τόσα κι? άλλα σοβαρά

κάμαμε και μια τρύπα στον παρά.

 

 

 

Επίγραμμα  (Ρ)

 

Βασίζεσαι στο γένος σου, στα φώτα σου

κ? έχεις και τρόπο ανάλογο μ? αυτά,

των πάντων είναι ανώτερη κ? η κότα σου

γεννά κ? εκείνη αυγά μοναδικά.

 

Κανείς δεν ξέρει πράμα πρώτα σου

λαλείς και γράφεις πάντα κλασσικά

και κλασσικά ?ναι ακόμη και τα μότα σου.

 

 

 

Επίγραμμα ιστορικόν  (Ρ)

 

Εμπήκε μια ημέρα η Σιωπή

εις των Ελλήνων τη Βουλή σαν ξένη.

Τι εγύρευε; Να ιδή την προκοπή

χωρίς φύλλο συκιάς ξεγυμνωμένη!

Μα δίχως ψυχιάτρου ειδικότητα

έχει ένα τέτοιο θέαμα σκοπιμότητα;

 

 

 

 

Επίγραμμα – Ο Δεσπότης μας  (Ρ)

 

«Την σκάφην σκάφην κ.τ.λ.»

 

Ζωγράφισε ένα αγγείον της νυχτός

με άμφια και με μίτρα κουπωμένο

και θάχης την εικόνα του Δεσπότη μας.

Προτύτερα κουρούπι καθενός

από καθένα τώρα ανασπασμένο,

γιατ? είναι το Συμφέρον η θεότης μας.

 

 

 

 

 

Επίγραμμα  (Ρ)

ή

Σε γιατρό  (Λ)

 

Για το γιατρό που πέθανε, ολίγοι στην κηδεία του.

Την έστειλε για υποδοχή, μπροστά, την πελατεία του.

 

 

 

 

Επίγραμμα (στην ιτιά)  (Ρ)

 

Όταν πεθάνω, φίλοι αγαπητοί μου,

φυτέψετε κοντά μου μιαν ιτιά.

Αυτό το δέντρο τώχω στην ψυχή μου,

που γέρνει ωχρό και κλαίει με τα κλαδιά.

Θάν? η σκιά του επάνω μου ελαφρά

στη γη που θα κοιμάμαι εγώ βαθειά.

 

 

 

 

Επίγραμμα  (Ρ)

ή

Στο Βιλλάρδο  (Λ)

 

Τ? αστεία του πατέρα σου θα μείνουν φημισμένα,

απ? όλα ως αριστούργημα μας άφησε εσένα!

 

 

Επίγραμμα στον Γ. Α.  (Ρ)

ή

Σε κάποιον  (Λ)

 

Κρίμα για σε και δίστιχο να χαλαστή μελάνι,

γατόψαρο ποιος φρόνιμος το ρίχνεις στο τηγάνι.

 

 

 

 

 

Επίγραμμα  (Ρ, Λ)

Στους φουτουριστάς

 

Άδετα τα βιβλία σας και να μένουνε

δε θάχουνε να πάθουνε ζημία…

Μα εσάς είν? ασπλαχνιά να μη σας δένουνε…

Και νίβομαι απ? αυτήν την αμαρτία.

 

Per i Futuristi

Lasciati vostri libri non legati

per uso certo non avrano danno?

Ma voi senza lagami abbandonati?

E spietateza chi produce affano.

 

 

 

 

Επίγραμμα  (Ρ)

         Εις μίαν πολυάριθμον οικογένειαν

ή

[Χωρίς τίτλο]  (Λ)

 

Αν τόσοι που είσθε ήθελε είσαστ? ένας,

το πράγμα θάτανε το ίδιο, βεβαιώσου.

Ίσως αν δεν υπήρχε και κανένας!

Μα σύρε η αφεντιά σου τώρα χώσου

στης Θείας της Προνοίας τας βουλάς

γιατί να κάμη τόσους από σας;

Και μονάχα (ζητώντας την αλήθεια)

τολμά ο μικρός ο νους μου να σκεφτή

μην τώκαμε από φόβο μη χαθή

ο σπόρος από τέτοια κολοκύθια.

Κ? έτσι και τούτη ακόμη η σκοπιμότητα

μας χύνει φως να ιδούμε τη θεότητα.

 

 

 

 

Ερωτική επιστολή  (Ρ, Λ)

 

Η χθεσινή μαζί σου τσακωμάρα

μ? έκαμε τη ζωή να βαρεθώ

και μούρθε  και το νου να σκοτωθώ

χωρίς ν? ακούσω στην καρδιά τρομάρα.

 

Κι? είπα: στον τάφο δεν είναι λαχτάρα!

Κι? επήρα το ξουράφι να σφαώ

και τόχα ναν το χώσω στο λαιμό

για να τελειώση κάθε φαωμάρα…

 

Μα δεν ηξέρω πώς και τι και ποιο

κι? αντίς να κάμω τέτοια ανδραγαθία,

εβάρτηκα με μιας να ξουριστώ…

 

Κι? εκόπασε και τούτη η τρικυμία.

Κι? αντίς να μ? αγροικήσης σκοτωμένονε,

θάρτω να με φιλήσης ξουρισμένονε.

 

 

 

 

Fortza del Destino (= Η δύναμις του Πεπρωμένου)

              Incurabile (= Ο αθεράπευτος)

                                     ή

                         Sonetto με ουρά  (Ρ)

 

Σε μένα, τώρα πλέον γεροντάκι,

όχι ρυθμούς να γράψω ερωτικούς

νέους ? μα και να λέω τους παλιούς,

το βλέπω… σαν αστείο… λιγουλάκι.

 

Και κάμε αλλιώς ? αν θέλης Μικελάκη!

Τι τράβηξε η καρδιά σου, ξέρει ο νους,

τους τόσους της ψημούς και τους καϋμούς.

Μα όσο στη χόβολή της μένει αθράκι,

 

ποτέ το νου δε θάχης νοικοκύρη ?

κι? ο οίστρος πάντα εμπρός στην ωμορφάδα

θα σε στελιάζη για λιβανιστήρι·

κ? έτσι βαστώντας τούτην την αράδα,

θα ?πη η καρδιά σου «Addio Ποδόγυροι»

μόνο σαν γίνη στάχτη για πουγάδα.

 

Κι? αν με τα λόγια τούτα τα γραμμένα

γελάσουν δυο χειλάκια ζηλεμένα,

το λέω παρρησία

μ? όλα τα γηρατεία

μονάχα και για το ένα

δίνω τη μετρική μου αθανασία,

– και για το άλλο… έστω…

κι? ετούτη τη ζωή δίνω για ρέστο.

 

 

 

 

 

Η Άνοιξι  (Ρ)

 

Μεταφρασθέν εκ του Γαλλικού

και τροποποιηθέν διά την μουσικήν του

 

Τριγύρω στα νερά

ωραία πουλιά πετούν

και τ? αλαφρά φτερά

σταις καλαμιαίς χτυπούν.

Όμορφα πουλιά

πώς γλυκολαλούν!

 

Κ? οι πεταλούδαις να·

τα λούλουδα φιλούν,

η Άνοιξι γελά,

μυρτιαίς και ρόδ? ανθούν·

άνθη τρυφερά

που μοσχοβολούν.

 

Κι? εδώ ηδονή, χαρά

στη φύσι πλημμυρούν

για μια γλυκειά ματιά.

Τα στήθη μου διψούν

μια γλυκιά ματιά

για να δροσιστούν.

 

 

 

 

Η Ανόρθωσι  (Ρ, Λ)

 

Πολλά μοι υπ? αγκώνος ωκέα βέλη ένδον

ενί φαρέτρας φωνάντα συνετοίσιν. Εις δε

το παν ερμηνέων χατίζει.

Πίνδαρος, Ολύμπια Β΄

 

 Ι  Κάδρο

Της αρετής και της τιμής ασκέρι

σέρνει στην καταδίκη μ? απονιά

τη μοιχαλίδα τη Φαυλοκρατία

να την λιθοβολήση.

 

Και σ? όλο αυτόν τον άχραντο ντουνιά

(που φαίνονται όλοι ανθρώποι από άλλο αστέρι)

δε βρίσκει η δυστυχιά της ευσπλαχνιά

και μάτι να δακρύση.

 

Και μια γλυκειά μαζί της καν στιγμή

κανείς δεν της θυμάται περασμένη.

Ο Νόμος είναι Μωυσής… Πυγμή.

Βαρήτε της ? Η Ανόρθωσι να γένη.

 

ΙΙ  Ο Σκασμός μου

Κι? εμπρός στο κάδρο τούτο ο ποιητής

οπού έζησε κουτά σαν ασκητής,

και μήτε τη ματιά της,

σαν νάτανε σακάτης,

δεν έλαβε την τύχη ν? αντικρύση,

σκάει κι? αυτός γιατί να μη γλεντήση…

αφού… κι? αφού… σε μια καλή μπουγάδα,

όση κι? αν έχουν λέρα κι? απλυσιά,

βγαίνουν τα ρούχα κρίνοι στην ασπράδα.

Κι? αφού με το έλεός της κ? η Εκκλησιά

νηστεύσαντας και μη

όλους στερνά γραμμή

μ? ένα κερί στο Πάσχα ισοπεδώνει…

…………………………………………………..

Κ? έτσι κι? αυτός με τη στερνή του γνώσι

«Επί τη πολυελέω μας ανορθώσει»

όλο το παρελθόν του φασκελώνει.

 

 

 

 

Η αρρώστεια μου  (Ρ, Λ)

 

Λέει ο γιατρός πως καθαρόν αέρα

η βουλιασμένη αρρώστεια μου πως θέλει

προ πάντων, για να λάβω θεραπεία.

Μα εδώ, γιατρέ μου, είν? αντινομία,

αφού έχει δικασμένο το Μικέλη

η ανάγκη στο καθίκι νύχτα-μέρα.

Κ? έτσι μέσ? στα σιγύρια του σπιτιού

κούπωμα νάν? κι? αυτός του κανατιού.

 

 

 

 

Η Βασίλισσά μου  (Ρ, Λ)

 

Μικρούτσικο σπιτάκι χαμηλό

είν? της βασίλισσάς μου το παλάτι

και εκεί μέσα σα γιούλιο ντροπαλό

κρυμμένη ?ναι απ? το βλέμμα του διαβάτη.

 

Κι? εγώ διαβαίνω εκείθε και δειλά

με τον κρυφό καϋμό μου το κυττάζω

κι? αθέλητα, απ? αγάπη σιγαλά

μέσα από την καρδιά μου αναστενάζω.

 

Και καμαρώνω το βασιλικό

οπού το παρεθύρι της στολίζει·

καλότυχο μυρούδι φτωχικό

που το χρυσό της χέρι σε ποτίζει.

 

Κι? όταν στο χτυπολόημα τ? αργαλειού

και το γλυκό κελάδημα γροικιέται

του πολυαγαπημένου μου πουλιού,

κάθε καϋμός αφ? την καρδιά μου σβυέται.

 

Και του παρεθυριού της τ? αχνό φως

τα βράδυα ν? αγναντεύω δε χορταίνω·

άστρο για εμέ δεν έχει ο ουρανός

τόσο γλυκό και τόσο αγαπημένο.

 

Και λέω: «Καλή σου ώρα» εσέ φτωχή,

που, αν έχουν μετρημούς οι κόκκοι του άμμου,

έχει κι? ο πλούτος που έχεις στην ψυχή

«Ώρα καλή σου», εσέ Βασίλισσά μου.

 

 

 

 

Η δύναμις της αδυναμίας  (Ρ)

 

Με αξίωσι για το βραβείο Νόμπελ.

«Η γαρ δύναμίς μου εν ασθενεία τελείται» – Παύλος προς Κορινθίους Β΄

 

Κύριε των Δυνάμεων Ισχυρέ,

όπως το λέει και τ? «Άγιος ο Θεός»

που είναι από Σε ισχυρός κάθε ισχυρός

Τσάρος και Γκρέυ και Ποανκαρέ,

 

ασθένειες μόνον έδωκες σ? εμέ

κι? αδράνεια των εντέρων, που θυμός

κι? αν μ? αναγκάζει (δίκαιος) μη ευπρεπώς

κατά τινος (pardon) να πω το σε…

 

(για να εκφραστώ τουτέστι σαν Καμπρών)

πέφτω έξω! ? ναν το πράξω μη μπορών

… έτσι με την Αντάντ καληώρα τώρα

 

για τα έργατά της στη φτωχή μας χώρα…

Αλλ? αν η αρρώστια  φέρνει «μπόδια οπίσω»,

στο στόμα φέρνει σάλια ναν τη φτύσω.

 

Κεφαλονιά Φλεβάρης 1916

 

 

 

 

 

H θαλασσογραφία  (Ρ, Λ)

 

Θάλαττα ? θάλαττα

ΞΕΝΟΦΩΝ

 

Α

Γιαλέ μου εσύ, στη δροσερή σου αγκάλη

χαίρεσαι τόσα κάλλη

σαν τον αφρό σου αφράτα!

Κι? ωσάν τα κύματά σου

ορμή, ζωή γεμάτα!

Και μέσα στα καθρέφτινα νερά σου

που σειόνται κι? αστραφτολαμποκοπούνε,

ολόχαρα τα νειάτα κολυμπούνε.

Και λούζονται και πλένε σαν πουλάκια

δέρνοντας με παλάμες τρυφερές

τ? αδιάκριτά σου αυτά τα κυματάκια,

που υψώνουν θαρρετά τις κορυφές,

κι? αχόρταγα τους δίνουνε φιλήματα

και γλυκοαγκαλιασιές,

σε κρυσταλλοχιονάτες τραχηλιές.

Κι? αφρόστηθα ζωηρά με τρελλά κύματα

στήθη με στήθη σπρώχνονται, παλεύουνε,

που ανάμεσά τους, λες, κρυφοζηλεύουνε

και παίζουν, αγκαλιάζονται, σκιρτούνε

κι? αφροί με αφρούς φλοισβο-κρυφομιλούνε!

 

Β

Και συ γιαλέ μου, στη δροσάτη αγκάλη

χαίρεσαι τόσα κάλλη

γεμάτα ορμή και χάρι

που μήτε ο Σολομώντας ο σοφός

στο βίο του δεν εχάρη!…

Κι? ήταν και εκείνος σ? όλα του γιαλός!

Σε δόξες, σε σοφία

και σε νου και σ? ηδονές

κι? ακόμα με τους φλοίσβους του μας ψάλλει

(της Ιουδαίας τα κάλλη)

θερμές αγκαλιασιές,

το άσμα των ασμάτων, τα φιλήματα,

που παίζουν με μαστούς ? ωσάν τα κύματα.

…………………………………………………………….

Κι? εμείς που τα κυτάζουμ? ενοχλούμε!

Και φύλακας στα βλέμματα η αιδώς

σαν κέρβερος κυττάζει μην κυττούμε.

……………………………………………………

Κι? είν? η ζωή μας … κρίμα!…

Ας ήμουνα κι εγώ δικό σου κύμα

για μια στιγμή να ζήσω

και σε μια αγκάλη ποθητή να σβύσω.

 

Γ

Ας ήμουνα… ας ήμουνα κι εγώ

(που αδίκως στιχουργώ)

στο διαφανοσμαράγδινο ακρογιάλι

ένα μικρούτσικό σου καβουράκι

και μια μικρή λιγνούλα ζηλεμένη

οπώχει ωραίο κορμί και ωραίο κεφάλι

καθώς πετά και στα νερά σου μπαίνει

να δάγκουνα κρυφά στο ποδαράκι,

κι? ας ήθελε με πιάση κακιωμένη…

Κι? ας μ? έρριχνε στα αθράκια να με ψήση

και για μικρά ξερέξι να με φάη…

Να βρη η ζωή μου στη ζωή της δύσι

και τάφο στο μικρό της στοματάκι,

Που ψένει τις καρδιές καθώς γελάει!

Ο Πόθος που τη φύσι ζωγραφίζει

που εδώ γελά και πάλι αλλού δακρύζει

βρίσκει τη νοστιμάδα, την αγνότητα

και την αλήθεια στα γυμνά τα κάλλη!

Μόνο ο κακός εδώ θα κακοβάλη

γυρεύοντας την ψεύτικη σεμνότητα

και θα μας πη αττικώς μα ανάλαττα

πως τάκαμε στους στίχους τούτους «θάλασσα».

 

Δ

Κι? αν ίσως πάλι ο κριτικός ρωτήση:

«Ποίος των στίχων τούτων ο σκοπός;»,

ο στίχος ας σιωπήση…

Κι? ας ομιλήση μόνον ο γιαλός,

που με κρατεί κοντά του

κι? εμέ σαν τα παιδάκια

να λέω την ωμορφιά του…

Κι? όπως εκείνα κάνουνε ψαράκια

επάνω του πετώντας φτεναδάκια,

έτσι κι εγώ τα λόγια τούτα ρίχνω

σε σε, γιαλέ μου, μίλια ν? ακουστούνε

για να βουλιάξουν ύστερα για πάντα

εις το βυθό της λήθης

μαζί με τ? όνομά μου να χαθούνε.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ από τον ίδιο τον ποιητή: «Το πρώτο μέρος είναι, νομίζω, πρωτότυπον και σχεδόν τέλειον για τις σύνθετες που έχει λέξεις. Το δεύτερο ίσως έχει ανάγκη να πλουτισθή. Από το τρίτο μέρος ό,τι ξεπέφτει στο αστείο, είναι ιδιοτροπία.

 

 

 

 

Η Ιστορία (Ρ)

 

Η γνώσι και μονάχη να μιλή

δίκιο θαν είχε για το κάθε τι,

μα ο κόσμος δεν τ? ακούει και πηλαλάει

κι? ο πώχει τη φωνή πιο δυνατή

εκείνος και στερνά πάντα νικάει

τιμόνι που τον κόσμο κυβερνάει!

 

 

 

 

Η κουκουβάγια  (Ρ)

 

Εσύ ?σαι της Σοφίας το πουλί

που κουκουβάγια τώρα αντί Γλαυκός

σε κράζει των Ελλήνων η φυλή.

Και γίνηκες και συ απαίσιος οιωνός.

Μα εσένα η θεά αν σε εδιάλεξε, δηλοί

πως θρήνος της Σοφίας ειν? ψαλμός.

Και με το λάλημά σου διαλαλεί

Τη ματαιότητα όλη του παντός.

 

 

 

 

Η λαοπλανεία  (Ρ)

 

Πολλές φορές αγροίκησα ανθρώπους να μου πούνε

πως ο καιρός επέρασε του μύθωνε και πάει.

Στο μύθο φανταστήκανε ένα συρμό να ιδούνε

που ζη τυχαίως, κ? ύστερα με τον καιρό περνάει.

 

Όχι, όχι, ο μύθος δεν είναι όπως συρμός διαβάτης.

Ο μύθος είναι γιατρικό μεγάλο, που ευρήκε

για της ψυχής την τύφλωσι, για τα πικρά δεινά της,

ο Φρύγιος. Κ? ευγνώμονες τους φρόνιμους αφήκε.

 

Θα ζη ο μύθος όσο ζουν οι αρρώστειες στην ψυχή μας,

όσο η πανούκλα της καρδιάς τον Κόσμο θα μολύνη,

όσο ψοφούν κροκόδειλοι στο Νείλο της ζωής μας,

ο μύθος ωσάν γιατρικό στον κόσμο θε να μείνη.

 

Γιατρός δεν είμαι των ψυχών, αλλά στην Ιστορία

ένα συμβάν απάντησα οπού μπορεί να δείξη

τα ?νδύματα που ντύνεται η αισχρή υποκρισία

και σε πολλούς του λογικού τα μάτια να ανοίξη.

 

Εγώ για μύθο τη χρυσή αν δίνω ιστορία,

θέλω με τούτο να σας πω παραβολή πως κάνω.

Αφήνω το προμύθιο. Το μύθο τώρα πιάνω.

 

 

 

 

Η μικρή που διακονεύει  (Ρ)

 

Εις τον κ. Α. Παράσχον, ποιητήν του «ορφανού»,

από πλευράν πλασμένη του «ορφανού σου»

είναι η φτωχούλα αυτή, που διακονεύει.

Για σύντροφο τη δίνω του μικρού σου,

το αγόρι την παιδούλα ας προστατεύει.

SUI GENERIS

 

T? αχαμνό το χέρι απλώνει

και γυρεύει διακονιά

η μικρούλα που κρυώνει

η φτωχούλα που πεινά.

 

Δες τι πρόσωπο σβυσμένο!

Απ? ταις στέρησαις κι? ωχρό

σα λουλούδι μαραμένο

που του λείπει το νερό.

 

Άκου· με φωνή θλιμμένη

σαν πουλάκι από φωλιά,

που τη μάνα έχει χαμένη,

μας ζητάει τη διακονιά!

Στο σχολειό σου, αρχοντοπούλα,

που πηγαίνεις βιαστικά,

ρίξε βλέμμα στη φτωχούλα

με τα ρούχα τα λερά.

 

Αδελφή σου είνε και εκείνη

που πεινάει για το ψωμί!

Δεν ανθούν γι? αυτήν οι κρίνοι,

τα τριαντάφυλλα, η Ζωή.

 

Εις του κόσμου το περβόλι

ξένη η έρμη περπατεί·

γύρω αγκάθια και τριβόλοι

και ξυπόλυτη πατεί.

 

Απ? την τύχη αδικημένη

πόνεσέ την τη φτωχή!

Βοήθησέ την την καϋμένη

που πεινάει για το ψωμί.

 

1879

 

 

 

 

Η Μόδα  (Ρ, Λ)

 

Ρίμες στεναχωρημένες για τη μόδα

entrave-μένες (= περδικλωμένες γυναίκες)  

«Στενά μοι πανταχόθεν»

 

Έχοντας κ? η γυναίκα δύο τα σκέλη

είπε μια μέρα η Μόδα λογικώς:

«ένα σακκί λοιπόν για τον καθένα,

όπως και των αντρών ? κι? όχι φουστάνι».

Μα εδώ σου σκώνονται οι άντρες μανιακώς,

πως σκάνδαλο είναι κάποια-κάποια μέλη

νάναι των γυναικών ξεχωρισμένα!!!

Και βγαίνουν με το γρόθο στο μεϊντάνι.

 

Τότες, της Μόδας σέμπρος της παλιός

ο Πειρασμός εις το γυναίκειο αμπέλι,

ξήλωσε, λέει, αυτά σου τα ραμμένα,

και στένεψε τη φούστα όσο να φτάνη,

να πγαίνη στο κορμί της γυναικός.

Κ? η Μόδα που για κόπο δεν τη μέλει,

ετοίμασε σακκιά μαστορεμένα

για κάθε sic ? Κυρά, τέτοια να βάνη!

 

Και βλέπεις τώρα στη στενοχωρία

όλα ξεπεταχτά ? Jesus ? Μαρία!

Που λες με φόβο το σακκί μη σπάση

και χρειαστής αγγάρεια για να σιάση.

Μα βλέπεις και σουβλιά που τρόμο κάνουνε,

(Υπόμνησες για κείνους που αμαρτάνουνε).

Μα είν? οι καλές οπού σου λένε: βλέπε!

Παπαί Σατάν! Παπαί Σατάν! αλέππε (aleppe).

 

 

 

 

 

Η οίηση  (Ρ)

 

Λέμε συχνά πως είμαστε λυχνάρια,

αν όχι πολυέλαιοι μεγάλοι,

κι? είμαστε μοναχά μικρά σφογγάρια

οπού ρουφάμε ό,τι η ύλη βγάλη,

ενώ την ύλη πώχουμε παρμένη

τη βγάζουμ? έξω πάντα, τώρα, ξένη.

 

 

 

 

Η Πινακοθήκη της Κολάσεως

 

               Προοίμιον   (Ρ, Λ)

Την Κόλαση με εικόνες να στολίση

εμπήκε στου Διαόλου το κεφάλι

κ? εγύρισε τον κόσμο να ζητήση

πρόσωπα, που ν? αρμόζη εκεί να βάλη.

 

Μα πουθενά δεν ηύρε να εκτιμήση

κακίας βάθος, που να κάνη ζάλη

σα στην Κεφαλονιά, και ν? αγαπήση

ψυχές σατανικές, φρικώδη κάλλη.

 

Κι? αγγάρεψε κι? εμέ φτωχό ζωγράφο

που κάπου είχε δική μου ιδή δουλειά

για της πινακοθήκης του τεχνίτη.

 

Γι? αυτό με πίσσα και με θειάφι γράφω

κι? η Μούσα μου στον άχαρο μπελιά

με την κακή μου τύχη κλαίει και φρίττει.

 

               Ο μοχθηρός  (Ρ)

           Αφιερώνεται εις τον φίλον

και φίλον της τέχνης Κων. Π. Σκαλτσούνη,

με την παράκληση να μη δώση αντίγραφο σε άλλον.

Βλέπεις εκείνον πώρχεται σκυφτά

και φαίνεται σαν νάθελε νυστάζη;

Άγρυπνον κρύβει μέσα στην καρδιά

το φθόνο, που το στήθος του σπαράζει.

 

Έρχεται να σου ?πη απογυριστά

κάτι που να γνωρίζη πως σε γγιάζει.

Κι? ενώ μιλεί σα φίλος γκαρδιακά,

το γέλιο σου, η χαρά σου τόνε σφάζει.

 

Γνωρίζοντας πως γάμο συμφωνάς

κοντεύει σαν κουτάβι αγάλι-αγάλι,

να πνίξη την ελπίδα της χαράς

 

την υποψία μέσα σου να βάλη,

άλλαξε δρόμο εμπρός του – μακρυά·

είναι κουνάβι πονηρό κι? οχιά.

 

Ο μοχθηρός ψευδοφιλόπατρις

             (Χαιρέκακος)  (Ρ, Λ)

Το πρόσωπό του εκείνο το γιωμένο

που της καρδιάς του δείχνει τη σκουριά

το γέλιο το κρυφό, το λυσιασμένο,

που η δυστυχία των άλλων του γεννά,

 

το φθονερό του μάτι το σβημένο,

που δείχνει βουλιμία για συμφορά,

μας εξηγούν γιατ? είναι διψασμένο

το αχείλι του και πόλεμο ζητά.

 

Διψάει να ιδή στα μαύρα φορεμένους

πατέρες και μανάδες που μισεί

να τους ιδή στα δάκρυά τους πνιγμένους,

 

θάναι δροσιά στην έρμη του ψυχή.

Για τούτο υπέρ Πατρίδος σκούζει ?κράζει

όρνιο, που για κουφάρια αναστενάζει!

 

 

             Ο χαμερπής  (Ρ)

Πρόθυμος δυνατούς να μαμουρεύης

στέκεις εμπρός τους σαν πιστό σκυλί

σκυμμένος μαζωμένος να μαντεύης

αν έχουν να σου δώσουν προσταγή.

 

Κι? ενώ βαθειά τα μάτια βασιλεύης

δείχνοντας και με τούτο υποταγή

το στόμα ανοίγεις για να κολακεύης

και για να τρως μονάχα χαμερπή.

 

Χαμογελάς στα μούτρα που γελούνε,

σουφρώνεσαι εμπρός στους σοβαρούς,

και συμφωνάς εις ό,τι κι? αν γροικήσης·

 

και μ? όλα αυτά πολλοί θα σε φθονούνε

πώχεις προστάτες φίλους δυνατούς

και ξέρεις στον αιώνα μας να ζήσης.

 

         Εις ένα φιλάργυρον   (Ρ)

(Προανάκρουσμα)

Σαν το Χριστό κ? η φύση αναστημένη

στοργή και ζέσι ολόγυρα σκορπάει,

είναι του πάγου η πλάκα κυλισμένη

κι? από χαρά πάσα πνοή σκιρτάει.

 

Κι? αγάλλεται όλη η πλάσι ερωτεμένη

και την ανάστασί της τραγουδάει!

κ? ευωδιάζει η πασχαλιά ανθισμένη.

Κι? ολούθε αγάπης φίλημα αντηχάει.

 

Μόνον Ιούδα εσύ τ? αργύριά σου

μετράς ? και δεν ευρίσκεις τη χαρά

μήτε σ? αυτά, και γι? άλλα διψασμένος.

 

Ρίψ? τα λοιπόν και πήγαινε… κρεμάσου…

θα σε δεχτή κουνώντας την ουρά

ο Μαμωνάς στον Άδη, ενθουσιασμένος.

 

              Η μεγαλοσιάνα  (Ρ)

Νομίζεις πως κάτι είσαι αληθινά

κ? εμπρός σου θες να γέρνουν το κεφάλι,

γιατί μεταξωτά φορείς σκουτιά,

κ? έχεις και τον παρά με το τσουβάλι.

 

Και μ? όλον πώχεις τόση προστυχιά

στους τρόπους σου, το παίρνεις για μεγάλη…

μεγάλη αληθινά στην αλαλιά

κι? όλον τον κόσμο παίρνεις για χαμάλη.

Μα όσα κι? αν έχης χρήματα χιλιάδες,

κι? αν ξέρης και πέντ? έξη ιταλικά,

είσαι και συ σαν κάθε γυναικούλα…

 

Πιστεύεις εις τα ξόρκια, στους παπάδες,

κουλούρες τρως και συ στην Εκκλησιά,

και κάνεις ό,τι κάνει κάθε δούλα.

 

            Ο κακολόγος  (Ρ)

Έπρεπε να μπορώ να δανεισθώ

τη λυσσιασμένη γλώσσα τη δική σου.

Με δαύτηνε τες χάρες σου να πω

για να σου ζωγραφίσω την ψυχή σου.

 

Δειλιάζω αληθινά να σε θωρώ

και δείχνει και τη λύσσα σου η μορφή σου.

Αν γέλιο σου ξεφύγη ή πης καλό

το κάνεις για να κρύψης τη χολή σου.

 

Σαν τίγρις οπού χάζι στη σφαγή

ευρίσκει και με δίχως να πεινάη

κι? ό,τι της τύχη εμπρός της το σκοτώνει,

 

έτσι και σένα η γλώσσα σου η κακή

βρίζει δεξιά ζερβά κακολογάει

κι? έναν αφίνει κι? άλλονε τσακώνει.

 

 

Ο θεομπαίχτης  (Ρ, Λ)

(Προσωποψυχογραφία)

Στις φλέβες σου φαρμάκι και χολή

αντίς για αίμα ρέει, θεομπαίχτη, πλάνε,

κ? ενώ το στόμα για θρησκεία μάς μιλεί,

λύσσας αφρούς τα χείλη σου σκορπάνε.

 

Είσαι αφ? των Φαρισαίων τη φυλή,

που του Χριστού τη Σταύρωση θυμάνε,

και μίση μόνον η καρδιά σου κλει

ωσάν οχιές, που στη φωλιά τους νάναι.

 

Κάνε νηστείες, αγύρτη, και σταυρούς…

Γέλα τις γυναικούλες με τα ψέμματα

και μάνιζε εναντίον στους ασεβείς.

 

Πλην μάτην σκοτεινούς ποθείς καιρούς

και μάταια διψάς γι? απίστων αίματα!…

Την έπαθες … αργά να γεννηθής!

 

 

 

 

Η πιστή κόρη  (Ρ)

 

Δεν θέλω, μάνα, γέροντα να κάμω συντροφιά μου·

ας τα χαρή τα πλούτη του και τάσπρα του μαλλιά.

Δε λησμονάω το χρυσό, ξανθό ναυτόπουλό μου

με το ροδάτο πρόσωπο και τη θερμή καρδιά.

Μάνα, μακριά απ? τα πέλαγα, εκεί που ταξιδεύει

αγαπημένα γράμματα μου στέρνει γκαρδιακά.

Η ξενητειά τα χείλη του για μένα φαρμακώνει

κ? εμέ γι? αυτό τα δάκρυα μου σταλάζουνε θερμά.

Θα καρτερώ ο Κώστας μου καράβι ν? αποκτήση

με του Θεού το θέλημα, με κόπο, με δουλειά.

Με την ευχή σου, μάνα μου, ναρθή να με ζητήση

Αυτό είν? το μόνο μου όνειρο, τα πλούτια είν? η καρδιά.

 

 

 

 

Η Πόλη  (Ρ, Λ)

 

Το σονέττο ετούτο, αν ήθελε έχω τα σχετικά και την ελευθερία,

θα το αφιέρωνα εις την Α.Υ.Τ.Χ.Υ.Α.Τ.Κ.Π.Γ.

 

Δεν έσωνε η Ελλάδα μας μονή

και κίνησε την Πόλη για να πάρη,

κι? αφού την καταφέραμε διπλή

την κράζουν στα μπουγάζια … για φανάρι.

 

Απάνου κάτου και για ψαρτική

το ιστορικό να ψάλλη το τροπάρι

«Τη Υπερμάχω» κ? έτσι λάου-λάου εκεί

με την Αντάντ η Αρκούδα να μπουκάρη.

 

Κατακαϋμένη Πόλη, τ? είναι τούτα

(οπού για σε το γένος αιώνες τρέμει)

για ενός ψευτομεσία τη μεσιτεία

 

και για μπαξίσι λίγη Μικρασία,

βγαίνοντας απ? του Τούρκου το χαρέμι

να γένης του Χαχόλου μαντενούτα;

 

 

 

 

Η πρώτη παράκλησι το βράδυ

με την κήρυξι του πολέμου μας 1912  (Ρ)

 

«H δε δύναμις της αμαρτίας ο Νόμος»

Παύλος προς Κορινθίους Α΄ 15-56

 

ή

Νίκας κατά βαρβάρων  (Λ)

 

Φωτοπεριχυμένη η Εκκλησιά,

μέσα με φόβο του Θεού γυρεύουνε

«νίκας κατά βαρβάρων» να μας δώση.

Κι? απ? έξω κάτι βρώμικα σκυλιά

σκουρδουμπελοκοπώντας σκαρδακεύουνε

χωρίς Πατρίδα και Θεό και Γνώσι!

– Πέτε μου τώρα, ανθρώποι γνωστικοί,

μέσα ή απ? έξω είναι η Λογική;

– Και πάλι… ενώ αντηχάει… το Αμήν

των σκύλων είναι το «Ειρήνη Υμίν»;

Κι? από την αναρχία έχετε τρόμο

μη μοιάσουμε στα ζώα χωρίς το Νόμο;

 

 

 

 

Η στοργή της Αντάντ για την Ελλάδα  (Ρ)

 

Μιλεί η Αντάντ για μιλιταρισμό

της Γερμανίας· πως, εάν νικήση,

και την Ελλάδα αυτή θα κατακτήση

και θα μας φέρη το βαρβαρισμό.

 

Βοήθα Τηνιώτισα μου, τα κακά

όσο κι? αν μας πλακώσανε μεγάλα,

δεν θα βγη ένα καλό οπού η Δασκάλα

θάμπη στο σπίτι για τα Ελληνικά;

 

Κι? ούτε Μιστριώτη μικρομεταπράτη

ούτε έξοδα να πας στη Γερμανία…

Ο μιλιταρισμός ? Φιλολογία

κι? από στοργή η Αντάντ κινδύνους πλάττει.

 

 

 

 

 

Η τριανταφυλλιά μου  (Ρ, Λ)

 

Σε μια τριανταφυλλιά, που μου στολίζει

ολανθισμένη το μικρό μου ανθώνα,

έδωσα τ? όνομά σου το χρυσό.

Μα όπως εκείνη αυτό δεν το γνωρίζει,

δεν ξέρεις και συ πόσο σ? αγαπώ.

Συ ? πώχε ις τα χρυσά μαλλιά κορώνα –

βασίλισσά μου, φίλημα δειλό

είν? το μικρό μου αυτό θερμό τραγούδι,

που προς εσέ πετάει ερωτεμένο

σαν πεταλούδα σε ώμορφο λουλούδι,

για να σου πη το πόσο σ? αγαπώ,

για να σου πη το πώς για Σε πεθαίνω!

 

 

 

 

Η Φανή μου  (Ρ)

      Αφιερούται εις την αξιοσέβαστην

φίλην ζώων κυρίαν Χιλδάιχ

ή

Ι Φανί μου, το Σκιλί μου  (Λ)

Πίιμα του Μέλοντος

με την ορθογραφία του Μέλοντος

 

 

Ι καϊμένι μου ι Φανί,

το καλόσϊο σκιλί,

οπού κάνι ότι του πο.

Ναν καλά ναν το χαρό.

 

Κε μαζί του ναν καλά

όλι ι φίλι τον σκιλιόν

π? αγαπούν με τιν καρδιά

ζόο τόσο εβγενικόν.

 

Κιρά Φίσι από τες τρις

τες μεγάλες αρετές,

πούνε πίστι, αγάπι, ελπίς,

σα στεφάνι στες λιπές

 

διό εχάρισες μαζί

ις τον σκίλον τι φιλί,

πίστι ακράδαντι, σοστί

κε αγάπι ος τι θανί.

 

Κε σε μας τα λογικά

πίες με τόσι τσιγκουνιά

και μας έβαλες μονί

τιν ελπίδα στιν ψιχί!!

 

Αχ! μ? ελπίδες, σιμφορά!

Τι ξεστένουμε στι γι;

Πλάνι ι δόξα κ? ι χαρά,

πλάνι ι πόθι ι περισί!!!

 

Κε ζιλέβω σε Φανί

με τιν όμορφί σου ορά!!

 

Λιξούριον – 1906 Σεπτεμβρίου 29

 

(Από αυτόγραφο του Ποιητή)

 

 

 

 

Ιδού το ποίημα αλλ? όχι το ρόδον(Ρ)

 

Mostrasi si piacentea chi la mira

Che da per gli ocehi una dolcezza al core

Che ?ntender non la puo chi non la prova.

DANTE

 

Το ευχάρι της καρδιάς ατενίζεται μέσα στα μάτια

Και όποιος δεν το δοκίμασε δεν μπορεί να τα δώση.

ΔΑΝΤΗΣ

 

Το λεύκωμά σου αυτό για να στολίσω

αντί φτωχός οπού ?μια ποιητής,

νάμαι ζωγράφος άξιζε Απελλής

το ροδοπρόσωπό σου να εικονίσω

το γέλιο, που με τόση καλλοσύνη

χαρίζει γύρω χάρι κ? ευφροσύνη.

 

 

 

 

 

Ιτιά  (Ρ, Λ)

 

Εις τ? άλλα δέντρα γύρω σου, ιτιά μου,

δε μοιάζεις στη θωριά. Εσύ γερμένα

πώς έχεις τα κλαδιά σου, μαραμένα;

Μαύρη ορφανή μου φαίνεσαι μπροστά μου,

που ξέπλεγα έχει τα μαλλιά ριμμένα.

Και βλέπω σε καθρέφτη την καρδιά μου!

 

Εμένα μοιάζεις άχαρο δενδρί μου,

σε γέννησεν η φύσις μαραμένο,

προγόνι της κι? εγώ παραιτημένο

σε μνήματα περνώντας τη ζωή μου,

και μόνη η συντροφιά σου περιμένω

να φέρη τη γαλήνη στην ψυχή μου.

 

 

 

 

Κραυγή περί δικαίου  (Ρ, Λ)

 

Αφού κατά βαρβάρων Γερμανών

δεν θέλησε η Ελλάς να πολεμήση,

δίκαιον βρίσκω τον αποκλεισμόν

και δίκαιον από πείνα να ψοφήση.

 

Μα το φτωχό το ζώον να πεθαίνη

της πείνας, για δική μας μοχθηρία

σκεφθήτε το Λαοί πολιτισμένοι·

σ? αυτό, φοβούμαι, γίνεται αδικία.

 

Σεις έχετε εταιρείες για τα ζώα…

Ερεύξομαι προς ταύτας μετά θάρρους

ερρέτω ο πταίστης ? σώσατε τα? αθώα

τ? άλογα, τα μουλάρια, τους γαϊδάρους.

 

Δίκαιον όμως ο οίκτος ν? απλωθή

κ? εις τους εκ του ποιμνίου του Μεσσία,

κι? αθώους κι? αυτούς δικαίως να τους δεχτή

στην κιβωτό της μέσα η ευσπλαχνία.

 

 

 

 

 

Λόγια πόνου  (Ρ)

 

Για τον πολύκλαυστο θάνατο του Ανδρέα Δ. Λούζη.

Προς τους απαρηγόρητους γονείς του

 

Στους θρήνους σας στην πρώτη συμφορά

είπα κι? εγώ του πόνου σας τραγούδι…

Μα… η διωγμένη εγύρισε χαρά

φέρνοντας νέο αφάνταστο λουλούδι…

Κ? εστέγνωσαν τα μάτια τα θλιμμένα

κι? άνθισαν πάλι γέλια αγαπημένα.

 

Κι? έλαμψε νέα ολόχαρη ζωή…

χάρες κι? ελπίδες κι? όνειρα γεμάτη…

ωσάν λαμπρής ημέρας χαραυγή…

Και όμως μόνον ειρωνεία κι? απάτη

εβγήκαν όλα, π? άσπλαχνη ειμαρμένη

φώλιαζε στ? άνθη, σαν οχιά κρυμμένη.

 

Και μέσ? στην αγαλλίασι το μιαρό

και το φριχτό της έχυσε φαρμάκι…

Κι? έδωσε του μαρτύριου το σταυρό

σ? ένα αγγελούδι πιο, παρά παιδάκι.

Κι? εγίνετε και σεις μέχρι θανάτου

μάρτυρες στο σκληρό το Γολγοθά του.

 

Και τώρα που σε μαύρο ωκεανό

ο πόνος την ψυχή σας τη βυθίζει,

ο Γολγοθάς (οπού τον ουρανό

μόνος αυτός με την κορφή του εγγίζει),

άμποτε από το φως του να σας δίνη

μικρή παρηγοριά… για ελεημοσύνη.

Μισός αιώνας και ένας χρόνος ακόμα

(από τη γέννησι του Άβλιχου) 1844-1895  (Ρ)

 

Πάει το mezzo secolo λοιπόν

κ? ένα σκαλί πατούμε παρακάτου

πιο ευτυχής ακόμα απ? το Σαμψών

δεν έλαβε ο ποιητής τη Δαλιδά του.

 

Κ? ίχνη μονάχα αφίνει των χειρών

στίχους πτωχούς εδώ στο πέρασμά του,

τρόπαια πόνων, νότες στεναγμών,

που κρύβουνε συχνά τα μυστικά του…

 

 

 

 

Μποναμάς  (Ρ)

 

Διά τον μικρόν Σπύρ. Μυλονόπουλον

 

Το νέον έτος σήμερα που φθάνει

γλυκύσματα, παιγνίδια φορτωμένο,

ούτε στιγμή ποτέ να μην πικράνη,

Πίπη μου, εσέ παιδί χαριτωμένο.

 

Κ? εύχομαι απ? όλα επάνω τα καλά

να χαίρεσαι του θείου σου το φιλάκι

και πάντα ευτυχισμένο να γελά

τ? ώμορφο και γλυκό σου στοματάκι.

 

Και με χαρά κι? αγάπη να περάσης

χρόνια πολλά στο δρόμο της ζωής

και του καλού του θείου σου να μοιάσης

που ζη για σένα μόνο ευτυχής.

 

Εν Κερκύρα τη 1η Ιανουαρίου 1893

 

 

 

 

 

Μπουκετάκι  (Ρ)

 

      Στη δα Μαρία Μεταξά

 

Siora Μαρίκα στην ενθύμησί σου,

με τ? άνθη συνδεμένο αν συμβή

κάποτε να προβαίνη τ? όνομά μου,

για λίγα γιασεμιά που σου έχω δόσει,

(και που ακριβά μου τάχεις δα πληρώσει

με τόσα και φιλόφρονα merci σου),

δεν θάνε μόνο νέα ανταμοιβή,

αλλά και ποθητό κατόρθωμά μου.

 

 

 

 

Νότες…ακούτες άκουτες  (Ρ)

 

Η ανόρθωσί μας που σφριγάει σ? όλα

κάνοντας και από σπόντο καραμπόλα,

ως και τη σιόρα Θέμιδα μας βάνει

δουλειές κι? αυτή με φούντες να μας κάνη.

Και νόμους να ξυπνάη «κεκοιμημένους»

υπέρ της Ηθικής μαστορεμένους,

φιρί-φιρί γυρεύοντας στη χώρα

να βρη ποιος έχει, αντί κυρίας, σινιόρα.

(Πράματα σοβαρά ? κι? όχι για γέλια).

Και τα ξυλοστεφάνωτα βαρέλια

με σιδεροστεφάνια να τα ζώση

– την Ηθική του Νόμου ν? ανορθώση ?

και μέσα στων σεισμών τις κουνησιές!!!

νάχουμε και μπουτιέρικο ? χτυπιές!!

Μα εγώ φρονώ πως θάταν πιο καλά

ν? αφίναμε όπως βρίσκονται τα πράματα

μη βάνοντας το Νόμο σε μπελά

να πγαίνη να ξηλώνη ξένα ράμματα.

Κι? ακόμη λέω, τα πράματα φοβούμαι

σγαρλίζοντας, ανάποδα μη βρούμε…

κι? αν τα ξυλοστεφάνια σκουληκιάζουνε…

μα και τα σιδερένια… που σκουριάζουνε!…

Γι? αυτό το ξαναλέω ? πολύ φοβούμαι

ανάποδα τα πράματα μη βρούμε.

Ήγουν και πάλιν ήγουν,

την Ηθική, σινιόρα, σπιτωμένη,

να ζη παρά τον Νόμον, τρυπωμένη.

Κ? εδώ οι Νότες λήγουν.

 

 

Ο Βρυκόλακας  (Ρ)

 

Όταν μου λέγανε στα πρώτα χρόνια

πως συχνά βγαίνουν οχ τα καταχθόνια

κάποια αισχρά τέρατα, χολή γεμάτα,

ξερά και κίτρινα, κορακομάτα,

π? όταν γελάσουνε σου κάνουν φρίκη,

συφορά σπέρνοντας και καταδίκη,

που ρουφάν αίματα σα μάνας γάλα,

αίμα δε μου ?μενε στις φλέβες στάλα.

Κι? όταν γιατί έκλαια μου ?λεε η γριά μου:

«Να ο βρυκόλακας», έπεφτα χάμου.

Αφού εμεγάλωσα όμως, κ? επήρα

τους δρόμους, κ? έλαβα τάχατες πείρα,

μ? όλα εκειά εγέλουνα, κ? έλεα: οι γριές

μας λεν στα σπάργανα χίλιες ψευτιές.

Αλήθεια αν ήτανε, γιατί σε μένα

δε φανερώνουνται τα κολασμένα;

Κ? ενώ τούτα έλεγα, να και μπροστά μου

το τέρας ? κι? έχασα τα λογικά μου.

Χλωμό, ψαθόκορμο, κορακομάτι

με την καυκάλα του βάτους γεμάτη,

που ?κανε σύχασι, που ?κανε φρίκη

δεξιά-ζερβιάζοντας σαν το σκουλήκι.

Να το βρυκόλακα, να το ψοφίμι

Ευθύς εφώναξα, κ? είδα το Τζίμη!

 

 

 

 

Ο Γεωργάκης  (Ρ)

 

Σα σκύλος καραγκούνης αλυκτάς

φύλαξ και συ πιστός της Εκκλησίας

γιατί της τσιγκουνιάς τας εντολάς

ευρίσκεις εις το πνεύμα της θρησκείας.

 

Νηστεύοντας παράδες δεν πετάς

κ? εχθρός της οργικής πολυτελείας

κερδίζεις και τη λίρα που βαστάς

εις δόξαν της πεντάρας της αγίας.

Κι? αν ίσως το χωριάτη τονέ γδυής,

συχνά ξεμολογιέσαι με χαρά.

Και στην πουγάδα ετούτη της ψυχής

 

ανέξοδη σε κάθε μασκαρά,

κερδίζεις, δικαιώματα θρησκείας

εις δόξαν της πεντάρας της αγίας.

 

Μυρίζουν τα σκουτιά σου από λιβάνι

που δεν αφίνεις όρθρο, εσπερινό,

μα δεν ψυχοπονιέσαι τ? ορφανό!

κι? ένα λεφτό το χέρι σου δε βγάνει.

 

1889

 

 

 

 

Ο Ελληνισμός  (Ρ)

 

Αφιερωμένο στο Γεώργιο Χρ. Ζωγράφο,

τον Αρχηγό της Ηπειρωτικής Επαναστάσεως

 

Σηκώθηκε μια μέρα στο ποδάρι

σε πόλεμο τιμής η Αρχαία Ελλάδα

την αρπαγή να εκδικηθή του Πάρι,

κ? είπε να πέση, κ? έπεσε η Τρωάδα·

κ? εγράφη μ? αίμα τότες η Ιλιάδα.

Βαγγέλιο της Φυλής το βιβλιάρι.

(Κι? ανάτειλε λαμπρός ο Ελληνισμός

ο ένας για όλους, όλοι υπέρ του ενός).

Μα τώρα πάει και τούτο στα χαρτιά

της προγονοπληξίας, στη φωτιά…

 

 

 

 

 

Ο καγχασμός  (Ρ)

 

Να μπη ή να μη μπη στο Θέατρο το ράσο;

That is the question

 

Τόση πολυγνωσία ριμμένη κάτω

μήπως μιανθή στο θέατρο το ράσο,

ο Σατανάς με βάνει να γελάσω

σφυρίζοντάς μου το «μη στάξη η ορά του;».

Και στο διαβολικόνε υπαινιγμό

σεισμό και του Άδη ακούω τον καγχασμό!

 

 

 

 

Ο καϋμός μου  (Ρ, Λ)

 

Για το χαμό του φίλου μου Μαβίλη,

που σκοτώθηκε στη μάχη στο Δρίσκο το 1912

 

Heureux qui pour la gloire ou pour la libert?

dans l? orgueil de la force et l? ivresse du r?ve

meurt ainsi d? une mort eblouissante et fiere !

[Ευτυχής όποιος για τη δόξα και την ελευθερία

με την έπαρσι της αλκής και τη μέθη του ονείρου

έτσι πεθαίνει, μ? ένα θάνατο λαμπρό και περήφανο].

                         La mort de l? aigle ? HEREDIA

 

 

Μαβίλη μου. Αχ ο κόσμος όλος σε φημίζει

και την αξία σου και αρετή σου λέει

κι? ο ηρωικός σου ο θάνατος του εμπνέει

εγκώμια και με δάφνες σε στολίζει!

 

Και μάρτυρα ? Ποιητή ? σε αθανατίζει.

Μα η φιλία κλαίει… κλαίει… κλαίει…

Κι? αφ? τον καϋμό θερμό το δάκρυ ρέει,

που η Δόξα σου τη θλίψι δεν κοιμίζει.

 

Μαβίλη μου! Αχ έλεγα εγώ σαν γέρος

εμέ η γλυκειά φιλία σου, πως θα κλάψη!

Κι? άξια σου λόγια πόνου δεν ευρίσκω…

 

Κ? εύρηκε η Μοίρα  απάντεχο ένα μέρος

μέσ? στη φωτιά, στο Δρίσκο να σε θάψη

και ναν το υψώση Δόξας Οβελίσκο!

 

 

 

 

 

Ο Μαντζουράνης  (Ρ)

 

Υποψήφιος εν Κεφαλληνία

 

Ένας στην Αλεξάνδρεια ξακουσμένος,

που επλούτησε στο τζόγο με καρπιαίς,

μας ήρθε κολονάτα φορτωμένος

για βουλευτής στις νέαις εκλογαίς.

Κι? έξω ντελάλι βγάνει και φωνάζει

«Για πούλημα ποιος είναι στα χωριά

ο Μαντζουράνης ψήφους αγοράζει

και τους πληρώνει κι? όλα στα γερά»!

Κεφαλωνίτες, αν στο πρόσωπό σας

φιλότιμο υπάρχει κι? ανθρωπιά,

αποκριθήτε με το φάσκελό σας

σε κείνον που σας πήρε για τραγιά.

Της Σάμης χωρικοί, Πλαρνοί, Ρισιάνοι,

πετάξτε του στα μούτρα ταις δραχμαίς.

Δείξτε του στην τιμή σας πως δε φτάνει

και σεις πληρώσετέ τον με φτυσιαίς.

 

 

 

 

 

Ο Μεσσίας  (Ρ)

 

Μεταγνωμένος σ? όσα έχω γραμμένα

στη γλώσσα μας (θαρρώντας τα χαμένα)

τώρα ήθελα βουλγάρικά να ξέρω,

έπος να σου στελιάσω, που να μείνη

αιώνιο ? ωσάν την Ιλιάδα.

Και των Βουλγάρων την ευγνωμοσύνη

εκφράζοντας στη Βενιζελο-Ελλάδα,

Μεσσία των το Μεσσία μας να γεραίρω.

 

 

 

 

 

Ο Μεσσίας  (Ρ, Λ)

 

Η γάτα τ? απαυτά της τα σκεπάζει

γνωρίζοντας τη βρώμα τους βεβαίως.

Κι? όμως ο Βενιζέλος ξεσκεπάζει

στον κόσμο τα έργατά του θαρσαλέως.

Φαίνεται (για να κάνη τέτοια λάθη)

πως θάχασε την όσφρησι με μίας

αφ? τ? αγγλογαλλικά βεβαίως πάθη,

Μεσσίας τώρα πια της Ειρωνείας!

 

Ιούνιος 1916

 

 

 

 

 

Ο μόνος μου φθόνος  (Ρ, Λ)

 

Εγώ ?μια ένα μυαλό που πήε χαμένο.

Πολλοί μου τώπαν και τ? αναγνωρίζω,

μα και ξαλλιώς σαν τ? ήθελε κερδίζω

μ? αυτή τη δυσκολία που πάω να βγαίνω;

Μόνο φθονάω εγώ κάθε μουλάρι,

που περπατώντας ? μπουφ και τ? αμολάρει.

 

 

 

 

Ο νόμος της φύσεως  (Ρ)

 

Σ? αυτό το δάσος; Λίζα μου φιλτάτη,

Να μ? αγαπάς μ? ορκίστηκες πιστά.

Ω ευτυχία! Είν? η γλυκειά σου απάτη

σαν όνειρο, που μια στιγμή βαστά.

Κι? όπως το παν στου κόσμου αυτού την τάξι

ν? αλλάξη από τη φύσι έχει γραφτή,

το δάσος πρασινάδα θα ν? αλλάξη·

θ? αλλάξης και συ, Λίζα μου, εραστή.

 

 

 

 

 

Ο περιβολάρης  (Λ)

 

Χαρήτε άλλοι πλούτη μεγάλα

για μένα ας βρέχη ο ουρανός

νάναι η ζωή μου μέλι γάλα,

περιβολάρης είμαι φτωχός.

 

Περιβολάκι μου καμαρωμένο,

ξέγνοιαστος τώρα σ? αφήνω γεια,

τάλλο περβόλι μου να βρω πηγαίνω,

της λυγερής μου την αγκαλιά.

 

 

 

 

Ο Σπύρος  (Ρ, Λ)

 

«Πείθομαι, ξεπείθομαι

και πάλι ματαξεξαναξεπειθοπείθομαι»

 

Ζήτω οι νόμοι!

Κάτω οι νόμοι!

Αλλάζω γνώμη

κάθε στιγμή.

Εγώ ?μαι ο Σπύρος,

εγώ ?μια ο ήρως

του Ν α ι  και Μ η !

 

Παπάς θα γένω

και δε θα γένω.

Πάω και μένω…

Α μ ή ν  κι?  Α μ ά ν,

θέλω στιχάρι,

ψάλλω θροπάρι,

κάνω τον Πάρι

σαν τρανσπαράν!

 

Ζήτω η θρησκεία!

σάχλες κι? αστεία,

σαλάτα μία…

«Πάσα πνοή»…

Κόβω τα γένεια

και πιάνω χτένια

κι? αφήνω γένια

«νυν και αεί».

 

Ζήτω η κόμη!

Κάτω η κόμη!

Αλλάζω γνώμη

κάθε στιγμή.

Εγώ ?μαι ο Σπύρος,

εγώ ?μαι ο χήρος,

εγώ ?μαι ο Ήρως

του Ν α ι  και  Μ η !

 

1906

 

 

 

 

 

Ο υπερντρετνώτ Μεσσίας  (Ρ, Λ)

 

Το στιχούργημα τούτο αφιερώνω

εις το σεσωσμένον τώρα πλέον Ελληνικόν γένος

 

Ότι όντως είναι υπερντρετνώτ Μεσσίας

ο κύριος Βενιζέλος, σοβαρώς

τόσοι το δείχνουν ? όχι ένας Σταυρός.

Κι? ο Ελληνικός κι? ο Μέγας της Γαλλίας.

Ενώ ένα μόνον έλαβε ο Χριστός

και ξύλινον κι? αυτόν κι? άνευ ταινίας.

Και τώρα, εάν οι Οβραίοι στις προφητείες

βάλουνε τα γυαλιά τους και κυττάξουνε,

τις οίδε!… μήπως έχουμε αμαρτίες…

και μέσ? στο, Θεέ καλέ, μας τον αρπάξουνε!

 

Κεφαλονιά Γενάρης 1914

 

 

 

 

Ο Χειμώνας  (Ρ)

 

Υγειά μας άφησε το Καλοκαίρι

και του Χειμώνα ήρθ? ο καιρός,

σύγνεφα ολόμαυρα ο αέρας φέρνει

και γύρω αστράφτει ο ουρανός.

 

Το αηδόνι εσίγησε, βρονταίς γροικώντας

το ζέφυρο έδιωξε βοριάς σκληρός

κι? από τη ρίζα τους τα δέντρα σειώνται

και η βροχή επλάκωσε, κατακλυσμός.

 

Φουσκώνει η θάλασσα, ξερομαχάει

στους βράχους ρίχνεται με λύσα ο αφρός

και θολωμένος βαρειά βογγάει

στο πέρασμά του ο ποταμός.

1884

 

Παράπονο  (Ρ)

 

Αχ, κάτι γιασεμιά λησμονημένα

που ελπίζανε για χάρι τους μεγάλη,

σε τρυφερά κι? αγαπημένα κάλλη

να μαραθούν επάνω ζηλεμένα…

 

Άχαρο και θλιμμένο ριζικό τους!

Τα πήρε ο αέρας, τάριξε στη σκόνη,

μα εκείθενε με φόβο ξεφυτρώνει

φτωχό τραγούδι! Το παράπονό τους!

 

 

 

 

Παράπονο εις μίαν Λουίζα  (Ρ, Λ)

 

Αφιερωμένο εις Άγιον Ιωάννην Ρέντην

 

Με λέγει η Λουίζα ασεβή

και τα ωραία της μάτια δε γυρίζει

τον άτυχο να ίδη ποιητή,

γιατί από λιβάνι δε μυρίζει,

γιατί κεριά σ? αγίους δεν ανάβει.

και δεν πηγαίνει, αχ, να μεταλάβη!

 

Κι? αν ήτανε η Λουίζα μια ομορφιά

σαν μια αγία ορθόδοξη, που νάχη

το χρώμα της εληάς χολερικό

και στραβομούρα με κυρτή τη ράχι,

υπομονή! αι, θα ?λεγα, ας είναι!

Τέτοια φαρμάκια, στιχουργέ μου, πίνε!

 

Μα να ?ναι ένας άγγελος σωστός,

με δίχως μόνον τα φτερά να φέρη,

ωσάν από τον παράδεισο αρπαχτός

απ? του ζωγράφου Ραφαήλ το χέρι

και να μη στρέψη καν να με κυττάξη

μέσ? στη χολή μου την ψυχή μου βράζει.

 

Αχ! Μη Λουίζα! Μη με λέγεις ασεβή,

μήπως κι? εγώ Θεό λες δεν πιστεύω;

Στην ωμορφιά εικόνα του πιστή

μήπως τι άλλο παρ? αυτόν λατρεύω;

Και μήπως εμπροστά στην ωμορφάδα

δεν καίει η καρδιά μου σαν λαμπάδα;

 

Έπειτα, την αγάπη εντολή

μεγάλη σαν τον ίδιο το Θεό μας!

Μήπως να πης μπορείς πως πιο πολύ

εσύ την εκτελείς από τους δυο μας;

Αχ! Μη με λες, Λουίζα, άπιστόνε.

Να μη πιστεύω το Θεό ? σκληρόνε.

 

Μα η Λουίζα όχι μόνο να με ιδή

τα ωραία της τα μάτια δε γυρίζει,

μα ούτε καν ακούει την παλαβή

τη Μούσα μου, αν ίσως μουρμουρίζη

ένα τραγούδι τέτοιο δίχως χάρι,

που αν του ήλιου εκείνου μόνο μία

αχτίνα είχε, θα ?λαμπ? ως φεγγάρι

μέσα στων τραγουδιών την απειρία.

 

 

 

 

 

Πασχαλινό  (Ρ, Λ)

Σε μίαν ωραία ξένη

 

Δεν έχεις της μοσκιάς την ωμορφάδα

ούτε του ρόδου, λυγερή μου ξένη,

στην όψι τη ζωηρή την κοκκινάδα,

οπού σε τόσες λάμπει αγορασμένη.

 

Μάχει το πρόσωπό σου τόση ασπράδα

μ? ανθόγαλα σαν νάσουνε πλασμένη

και τόση έχει το γέλοιο σου γλυκάδα

με ζάχαρι σαν νάσουν ζυμωμένη.

 

Και μοιάζουν τόσο, κόρη μου καλή,

με γλύκισμα από γάλα αυτά τα κάλλη

και τόσον αχ! μ? αρέσουνε πολύ,

 

και τόσο μου ζαλίζουν το κεφάλι,

που όχι να σου δώσω ένα φιλί…

ήθελα να σε φάω με το κουτάλι.

 

Pensees condensed  (Ρ)

Για αντίδοτο στου κόσμου τα κακά,

Πρόνοια σπλαχνική κι? αγαπημένη,

χαρίζει αστέρια, μάτια θελτικά.

Σ? αυτά κ? η Δόξα κλίνει θαμπωμένη.

Μα ο στίχος που απ? τη λάμψι τους φωτίζεται

με πόθο στη θωριά τους καθρεφτίζεται.

 

 

 

 

Περιαυτο-στιχο-λογία  (Ρ)

 

Όταν τα νειάτα τ? ανθηρά, που ολόχαρα γελούνε,

ρίχνουν σ? εμέ τα μάτια τους και στίχους μου γυρεύουν,

οι πεθαμένοι πόθοι μου βρυκόλακες ξυπνούνε,

και τ? ασημένια μου μαλλιά τους στίχους μου ζηλεύουν.

Κατάρα νάχουν οι καιροί ? ήθελε πω, κ? οι στίχοι,

όμως τα νειάτα τ? ανθηρά καλήν ας έχουν τύχη.

 

 

 

 

Ποίημα παιδευτικόν  (Ρ)

 

(Για να διαβάση ο κ. Ματσούκας στίχους μου)

 

Το θάρρος δεν σου αρνούμαι της ψυχής

αν τύχη τη ζωή σου να πετάξης,

ίσως και σαν κοτόπουλο να σφάξης

Βουλγάρωνε παιδιά ως εκδικητής.

Μα όσο το θάρρος και να λέη πολύ,

μας ξεπερνούν σ? αυτό συχνά οι τρελλοί.

 

Μόνο εθνικός δεν είσαι ποιητής.

Κι? αυτός σου ο πόθος, δίχως να τρομάξης,

με τα φτερά του Ρήγα να πετάξης

στα ύψη της ιδέας της Εθνικής,

του Δία μου θυμάει το πουλί

με τη χελώνα, που ο μύθος δηλοί.

 

Κι? αυτός ολόγυρά σου ο τόσος κουρνιαχτός

που σκώνεται πυκνός στο πέρασμά σου

και που θαρρείς πως είν? αφ? τα φτερά σου,?

άλλονε μύθο μου θυμάει κι? αυτός,

τη μύγα με το αμάξι και τη σκόνη,

που επίστευε αυτή πως τη σηκώνει.

 

Κι? ο κόσμος που μαζί σου ο σοβαρός!

ακολουθεί με ουρά τονταμπουρά σου,

κεφάλια ? πόδια καμωμένα ουρά σου,

έτσι μαγερεμένος εθνισμός,

οπού το νου με οίηση φουσκώνει

θιμίζει Κούτρα και Ετέμ κανόνι.

 

Γιατί με καραγκιόζικα σαλπίσματα

δε γίνεται η Πατρίδα δυνατή…

Πατρίδα κάνει μόνη η αρετή.

Ούτε εθνισμός εισάγεται με κλύσματα,

κι? αν δείχνουν όλ? αυτά πως κάτι αξίζουνε,

βατράχια μόνον ψόφια γαλβανίζουνε.

 

Και τέτια και του δίσκου σου τα χρήματα

αν λέμε πως θα φτιάσουν κάτι τι…

Αγία απλότης! Είσαι θαυμαστή!

Μα τα έργα σου, βλαστήματα… βλαστήματα!…

που τες κολοφωτιές που λαμπυρίζουνε

παίρνουμε για φανούς… να μας φωτίζουνε!

 

Κι? έτσι και συ Ματσούκα σα φανός

του Γένους παρουσιάζεσαι

κι? ολούθενε θαυμάζεσαι.

Κι? έξαλλος των δασκάλων ο χορός

Τυρταίον Σε κηρύττει

και με βαρείες, οξείες, περισπωμένες

στο νικηφόρο διάβα σου σε ραίνει,

που μ? ανοιχτό κανείς το στόμα μένει

αν ζη ή δεν ζη σε δόξες περασμένες!!

κι? ανοίγει ολούθε εμπρός κάθε σπίτι.

 

Κ? έπειτα ευθύς ο δίσκος για το στόλο

σ? αναδεικνύει πρώτο δισκοβόλο

και πρόσθετον μοχλόν φορολογίας

στο στάδιον ευρείας επαιτείας.

 

Κι? ως αν μην ήταν τόσος ο τόσος φόρος

ιδού και συ με ζόρι απά στο ζόρι

στην πεινασμένη ρίχνεσαι γελάδα

για τη στερνή της ματωμένη ικμάδα.

Κι? έτσι και συ Ματσούκα σα φανός

του γένους παρουσιάζεσαι

κι? ολούθενε θαυμάζεσαι.

 

 

 

 

Πόνος ανίατος  (Ρ)

 

La si ride qua si muore

 

Eδίψα η γη κ? η φύσις για νερό

κι? ήτο η ζωή στην πάλη νικημένη.

Ήρθ? η βροχή, και δέντρο και φυτό

στ? αγκάλιασμά της αναζή, ανασαίνει.

 

Και όμως εγώ, στη φλόγα πώχω εδώ,

σε τούτην την καρδιά τη μαραμένη,

μήτε στη γη, μηδέ στον ουρανό

βρίσκω δροσιά, που πόνο ν? αναφραίνη.

 

Κι? αν αναπνέω κ? εγώ ζωής αέρα,

μοιρολογώ την τύχη μου μονάχος,

και βαρυαναστενάζω απελπισμένος

 

καθώς βαρειά βογγάει κούφιος βράχος,

απ? αγριεμένα κύματα δαρμένος,

ενώ στο πλάι λαλεί φλογέρα.

 

 

 

 

Προοίμιον εις την ωδήν της Πεσσάδας  (Ρ, Λ)

 

Θωρώ τα νιάτα,

π? ολόγυρά μου θάλλουνε δροσάτα

και τη ζωή για μια στιγμή αγαπάω

και τ? άσπρα τα μαλλιά μου λησμονάω.

Και λησμονάω τ? άσπρα μου μαλλιά

κι? ακούω χτυπιές στη μαύρη μου καρδιά.

 

Και μπαίνουν χίλιοι πόθοι

σαν νάθελε έχω κάλεσμα χορού,

και πάει το «σαυτόν γνώθι»

και τα λοιπά μαζύ του, κουτουρού.

Και ?πιθυμάω χαρές, τραγούδια, τρέλλες,

γλυκές ματιές απ? ώμορφες κοπέλλες.

Και τόσον με τους πόθους μου μεθάω,

οπού κι? αγάπες να ποθώ τολμάω.

 

Εγώ ξεράδι τώρα για φωτιά,

που φρόνιμο πουλάκι να καθίση

δεν ήθελε ποτέ του με διαλέξει

χαρούμενο γλυκά να κελαηδήση.

Η τύχη μου μ? εμέ θέλει να παίξη

και ρίχνει τέτοια λόγια στα χαρτιά…

 

 

 

 

Πώς σκέπτεται σήμερα ο Κόσμος  (Ρ)

 

Ας μην κατηγορή κανείς κανένα,

γιατ? είμαστ? όλοι μιας λογής ζυμάρι·

αισθήματα είναι λόγια τορνεμένα,

νερά κοπανισμένα στο μουρτάρι.

Δεν κάνουν διαφορές ανάμεσά μας

κι? όλ? έχομε το πρόσωπο απ? εμπρός μας.

 

Τι θα μας πης εσύ, πως στην καρδιά σου

λατρεύεις σα θεότη τη φιλία;

Και θυσιάζεις τα συμφέροντά σου,

του νου σου, της ψυχής την ησυχία

για να μπορέσης το καλό να κάμης

τον αδελφό, το φίλο να συνδράμης;

 

Το κάνεις για να κάμης το καλό σου.

Γυρεύεις την υπόληψι του Κόσμου

με υποκρισία πολλή στο πρόσωπό σου.

Είναι και τούτο ένα:  ν α   και  δ ο ς   μ ο υ.

Εμπόριο, ψευτιά κι? υποκρισία.

Είναι η τιμή κι? αγάπη και θυσία.

 

Φωνάζεις για Πατρίδα και πονείς

και τρέμεις από πόνο στα δεινά της;

Και καταριέσαι τη ζωή που ζης

στη φρίκη που σου κάνει η ατιμιά της;

Αναστενάζεις, κλαις και λαχταρίζεις;

Γελάς τον κόσμο και φαρισαΐζεις.

 

Βλέπεις την αδικιά, την ανομία

να σκώνουνε το πόδι να πατούν

στα στήθη την ερμιά και τη φτωχεία;

Και σε γι? αυτό τα δάκρυά σου κυλούν;

– Είσαι μωρός ? ή θέλεις να φανής

ευαίσθητος πως είσαι και πονής;

 

Έχεις υπομονή τα βάσανά σου

εις την καρδιά σου μέσα να βασταίνης;

Και τα κρυφά, φριχτά μαρτύριά σου

για την υπόληψι όλων να σωπαίνης;

– Δείχνει και τούτο τη δειλή ψυχή σου

και μην καυχάσαι, φίλε, στην τιμή σου.

 

Αγάπησες με πόθο την αλήθεια

κ? ήπιες ποτήρια χάριν της πικρά;

– Έμεινες στη ζωή χωρίς βοήθεια·

κ? εχθρεύθηκες του Κόσμου τα καλά;

Για δέσιμο είσαι…

 

 

 

 

Σαρακοστιανό  (Ρ, Λ)

 

Μ? αυτά τα μάτια μαύρα σαν εληές

παντοτεινά θα έκανα νηστεία

κ? ήθ? αστοχήσω Πάσχα και Τρινές

να την περνάω με ξεροφαγία

να προσφαΐζω με γλυκές ματιές

δοξάζοντας Χριστό και Παναγία.

 

 

 

 

 

 

Σε κάτι κούκκαλα  (Ρ, Λ)

 

Κάτι κούκκαλα ντυμένα

εις σε ρούχα γυναικεία,

που πιστεύουνε πως είναι

θηλυκά ? χωρίς τ? αστεία,

με ιδέα μες το μεντούλι

πως τα λιχοδεύουν ούλοι,

εξετάζανε μια μέρα

στη φτωχή μας τούτη γη

– μήπως κίνδυνος υπάρχη

για βιαία απαγωγή!

Κι? ένας είπε από τσου φίλους:

«να φοβώνται μόνο σκύλους».

 

 

 

 

Si ride qua si muore  (Λ)      

(= Άλλος εδώ γελά κι? άλλος πεθαίνει)

 

Εδίψα η γη κι? η φύσις για νερό

κι? ήτο η ζωή στην πάλη νικημένη.

Ήλθε η βροχή και δέντρο και φυτό

στ? αγκάλιασμά της αναζή, ανασαίνει.

 

Κι? όμως εγώ στη φλόγα πόχω εδώ

σε τούτη την καρδιά τη μαραμένη,

μήτε στη γη, μηδέ στον ουρανό

βρίσκω δροσιά τον πόνο ν? αλαφραίνη…

 

Κι? αν αναπνέω κι? εγώ ζωής αγέρα,

μοιρολογώ την τύχη μου μονάχος

και βαριαναστενάζω απελπισμένος

 

καθώς βαριά βογγάει ο κούφιος βράχος

απ? αγριωμένα κύματα δαρμένος,

ενώ στο πλάι ηχεί γλυκειά φλογέρα…

 

 

 

 

 

 

Sonetto  (Ρ)

 

Στο φίλο μου Νικόλα Άννινο, που με έκαμε δελτάριο

 

Μ? έκαμε και δελτάριο η φιλία

οπού γι? αυτή και μόνη κάτι αξίζω

που μέσα στη ζωή μας στην αχρεία

άλλη απ? αυτήν αλήθεια, δεν γνωρίζω.

 

Είναι κι? αυτό της τύχης μου ειρωνεία

κ? έτσι γελώντας εν ταυτώ δακρύζω,

που δόξα μου θεωρώ την αδοξία,

αφού στο ψέμμα εμπρός δε γονατίζω.

 

Αινίγματα για σε τα λόγια αυτά,

που ξέρεις και το νου και την καρδιά μου

δεν είναι, αγαπητέ μου Νικολάκη,

 

κι? εκεί που καμαρώνονται μπροστά

στην κάρτα μου, κυττώντας τη θωριά μου

πίνω μαζί και μέλι και φαρμάκι.

 

 

 

 

Sonetto  (Ρ, Λ)

 

Εις τον ποιητή Παλαμά,

απόκρισι εις ένα γράμμα του

που με έγραφε «συνάδελφο»

 

Συνάδελφο με κράζεις ποιητή,

εσύ «πηγή ύδατος αλλομένου»

νάμα ψαλμού ζωής, πατρίδας αίνου,

που αιώνια Ελλάδα βοΰζει θαυμαστή.

 

Κι? άμποτες απ? αυτό να ποτιστή

το χώμα αυτού του τόπου του καμένου

και νάναι και η βουλή του πεπρωμένου

ξανά με δάφνες νέες να στολιστή.

 

Μα εγώ είμαι έρημου βράχου μια βρυσούλα,

που έρημη ρέει σ? έρημο γιαλό

και ρέει  ?σα να κλαίη την ερμιά της·

 

και μόνον νύχτα-μέρα-βράδυ-αυγούλα

κρένει με του πελάου το βογγητό…

Και αν έρτη φτερωτός να πιη διαβάτης.

 

Λυξούρι – 1911 – Χριστόγεννα

 

 

 

 

 

 

Σονέττον ? Μυστριώτη τω πάνυ  (Ρ)

 

«… την πεπρωμένην δε χρη

αίσαν φέρειν ως ράστα, γιγνώσκονθ? ότι

το της ανάγκης εστ? αδήριτον σθένος».

Αισχύλος, Προμηθεύς δεσμώτης

 

Εις των λογάδων του Έθνους το Ιερόν

όπερ θα εγείρει η Νέα μας Ιστορία,

εις το στασίδιον το Δεσποτικόν

θα θέση Σε, της γλώσσης μας Μεσσία!

 

Κι? όμως επέκλωσέ Σοι μαλλιαρόν

όνομα φέρειν αίσης μοχθηρία,

Μυστράν μιμνήσκον τυροκομικόν,

αντί να λάμπη εν τούτω η Λακωνία.

 

Και ουτωσί φευ!!! εις άπαντας αιώνας

έξεις τον ρύπον του βαρβαρισμού!!!

Ενώ του χυδαιολόγου του Ψυχάρη,

 

(οπού της γλώσσας είναι ο λυμεώνας

και ο πατριάρκης του μαλλιαρισμού)

τ? όνομα ελληνικό θα φιγουράρη.

 

Κεφαλονιά – Λυξούρι- 1911

 

 

 

Στεναγμός  (Ρ)

 

Θιάκι περίφημο

που μια φορά

με τον πολύμητι

μας ετιμούσες,

τώρα μας στέρνεις

τον Πεταλά!

ωσάν με τ? άλογα

να μας μετρούσες!

 

Ω! καιροί δύστυχοι!

ω συμφορά!

Φτωχή μου μούσα

να μην εζούσες!

και την κυβέρνησι

του Μπουλελά

και του Θερσίτωνε

να μη θωρούσες!

 

 

 

 

Στην Επιστήμη  (Ρ)

 

Ετούτη τη ζωή μάς τήνε τρως,

Κυρά Επιστήμη, στης ζωής την πάλη

και με τη λαιμαργία του  τ ι  και   π ώ ς·

κ? ενώ μας ρίχνεις ατυχείς στη ζάλη,

 

μας παίρνεις κι? απ? τον τάφο μας σκληρώς

κ? εκείνο της θρησκείας το προσκεφάλι,

που κεντημένο λέει: «Ελπίς ? Θεός»

κ? έτσι μας τρως και τη ζωή την άλλη.

 

Και μας αφίνεις μόνη ευδαιμονία,

σα μια σκιά, την υστεροφημία·

για λίγους ως και τούτη χαρισμένη,

κι? αν θέλης κάμε αλλιώς, αν σε βασταίνη.

 

 

 

 

Στη σύνταξη της «Εστίας»  (Ρ)

 

Tu dis partout du mal de moi

– Εσύ παντού για μένα λες κακό

Je dis partout du bien de toi

– Εγώ παντού λέω καλό για σένα

Mais vois quel malheur est le n?tre

– Μα ιδές διαβολεμένο ριζικό

On ne nous croit nil? un nil? autre

– Δεν μας πιστεύουν ούτε εσέ ούτε εμένα.

 

Εν Αργοστολίω 14 Φεβρ. 1914

 

 

 

 

 

Στίχοι  (Ρ)

 

Εις τους γάμους της εξαδέλφης μου δος Ρηγγίνης

Άβλιχου με τον κ. Παναγή Μομφεράτον

 

Ρηγγίνα αγαπητή μου στη χαρά σου

ανέκφραστην αισθάνομαι χαρά.

Τύχη αγαθή βραβεύει την καρδιά σου

που λάμπει στη γλυκειά σου τη θωριά.

 

Για δώρα γκαρδιακά φέρνω εμπροστά σου

τα λόγια ετούτα, κ? εύχομαι θερμά

να θάλλη πάντα το μειδίαμά σου

όλο ευφροσύνη και καλή καρδιά.

 

Την ευτυχία σου γύρω σου ποθούνε

μαζί με τους γονείς σου κι? αδελφούς

και τόσοι συγγενείς οπού ευλογούνε

τα στέφανα του γάμου με παλμούς.

 

Η αρεταίς σου, η χαραίς σου θα ευρούνε

θερμήν αγάπη και γλυκούς δεσμούς.

Είθε και οι Μύραις πάντα να σκορπούνε

εμπρός σου ευώδεις ευτυχίας ανθούς.

 

Αργοστόλιον 15 Ιουλίου 1884

 

 

 

 

Στίχοι  διδακτικοί «Εν Δωματίω»  (Ρ)

 

Απάντησις εις το «Εν Περιπάτω» ποίημα του Αχιλ. Παράσχου

 

Μην περιμένης άνθη εδώ να βρης

συ που τους στίχους τούτους θα διαβάσης.

Σου δίδω μόνον νύξεις να σκεφτής

και κάπως ίσως ίσως να γελάσης.

 

Εκείνος που τους γράφει ποιητής

αν είναι ή όχι, φίλε, μην ξετάσης.

Μαγείρεμα είναι τούτο κριτικής

κι? αν θέλης για όσα λέμε να δικάσης,

 

διάβασε πρώτα την «Εν Περιπάτω»

ποίησιν του Κυρ Παράσχου για τη Δύση

κι? ύστερα εδώ θα πηαίνεις παρακάτω,

 

αλλέως το μάτι εμπρός ας μη βαδίση,

γιατί θα φανταστής πως μύθους πλάττω!

έτσι κι ο Απόλλων φως να μας χαρίση.

 

Το άντρον των Νυμφών και τα λοιπά

με δακρυσμένο μάτι χαιρετά

και για την Εσπέρια το κινά.

 

Και πηαίνει ο Παράσχος στο Παρίσι

και βγαίνει κι? όλα ευθύς να περπατήση

γιατί ήθελε τον τόπο να ιστορήση.

 

Ήτονε βράδυ και στα μπουλεβάρια

θαμπώθηκε απ? τ? αμέτρητα φανάρια

και σε γυναίκεια σκόνταψε ποδάρια

 

και του πατήσαν έξαφνα τον κάλο.

«Είδα αρκετά, φωνάζει, δε θέλω άλλο.

Τις κρίσεις μου σε στίχους πάω να βάλω».

 

Και κάθεται και γράφει μια γραφή:

«Κάλλιο είν? η χώρα λέει του Κατή,

γιατί γυναίκα εκεί δε σε πατεί».

 

Και βλασφημάει τούρκικα τα φώτα

που οι Έλληνες ανάψαν πρώτα-πρώτα

γιατί η κακή τον πάτησε κοκότα.

 

Και τρέχει για να φύγη αφ? το Παρίσι

τον κάλο του ζητώντας να προασπίση

μήπως κοκότα πάλιν τον πατήση.

 

Και ωσάν ωκύπους Αχιλλέας σχίζει

των κοκοτών το πλήθος και μανίζει

και πηαίνοντας ? πετάει ? δεν βαδίζει.

 

Μα κι? άλλη εδώ του εστάθη συμφορά

που μια ωραία κοκότα, μια κυρά,

θωρώντας τον να τρέχη ? Πουρκουά

 

Μουσιού; τον ερωτά, τόσον βιαστικός;

Και το μανδύα τώπιασε ελαφρώς

θέλοντας κι? άλλα να του πη… Μ? αυτός

 

σκιασμένος ? ξαφνιασμένος και με βία

ως Ιωσήφ αφίνει το μανδύα

και φεύγει, φεύγει, φεύγει στην Αγγλία.

 

Ε! Κυρ Παράσχο, δε γελούμε πλέον,

είναι ντροπή να κρίνη έτσι κανείς

ακρίτως για το μέγα και τ? ωραίον

κι? ασκέπτως να μιλή περί τιμής.

 

Απίστευτη απραγιά μπορούσε μόνον

εκείνος να ξεράση τις βρισιές

διά το Άστυ νεωτέρων χρόνων,

γιατ? είδε εκεί πολλές Μαγδαληνές.

 

Ο παλαιός ο Σκύθης τες Αθήνες

δεν άκουσα να ονείδισε ποτές,

αν ίσως τον επάτησαν οι Φρύνες

ή τώκαμαν κουβέντες ντροπαλές.

 

Ο Κοραής μας επροχτές ακόμα

(που το Παρίσι ήτονε το αυτό)

σ? αυτό ας ταφώ παράγγειλε το χώμα

οπού σαν την Ελλάδα μου αγαπώ.

 

Κι? ο μακαρίτης γέρος μας εκείνος

δεν ήξευρε καλλήτερα από μας

κι? αφρόχυτους καιρούς της Σαλαμίνος

και τας κοκότας ? τας παρισιανάς.

 

Κι? από προχτές, είναι γνωστόν, εκεί

δεν άλλαξαν τα ήθη τόσον δα!

ενώ η Ελλάς  α γ ρ ό τ ι ς  και  π ι σ τ ή

δεν είναι πλέον σαν ήταν μια φορά.

 

Έγιν? η βοσκοπούλα λαίδη Ντάμα,

και μόνον ατυχώς εις τα κακά

περισσότερο εμιμήθη κατά γράμμα

τους ξένους, όχι τόσον στα καλά!

 

Να την θωρή σωστή Αγία Βαρβάρα

και μη μου άπτου, πάναγνη, κανείς

ετούτη μια κάποια στραβωμάρα.

Αλλιώς όμως στοχάζεται ο Σουρής.

 

Το στόμα που φυσούσε τη φλογέρα

τρίλους του Βέρντη βγάνει του Γκουνώ

και το μεταξωτό της κάνει αέρα,

φουστάνι πια δε βλέπεις ταπεινό.

 

Και μέσα στου Ρωμιού τον Καζαμία

που γράφει για κουζίνες και Κυρίες

γι? αγάπες και τσιμπιές στην Εκκλησία

δεν ηύρα την Ελλάδα στις Αγίες!

κ.λπ.

 

 

 

 

 

Στίχοι του Πειρασμού  (Ρ, Λ)

 

Ουκ αναστήσονται ασεβείς, εν κρίσει,  Ψαλμ. θ. 17

 

Απ? όλες τις εφεύρεσες του νου

εκείνη για τη «μέλλουσα ζωή»

– κουκκί να σε φυτεύουνε στη γη

κουκκιά να ξεφυτρώνης τα? ουρανού,

και τέχνες κ? επιστήμες βάνει κάτου

με τη γεωπονία του θανάτου.

 

Και μ? όλα ταύτα, αγαπητέ μου Τρέκα,

(που τόση έχεις στους στίχους μου στοργή),

πολύ φοβούμαι μην η θεία οργή

αφήση εμάς, σαν ασεβείς, στα  secca,

και πέση λύκος στο φτωχό πουκκί μας

και τότε πάη a monte η φύτεψί μας.

 

 

 

 

Στο γάμο του με την Ειρήνη Καποδίστρια  (Ρ)

 

Εις της αγάπης τη γλυκειά αλυσίδα,

που δένει την καρδιά σου στην καρδιά της,

μόνος σου πόνος νάνε αφ? τα δεσμά της.

κι? η Ειρήνη νάνε η Πίστη σου κι? η Ελπίδα

κι? αμάραντα να ζήσουν μαγεμένα

στέφανα μ? άνθια του Μαγιού πλεμμένα.

 

 

 

 

Στο γιατρό Χ. Κουλουμπή  (Ρ)

 

– Γιατρέ μου, αληθινά σε μακαρίζω

και σε ζηλεύω ακόμα

στην ευκολία σου, πώχεις απ? το στόμα

ν? αδειάζης τ? άντερά σου, ενώ πασχίζω

μ? αγώνα εγώ πολύν αφ? τ? άλλο μέρος

έξοδο για να δώσω λίγου αέρα.

 

 

 

 

Στο γρύλλο  (Ρ, Λ)

 

Καϋμένε γρύλλο, που το ίδιο λες

τραγούδι πάντα, κρι, κρι, κρι.

Μ? αυτές σου τις φωνές τις κλαυθμηρές

σαν τι να λες; Λες τη ζωή πικρή,

και τραγουδώντας κλαις;

Η φύσις σφριγεί…

 

 

 

 

 

Στο λεύκωμα της δεσποινίδος Χαριτάτου  (Λ)

 

Ήθελα το φτωχό μου καλαμάρι

αντί μελάνι για να πάρη η πέννα

λυωτό νάχη για σε μαργαριτάρι.

Κι? αντί για λόγια εδώ καλλωπισμένα,

μ? αυτό να γράψω μόνο τόνομά σου

συμβολικώς με τη σεμνή λαμπράδα

να παρασταίνη τη γλυκειά θωριά σου,

καθώς και της ψυχής την ομορφάδα.

 

 

 

 

 

Στο Ματσούκα  (Ρ)

 

Τη λύρα σου αν επήρες και γυρίζης,

κι? αν βγάνη η λύρα λίρες για το στόλο,

που πέλαα και στεριές με δαύτη σχίζεις

παίζοντας ραψωδού αρχαίου ρόλο,

 

αέρα φρέσκον μόνον κοπανίζεις,

έχεις δεν έχεις στην καρδιά σου δόλο.

Μ? αυτή βατράχια ψόφια αν γαλβανίζης,

είν? άρρωστο βαριά το γένος όλο,

 

και θέλει, θέλει σίδερο αναμμένο

μωρίες και ψευτιές να καυτηριάση,

ψυχή και σώμα αντάμα να υγιάνη.

 

Κ? είναι εχθροί περσότερο αφ? τον ξένο

στην οίησί του οι καίοντες λιβάνι·

μα τι να πη κανείς, που λείπει η βάσι;

 

 

 

 

 

Στον Ανδρέα Λασκαράτο  (Ρ)

 

Sonetto στην επέτειο της γεννήσεως

Μάϊος 1879

 

Πολύ γλυκειά ?νε η μέρα αυτή κι? ωραία

οπού τη γέννησί σου μας θυμάει

που διάλεξες κ? εβγήκες με το Μάι,

αγαπημένε φίλε, κυρ Αντρέα.

 

Σώδωσε ο Μάις χάρες κ? ευθυμία

κ? εφίλεψες με χίλιες νοστιμάδες

γυναίκες, άντρες, λαϊκούς, παπάδες,

στίχους που θάχουν πάντοτε ευωδία.

 

Και τώρα στα καλά γεράματά σου

πολλούς ακόμα Μάϊδες να χαρής

νάχουμε την καλή τη συντροφιά σου

 

οι συγγενείς, κ? οι φίλοι σου ευτυχείς,

το πνεύμα σου να ευφραίνη την ψυχή μας

κ? η αρετή σου νάναι εμψύχωσί μας.

 

 

 

 

Στον Βάκχο  (Ρ)

 

Βάκχε, θεέ τρισμέγιστε, σ? εσέ λατρεία προσφέρω

και τα? άγιό σου όνομα εγκάρδια γεραίρω,

που ευεργέτης δεν είναι άλλος Θεός, ως συ,

ούτ? άλλο δώρο αθάνατο, που είναι το κρασί.

 

Φέρτε κισσούς τη λύρα μου με δαύτους να στολίσω

και τ? άγιο το ποτήρι του, που ύμνο θα τονίσω

στην παντοδυναμία του, να ψάλλω γκαρδιακά,

που εις της γης τα πέρατα στέρνει τη θεία χαρά.

 

Ενίκησε στη Δόξα του αυτός, η μόνη Δόξα…

τον Άρη και τον Έρωτα με τ? άγρια τους τα τόξα.

Ας τους δοξάζουν οι άκαρδοι, οπού πληγές, καϋμούς,

δάκρυα να βλέπουν κι αίματα ποθούνε στους θνητούς.

 

Ω ζήτω, ζήτω το άχραντο ουράνιο πιοτό του,

αυτός αφ? το φυτό του, το δέντρο το δικό του,

την άμπελο μας έφερε κι? εφύτεψε στην άχαρη τη γη

να βρίσκουμε στα βάσανα της λήθης την πηγή.

 

Δάφνες, μυρτιές, δέντρ? άκαρπα, της ακαρπιάς στολίδια,

στεφάνια από τους κλάδους σας είναι για μένα ονείδια.

Ω ξεραθήτε άγρια των λόγγωνε φυτά

κι ολούθε ας φυτρώσουνε αμπέλια θαυμαστά.

 

Ας πιούμε εις τη δόξα του.

 

 

 

 

Στον Κρασοπατέρα  (Ρ)

 

Πού ?ν? η φλάσκα, το ποτήρι,

η κανάτα, το κλοντήρι,

που κερνούσες το λαό

με κρασί ελληνικό;

 

Δε μου λες, Κρασοπατέρα,

τι είν? αυτό που σου συνέβη

την ανάργυρη ταβέρνα

να την κλείσης, να χηρεύη;

 

Ε! Κρασοπατέρα, πες μου

δεν είν? εντροπή μεγάλη

η κανάτα να αδειάση

και η λύρα να μην ψάλλη;

 

Δεν είν? εντροπή μεγάλη

να αφίνης να πουλούνε

για καλά, τα δολωμένα [=νοθεμένα],

το κρασί ναν τ? ατιμούνε;

 

Δεν είν? εντροπή μεγάλη

να αφίσης τους χωριάτες

χωρίς νάσαι εις τη μέση

να κερνάς με τις κανάτες;

 

Τι παράπονο με πιάνει

σαν θυμούμαι να χορεύης

ίσια όλος, τα ποδάρια.

Τους χωριάτες να ορμηνεύης.

 

Να φωνάζης και με τόλμη

και την ψήφο σου στην κάλπη

βάσταε καλά, και δίνε

εις το  ν α ι  του ριζοσπάστη.

 

Γιατί τώρα δεν προβαίνεις

ομπροστά εδώ στη μάχη

και με τόλμη να φωνάζης

λαέ, δείχνε στο στομάχι.

Έπαυσ? η κρασόλυρά σου,

εβουβάθηκε με μίας

από τότες (καθώς λένε)

πώπιασες νέας φιλίας.

 

Λάβε πάλι το ποτήρι,

λάβε ακόμα την κανάτα,

πιάσε λέγω αχ? τα βουτσιά σου

για να πιούμε στα γιομάτα.

 

Κέρναε πάλι για να πιούνε

τα αδέρφια, οι χωριάτες,

καθώς ήταν μαθημένοι

να ρουφούν με τση κανάταις.

 

Κέρναε να πιούμε όλοι

άδολο κρασί, δροσάτο,

και ρουφώντας μια κανάτα

Νναν την κάτσουμ? ως τον πάτο.

 

Σε συμβούλεψα σα φίλο

σούπα όλη την αλήθεια.

Ας μην είσαι πιο οργίλος

γιατί είχα λόγια πλήθια.

 

Το παράπονο που έχω

είν? ετούτο καθαρό·

πώς αφίνεις και πουλούνε

το κρασάκι δολερό.

 

Τούτ? είν? το παράπονό μου

δίκαιο και καθαρό

σαν εκείνο το κρασάκι

οπού είχες ?ναν καιρό!

 

Αυτά τάπε κυρ Μεμάκης

Και τα λέω και εγώ:

Σώσε μας, αν θέλης, φίλε,

και ματάμπα στο χορό.

 

 

 

 

Στον παπά-Σκιαδά  (Ρ, Λ)

 

Ευλογημένε μου παπά-Σκιαδά,

σε βλέπω ως και τώρα στα γεράματα

με την παλιά σου ευλάβεια μπροστά

πιστόνε πάντα στ? άγια προστάματα,

 

να βγαίνης κούτσι-κούτσι, ξεσυρτά,

χωρίς να σε πειράζουν τα σκοντάματα,

ν? αγιάζης σαν και πρώτα ταχτικά

της χριστιανής την πόρτα και τα πράματα!

 

Και μ? όλο που σου γέρνει η αγιαστήρα

με τόση όμως ευλάβεια την ακουμπάς,

που βλέπει ζωντανή κανείς την πείρα

 

που μπορεί νάχη γέροντας παπάς·

και μου τονίζει ως κι? εμέ τη λύρα

η αμάραντή σου, δέσποτα, αγιαστήρα!

 

 

 

 

Στον Ψυχάρη  (Ρ, Λ)

 

Για το θάνατο του παιδιού του στον πόλεμο

γκαρδιακό συλλύπημα

 

Κατάρα νάχη ο πόλεμος

που τους βλαστούς θερίζει,

κατάρα η δόξα μάταιη

που σπέρνει συφορές,

 

που αγαπημένα αντρόγυνα

αλύπητα χωρίζει

οπού γονέων απάνθρωπα

σουβλίζει τις καρδιές.

 

Σε σε, πατέρα δύστυχε,

τα λόγια τούτα λέω

στο σκοτωμό του τέκνου σου

με θλίψι της ψυχής

 

και τον αγιάτρευτο χαμό

φίλος μαζί σου κλαίω

ποτήρι που σ? εκέρασε

ο πόλεμος να πιης.

 

 

 

 

Στους γάμους της δος Φιφής Πυλαρινού  (Ρ)

 

Η Μούσα που δεν ξέρει αποκλεισμούς,

εις την χαρά σου ολόχαρη πετάει,

και νερατζιάς σκορπίζοντας ανθούς

τα στέφανα του γάμου σου ευλογάει.

 

Στις χάρες, στη σεμνότητά σου, ο νους

τις αρετές της μάνας σου κυττάει,

κι? άμποτε η ευχή της αφ? τους ουρανούς

συζυγική ευτυχία να σου φυλάη.

 

Λυξούρι 9 Απριλίου 1917

 

 

 

 

 

Στους δικαστάς  (Ρ)

 

Οι δικαστάδες είναι Κομιτάτον

κάθε Παρασκευή τωνΑβοκάτων

και δίνουν τα βραβεία με φρονιμάδα

σ? εκειούς που κάνουν πρώτη μασκαράδα.

 

 

 

 

Στους δικηγόρους  (Ρ, Λ)

 

Πονόκαρδο μου κάνετε καϋμένοι

που εμπρός στο δικαστήριο δειλοί

στέκεσθε σαν μαμούρια μαζωμένοι,

σώματα δίχως πνεύμα και (ψυχή) ζωή.

 

Κ? ενώ φρουροί της Θέμιδος βαλμένοι

είσθε και σεις με τους κριτάς μαζί,

όμως σ? εσάς για δόξα τώρα μένει

η φήμη του Δετόρου μοναχή.

 

Υποτελείς σε κάθε ζωχαδιάρη,

δέχεσθε ρομαντζίνες και προστίματα,

που αν ήθελε ένας ξένος σας ιδή,

 

ως υποδίκους ήθελε σας πάρη

κ? ήθελε την Ελλάδα λυπηθή…

Και τα λοιπά… Και τα λοιπά… βλαστήματα.

 

Αργοστόλι 1888-1890

 

 

 

 

 

Στους δικηγόρους  (Ρ)

 

Οι δικηγόροι έχουν Καρναβάλι

κυρίως όταν είναι κακουργήματα,

γιατί καθένας τότε παραβάλλει

να πη τα πιο πολλά μωρολογήματα.

 

 

 

 

 

Στο χεράκι της  (Ρ, Λ)

 

Όταν τ? αφράτο τρυφερό χεράκι

παίρνω γλυκά μέσ? στο δικό μου χέρι

για να σε χαιρετήσω,

γλυκαίνει αυτή η στιγμή πολύ φαρμάκι

και μια κρυφή πνοή ζωής μου φέρει

και ?πιθυμάω να ζήσω.

 

Και πάλι στο δικό σου το χεράκι

(πού μ? ελεεί και δίχως να το ξέρη)

τολμάω να πιθυμήσω

με της ψυχής ένα θερμό φιλάκι,

όπως μικρό που σαϊτεύει αστέρι

έτσι κ? εγώ… να σβύσω.

 

 

 

 

 

Συγχαρητήριον  (Ρ)

 

Εις την δ/α Κάτε Καρούσου,

μελλόνυμφον του κ. Γεωργ. Κοντονή

 

Άνθος κι? εγώ να στείλω στη χαρά σου

επιθυμούσα, φίλη ειλικρινής,

που να ταιριάζη στα χρυσά μαλλιά σου

στην όψι σου που μοιάζει της αυγής.

 

Ευώδες σαν την άκακη ψυχή σου,

ζωηρό σαν την ωραία σου τη φωνή,

άνθος φανταστικό του Παραδείσου

που εμπρός σου ταπεινό να μη φανή.

 

Αν όμως άνθος τέτοιο η φαντασία

στου γάμου σου τη μέρα τη φαιδρή

δε βρίσκει να προσφέρη στη φιλία,

 

δέξου βαθειάθε μέσα απ? την ψυχή

μύριαις ευχαίς μ? αυτή τη στιχουργία

πώρχεται εγκαρδιακά να συγχαρή.

 

Εν Κεφαλληνία τη 15 Μαρτίου 1879

 

 

 

 

Συ ή Υμείς;  (Ρ)

 

Γράφε μου με το Συ το φιλικό.

Άφες το Υμείς για σχετικούς ή ξένους.

Το Συ αρχαίο είν? ελληνικό

που έζησε στην απλότητα του Γένους!

Ενώ το Υμείς ειν? όλως ξενικό.

Κ? εις φίλους σαν εμάς αγαπημένους

στέκει το Συ το εγκάρδιο, το θερμό.

Και το ψυχρό Υμείς στους ξένους.

 

 

 

 

Συμβουλή σε μια κοπέλλα  (Ρ, Λ)

 

Σου τώπα πως είσαι ώμορφη πολύ

αλλ? όχι δα και τόσο… τόσο… τόσο

όσο σου λένε γύρω σου πολλοί

και που γελούνε μέσα τους ωστόσο.

 

Κι? όσο κι? αν είσαι ευλύγιστη καλή,

στο λέω καθαρά, κι? ας σε θυμώσω

δεν είσ? ούτ? αγγελούδι, ούτε πουλί,

και μην ακούς τον Κούτση και τη Φρόσω.

 

Και, πρόσεχε καλά και μη γυρεύεις

σαν με φτερά να πηγαίνεις πεταχτά

κι? άφησε και τα τόσα τα καμάρια σου,

 

γιατί στο ξαναλέω, κινδυνεύεις

να γκρεμιστής με τούτα και μ? αυτά,

και να μας δείξης… Αχ! τα κλιτσινάρια σου.

Αμήν.

 

 

 

 

Τα φετεινά Χριστούγεννα του 1914  (Ρ, Λ)

 

Αφιερωμένο εις την μακαρία μνήμη Πίου του Δεκάτου, Πάπα Ρώμης,

που τη χριστιανική του καρδιά την επλήγωσεν ο καταραμένος ο πόλεμος

 

                      Δόξα εν Υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη

                      εν ανθρώποις ευδοκία  –  Ευαγγέλιον

 

Δεν είν? αλήθεια ? είν? όνειρο κακό!

Τ? ανθρώπινο αίμα τρέχει ποταμός…

Κοκκίνησε κι? αυτός ο Ωκεανός…

Δεν είν? αλήθεια τέτοιο ξαφνικό…

 

Καίονται χώρες ? όνειρο φριχτό!

Η γη είναι φλόγες ? ο Ουρανός καπνός…

Κι? άγρια σταυρό συντρίβει άλλος σταυρός…

Βόγγος ο αέρας… ψυχομαχητό!

 

Κι? άνωθεν ύμνος άγιος αντηχάει:

Χριστός γεννάται ? του Κυρίου η Χάρις ?

αγνός αμνός της Παναγίας αγάπης…

 

Μα από τον Άδη ο Σατανάς γελάει…

που ακόμα είναι Θεός του Κόσμου ο Άρης

κι? ως κι? ο Πολιτισμός Μέγας Χασάπης!

 

 

 

 

 

Τι να γράψω  (Ρ)

 

Σαν τι να γράψω Κύριε Ζιζάνιο,

που το μυαλό μου εγέμισε μικρόβια!

Κάτι ήθελα που… νάναι κάπως σπάνιο…

να μείνω ποιητής!… ισόβια!

 

Δεν ήθελα να γράψω μπουρμπουλήθρες

πρώτη φορά που γράφω για το Δαίμονα!

Μαδά [=Μήπως] είν? εδώ αθεριάνικες μυζήθρες;

Πάει να πνιγώ σε άπατον αυλαίμονα!

 

Ή θέλεις μέσα εις τάλλα τα κειμήλια

σαν εκείνα του Αναστασάκου, λόγου χάρι,

που τα φυλάς με τόσα άλλα ευκοίλια

κι? αυτό να το κλειδώσεις μέσ? τ? αμπάρι;

 

Για τούτο μα τα δυο σου κερατάκια

και την κρυφή σου ορά την αναμμένη,

που φτιάνει τα πουρέ μ ετα σπανάκια

και στα κρυφά του τόπου μπαινοβγαίνει,

 

δεν έχω νου για νάβγω στο πλατύ…

Είν? όμως να μου πούνε, σαν να πούμε

«Τη Μούσα σου να πιάσης απ? τ? αφτί»

και πάλι… σα μπορέσω, θα ιδωθούμε.

 

 

 

Το αέρι  (Λ)

 

Φύσα λίγο, φύσ? αέρι,

στης βαρκούλας τα πανιά

να με πας κει πόχω ταίρι,

να μας πας στην ξενητειά.

 

Φύσ? αέρι κ? η βαρκούλα,

τα πανιά ανυπομονούν

αν είν? όμορφη η παιδούλα

και κεια θέλουνε να ιδούν.

 

Φύσ? αέρι κι? είν? ωραία

σαν αυγούλα δροσερή,

μοιάζει αγγέλου κείν? η νέα

που μου πήγε σ? άλλη γη.

Φύσ? αέρι, τώρα βρέχε

πρύμη πλώρη μ? άσπρο αφρό

και συ, βάρκα, πέτα, τρέχε

σα νυφούλα σε χορό.

 

Φύσα, φύσα, για να φθάσω ?

μη δε φθάσω οχ? τη χαρά ?

πως με πας για ν? αγκαλιάσω

κειο το ταίρι μια φορά.

 

Φύσα … Αλλ? όχι, όχι τόσο,

φύσα αέρι πιο σιγά,

μήπως κι? έτσι εκεί δε σώσω

κι? αγκαλιάσω τα νερά.

 

 

 

 

Το βραβείο των στίχων μου  (Ρ, Λ)

 

Δε στέρνω εγώ σ? αγώνες τους φτωχούς

τους στίχους μου, που δάφνες δε γυρεύω·

αγάπη μου, αφ? της γης τους θησαυρούς

το γέλιο σου μονάχα εγώ ζηλεύω.

 

Και στους κρυφούς μου μέσα τους καϋμούς

που με μια τύχη άσπλαχνη παλεύω

αυτά τα μάτια ? αυτούς τους ουρανούς

σαν όασι κ? ελπίδα μου αγναντεύω.

 

Κι? αφ? την καρδιά μου στο δικό τους φως

σαν μυρουδάτα ανοίγουνε λουλούδια,

για σένα λέω τα έρμα μου τραγούδια.

 

Βραβείο τους ο γλυκός ανασασμός·

στο διάβασμά τους χάϊδι αγαπημένο,

κ? εγώ άσημος στον κόσμο ας απομένω.

 

 

 

 

 

 

Το δάκρυ  (Ρ, Λ)

 

Στο θάνατο του Σπύρου Λούζη

 

Le seul bien qui me reste au monde

est d? avoir quelque fois pleur?

ALFRED DE MUSSET

 

Επάλεψες, παιδάκι αγαπημένο

με το σκληρό το χάρο σα λιοντάρι,

βλαστάρι θαλερό κι? ολανθισμένο

με του Βοριά τη λύσσα σαν πρινάρι

 

κ? έπεσες… αχ… στην πάλη νικημένο.

Ο θάνατος για δόξα του ας το πάρη!…

Είν? ειρωνεία… ο βίος μας, και ξένο

είν? ό,τι ωραίο ζη στη γη για χάρι.

 

Tα ολόφωτά σου μάτια θα θυμούνται

οι δυστυχείς γονείς σου για λαχτάρα

κι? αν εις τον ύπνο κάποτε ευτυχείς

 

τα ιδούν, σε νέα θα βρεθούν τρομάρα

ξυπνώντας στο σκοτάδι της ζωής,

που το γλυκό τους φως θε να στερούνται.

 

Και συ τραγούδι μαύρο, απελπισμένο

στον κόσμο τι ζητείς;

Δάκρ? είμαι εγώ θερμό κι? αγαπημένο,

οδύνη της ψυχής,

στάλα δροσιάς σε τάφου λουλουδάκι,

άχαρο «χαίρε»… τελευταίο φιλάκι…

μόνον εγώ στη γη δεν είμαι ξένο.

 

 

 

 

Το Καλοκαίρι  (Ρ)

 

Εις το καλό, γλυκιά Άνοιξι,

με τα μυρωδικά σου.

Η όσφρησί μας χόρτασε,

το μάτι μας ευφράνθη

γιούλια, ωραία τριαντάφυλλα,

λευκά μου νεραντζάνθη.

Καλές του χρόνου αντάμωσες!

Ιδού, το Καλοκαίρι, τα οπωρικά μάς φέρει!

 

Καλώς το Καλοκαίρι μας,

που ηλιοροδισμένο

και φορτωμένο οπωρικά

στάζει ιδρώτα ως το χώμα.

Με τα εκλεκτά τα δώρα του

ας βρέξουμε το στόμα

κι? εγκάρδια ας ευλογήσουμε

τη φύσι που ως μητέρα μας γνοιάζεται εδώ πέρα!

 

Φάτε χρυσένιαις μέσπολαις,

κεράσια κοραλλένια,

δροσάτα βούσκα, παχουλά,

οπού το μέλι στάζουν.

Κόψτε πεπόνια ζουμερά,

οπού γλυκά ευωδιάζουν,

ροδάκινα, βερύκοκα

που λυώνουνε στο στόμα, κι? έχουν τον ήλιο χρώμα.

 

Κι? απάνω απ? όλα το ιερό

του Βάκχου μας σταφύλι,

κορίτσια, λάμπει διάφανο,

η όψι του ερωτεύει,

είν? το διαμάντι των καρπών

και σ? όλους βασιλεύει.

Φάτε μοσχάτο, ασύγκριτο

τραγανιστό ροδίτη, θαν? έτρωε κ? η Αφροδίτη.

 

Καλώς το Καλοκαίρι μας!

Μέσ? στα λεπτά της ρούχα

τώρα ταις χάραις του κορμιού

θωρώ της Πολυξένης,

τον άσπρο κόρφο της Ξανθής,

την ομορφιά της Ξένης!

Ωχ δεν τελειώνω, αν ήθελα

να πω όλα σου τα δώρα, χρυσή του έτους ώρα!

 

Κι? αν ίσως της αγάπης σου

η φλόγα μας θερμαίνη,

το δροσερό το πέλαο

στον άμμο μας προσμένει.

Πέσετε μέσα στις δροσιές,

Κορίτσια, νέοι, γέροι,

και ?πέστε μέσα απ? την καρδιά

«Να ζη το καλοκαίρι»!

 

 

 

 

 

Το καυτό δάκρυ μου εμπρός στα Δαρδανέλια  (Ρ, Λ)

 

Αφιερωμένο στη μνήμη του Γεωργίου Ιακωβάτου

 

Εγώ ?μια σαρκαστής, εγώ ?μια εμπαίχτης.

Γελάω και το κόκκινο τ? αυγό.

Και μόνο που δεν είμαι θεομπαίχτης

από κακό κεφάλι μου κι? αυτό.

 

Ως και με την αρρώστεια μου, τα γέλοια

τα σκάω, σαν ο πόνος μου περνάη.

Και ως τόσο εμπρός στα κάψο-Δαρδανέλια

τώρα καυτό το δάκρυ μου κυλάει.

 

Όχι γι? αυτούς που ο πόλεμος θερίζει,

να κάμουν Πάσχα ψάρια και πουλιά,

αφού κ? η Θεία Πρόνοια φροντίζει

με δίκιο και γι? αυτά της τα παιδιά.

 

Μα εδώ που η Αντάντ κουβάλησε αφ? τα πέρατα

της Οικουμένης στόλους και στρατεύματα,

και του Σταυρού της έσπασε τα κέρατα…

(που από κουκί και ?μεις να μπούμε στα αίματα),

 

εδώ-εδώ, της τύχης μοχθηρία!!

Με της Αντάντ τας τηλικαύτας ήττας,

κι? έναν του Γένους πούχαμε Μεσσία,

βγήκε κι? αυτός, αλλοίμονον, Κλουβίτας!

 

 

 

 

 

Το κυπαρισσάκι  (Ρ, Λ)

 

Et son ombre sera l?g?re

a la terre ou je dermirai

ALFRED DE MUSSET

 

Ι

Κορίτσι τρυφερό και ζηλεμένο

οπώχεις τόσον κόσμο τρελλαμένο

μοιάζει με θαλλερό κυπαρισσάκι

το λυγερό σου κι? όμορφο κορμάκι.

Για τούτο στ? όνειρό μου ο πικραμένος

βλέπω συχνά πως είμαι πεθαμένος.

Και συ, κυπαρισσάκι μου, κοντά μου

στο μνήμα μου πως σ? έχω συντροφιά μου

και τόσο τερπνό βρίσκω τ? όνειρό μου

οπού και με το χώμα σκεπασμένος

αισθάνομαι πως είμαι ευτυχισμένος.

Και λέω με το νου μου: Τι ευσπλαγχνικός

ο θάνατος οπού ?ναι και γλυκός.

 

ΙΙ

Όλο με μιας από το κυπαρίσσι

ωσάν ξεφτέρι τόνειρο πετάει.

Και μια, να δώση ο θεός, και στο Παρίσι

το ποθητό κι? ασύγκριτο με πάει.

Κι? όσο βιβλίου να γυρίσης φύλλο

βρίσκομαι εμπρός εις τη θέα απ? τη Μήλο,

όπου στου Λούβρου μέσα το Μουσείο

Βασίλισσα σε τόσο μεγαλείο,

σε σάλα χωριστή μονάχη μένει

μέσα στη μοναξιά της δοξασμένη·

κι? ο κόσμος απ? τα πέρατα της γης

έρχεται εδώ για να την προσκυνήση.

Μα εγώ θωρώ με πόνο της ψυχής

τη θελχτική θεά, που στο Παρίσι

την έφερεν η Μοίρα τσακισμένη

και μου θυμίζει δόξα περασμένη.

 

ΙΙΙ

Έξαφνα εδώ, με μάτια δακρυσμένα

(επάνω στον ιερό το στυλοβάτη)

βλέπω στη θέση της θεάς εσένα

πώχεις το γέλιο το κρυφό στο μάτι,

εσέ, κυπαρισσάκι λυγερό…

Μα πριν προφθάσω λίγο να χαρώ

τη δόξα σου σ? αυτήν την οπτασία,

βρίσκομαι πάλι αλλού, στη Φλωρεντία.

Όμως και πάλι στη θεά εμπρός

που των Μεδίκων λέγεται Αφροδίτη

(που τέχνης θαύμα ο κόσμος την κηρύττει)

ειδωλολάτρης πάντοτε θερμός

στέκεται ο ραψωδός λησμονημένος

και μαγεμένος απ? τον έρωτά της,

στον Όλυμπο πως είναι ανεβασμένος

στοχάζεται, και βρίσκεται σιμά της.

 

IV

Εδώ με μιας νομίζω πως ξυπνάω.

Μ? από τα μάτια δε μου φεύγει ακόμα

τ? άγαλμα της θεάς ? και το κυττάω

της χλόης να παίρνη το δροσάτο χρώμα.

Κι? ενώ λογιάζω τη γλυκειά μου πλάνη,

κλαδάκια βλέπω γύρω του να βγάνη

και πριν προφθάσω να σκεφθώ λιγάκι

το βλέπω θαλλερό κυπαρισσάκι!!!

που μοιάζει εσέ, κορίτσι ζηλεμένο

οπώχεις τόσον κόσμο τρελλαμένο.

 

 

 

 

 

Το μανδήλι  (Ρ)

 

– Suggestion ? Caprice ? Compliment

Διά την φίλην της Μαίρης Μ. Λιβαδά, Κοσμά Μπουρμπούλη, Δελαπόρτα,

δα Πανογιαννοπούλου αντάμα με ένα μανδήλι

 

Στης φίλης μου της Μαίρης

την άγνωστή μου φίλη της,

πήγαινε εσύ να γίνης,

μανδήλι μου, μανδήλι της.

 

(Ρινόμακρον σε λένε

εις τη λογία φωνή,

μα εγώ έτσι να σ? ακούω

σ? αισθάνομαι τσουχνί).

 

Στα τρυφερά χεράκια

εκεί που θα περάσης

σε μυρουδιές και γέλια

να ζήσης, να γεράσης.

 

Και στον προβιβασμό σου

που η τύχη σε πηγαίνει

δάκρυ ποτέ αν σφογγίσης,

από χαρά να βγαίνη.

 

Στης φίλης μου της Μαίρης

την άγνωστή μου φίλη της,

πήγαινε εσύ να γίνης,

μανδήλι μου, μανδήλι της.

 

 

 

 

 

Το μπουσουλότο  (Ρ, Λ)

 

(Φιλοσοφία της ιστορίας του τόπου ενός χρόνου)

 

Αυγούστου δεκαπέντε «Ανάγκη ειλικρινείας».

Ένα γουδί τα πάντα κάνει τρίμματα.

Οκτώ Αυγούστου πάλι, διά θαυματουργίας

τα πάντα βγαίνουν σώα,  μα βλαστήματα!

Προς δε, βγαίνουν και μένουν χίλιες οργιές σειρήτια

γιατί αν δεν περισσεύουν, δεν παν εμπρός τα σπίτια.

 

Πάει η φέστα του Ζορμπά

κ? ήρθ? η φέστα του Μεσσία

Ούρα του, Ζήτω του κι? Ωσσανά.

Αυτός είν? η σωτηρία.

Δεν είν? τώρα παίξε ? γέλα.

Τράβα τώρα Φινιζέλα.

 

 

 

 

[ Το Τραγούδι  (Ρ, Λ)

 

Απόκρισι στον ποιητή Μ. Άβλιχο στο Λιξούρι

 

Ρεματαριά, βρυσούλα, ποταμός,

ζωής νάμα το νερό του τραγουδιού,

πότε μιας Πολιτείας ο ταραμός,

πότε μέρωμα τ? άγριου λαγκαδιού.

 

Ρέει, κλαίει. Το πίνει ο φτερωτός διαβάτης,

για να υψωθή στ? αγνά και στ? ανοιχτά·

η αμαρτωλή ψυχή την παρθενιά της,

μέσα του σα λουστή, ξαναποχτά.

 

Και στη φήμη, και κάτου από τη λήθη,

και σα στων Ολυμπίων το πλευρό,

πάει το Τραγούδι· ο κόσμος, παραμύθι·

το Τραγούδι, τ? αθάνατο νερό.

 

Κι? αν τίποτε δεν ηύρε να ποτίση,

κι? αταίριαστο κυλά κ? ερμαδιακό,

με το δικό του μοναχά μεθύσι

ζη, θεριεμένο ή πράο, βασιλικό.

 

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ]

 

 

 

 

 

 

Το τραγούδι του περιβολάρη  (Ρ, Λ)

 

Ουρανέ, βρέχε να μου ποτίζης

τα λάχανά μου νάν? τρυφερά.

Ουρανέ, βρέχε να μου χαρίζης

λίγη ξανάσασι αφ? τη δουλειά.

 

Τραβώ το κάρο γι? αυτό ολημέρα

και τα ποτίζω διά να ζω.

Όταν δεν βρέχη, κ? έχη αέρα,

είναι για εμένα μέγα κακό.

 

Ουρανέ, βρέχε, τώρα τα μαύρα

αναφυλλιάζουν και αναζούν·

τα ?σβυσε ο άνεμος, τα έκαψ? η λαύρα,

Ουρανέ, βρέχε να δροσιστούν.

 

Αναφυλλιάζει μ? αυτά η ψυχή μου

κι? η αγάπη μου γλυκογελά,

ετούτα είναι οι θησαυροί μου

κ? ένα χαμόγελο η ευτυχιά.

 

Χαρήτε άλλοι πλούτη μεγάλα,

για μένα ας βρέχη ο ουρανός

να ?ναι η ζωή μου μέλι και γάλα,

περιβολάρης είμαι ο φτωχός.

 

Περιβολάκι μου καμαρωμένο

διά την ώρα σ? αφήνω γεια·

τ? άλλο περβόλι μου να βρω πηγαίνω

της λυγερής μου την αγκαλιά.

 

 

 

 

Το τραγούδι των εργατών  (Ρ)

ή

Οκτάστιχο  (Λ)

 

Χαρήτ? εσείς τα τάλαρα που τάχετε πολλά.

Εμάς το μεροδούλι μας μάς δίνει το ψωμί μας.

Κι? εμείς δεν σας ζηλεύουμε και ζούμε πιο καλά

με το γλυκό κρασάκι μας και με τη μουσική μας.

 

Χαρήτ? εσεις τα τάλαρα, δεν ζούμε δυο φοραίς.

Τρώει η σκουριά το σίδερο κ? η έγνοια ?ναι σαράκι.

Θέλει η δουλειά ξανάσασι, τραγούδια και χαραίς

κι? ο κόπος καλοπέρασι, αγάπαις και κρασάκι.

 

 

Του Προεδρείου το κουδουνάκι  (Ρ, Λ)

 

Το βλέπω στην αλήθεια με καϋμό

αυτό του Προεδρείου το κουδουνάκι

που δεν είναι στη θέσι του βαλμένο·

του λείπει μια κρεμάστρα για λαιμό.

Κι? ενώ το πράμα είνε ?μπρος του στελιασμένο,

μάταια τώχει η μπάνκα στολιδάκι…

 

 

 

 

Τριαντάφυλλο  (Ρ)

 

(Ατελές σχεδίασμα)

 

Όταν μυρίση η άνοιξι

τ? ωραίο καλοκαίρι

που τα πουλιά τ? αταίριαστα

πετούν να βρούνε ταίρι,

μέσ? απ? τα? αγκάθια φαίνεται

όπως καθώς προβαίνεις

μέσ? τη χαρά τους μπαίνεις.

 

Πόσες καρδιές που έχουνε

κρυφά εμπιστεμένα

αισθήματα στον κόρφο σου

και συ τάχεις θαμμένα!

Τριαντάφυλλ? ω τα φύλλα σου

να μπόρειαν να μιλούνε

καθώς μοσχοβολούνε.

 

Εις τα μαλλιά τα ολόσγουρα

κεινής που μέσ? τα στήθεια

σ? έσφιγγε και σε μάρανε

και σ? είχε σα βοήθεια

γάμου λαμπάδα αφού έλαμψε,

σε κείνα τα μαλλιά της,

μόνη είσαι στολισιά της.

 

Τα δάχτυλα τ? αδύνατα

του αρρώστου σε κρατούνε·

και τρέμεις γιατί τρέμουνε.

Πόσοι με σε αναζούνε!

πως το γλυκό σου το άρωμα

μέσ? την καρδιά τους μπαίνει

που λες πως τσ? ανασταίνει.

 

Στου φέρετρου το ύστερο

και θλιβερό κρεββάτι

στα στήθεια τ? αλαβάστρινα

το δακρυσμένο μάτι

σε βλέπει, ενώ δεν ήλπιζε

της παρθενιάς να σ? ίδη

νάσαι πικρό στολίδι.

 

Στην άσπρη πλάκα φαίνεσαι,

τη νειότη συντροφεύεις

εις το στερνό λιμάνι της.

Ω νειότη, μη ζηλεύεις

το κόκκινο τριαντάφυλλο·

γιατί κ? εκειό δε μένει,

στην πλάκα σου πεθαίνει.

 

Κι? από τις τόσες χάρες σου

ποια λες νάν? η στερνή σου,

τριαντάφυλλό μου ώμορφο;

Είν? τούτη που μαζί σου

επέταξα, επλανήθηκα,

και μ? άναψες την κρύα

και στείρα φαντασία.

 

 

 

 

 

Τω φίλω Πασαγιάννη  (Ρ)

 

Επάνω στο σταυρό τόσων επαίνων

(που μώβγαλες σε δαύτους το Σταυρό μου)

είναι δεν είναι για περίγελό μου,

θυμούμαι το φτωχό, τον Σταυρωμένον,

και λέω κ? εγώ για σένα Πασαγιάννη

«Άφες αυτώ»… και τα λοιπά… και φτάνει…

Πιο τυχερός κι? από το Νάνσεν, Συ,

επέρασες παν άλλο εξικτόν

και στου Κεφάλου τούτο το νησί

βρήκες εμένα πόλον αρκτικόν·

ξέγνοιασε τώρα… τόση δόξα φτάνει·

και πλέκω σου με εξάστιχα στεφάνι.

 

 

 

 

Ύμνος  (Ρ)

 

Εις την αποθέωσι του κυρίου Λοτή, αξιωματικού του Γαλλικού Ναυτικού

και εξόχου συγγραφέα, από τους αθανάτους της Γαλλικής Ακαδημίας,

για τον πόνο του… για την πληγωμένη Τουρκιά.

 

Αφιερώνεται εις την διακεκριμένη κυρία Ιουλία Αδάμ,

φιλάνθρωπη και ευγενεστάτη φίλη των Ελλήνων.

 

Ατάρ δεκάτη επέβημεν γαίης λωτοφάγων, οι τ? άνθεσιν είδαρ έδουσιν (Οδ. Ι 83-84)

 

Ι

Το γράψιμό σου, αθάνατε Λοτή,

είναι λωτός, όπου Όμηρο θυμάει,

μα η γλυκερή καρδιά σου το περνάει

έχοντας πόνου δάκρυα και γι? αυτή

την ύαινα που βλέπει λαβωμένη,

τη δόλια την Τουρκιά.

Κι? ανεξιχνίαστη άσπλαχνη ειμαρμένη

στου αιμόδιψου θεριού τη δυστυχιά,

που ο ζήλος σου το βλέπει περιστέρι

άξια παρηγοριά του την προσφέρει.

 

ΙΙ

Τέτοια καρδιά, παρόμοια τρυφερή

που σε θεριού αγωνία σαν τη χλωρή

και την τρελή να τρέμη τη μυζήθρα,

και σα χρυσή και διάφανη κερίθρα

να στάζη μελοδάκρυα αγαπημένα,

σε χρόνια ξεχασμένα, περασμένα,

θα αξιώνετο να πάη στους ουρανούς

στης Βερενίκης τη χρυσή σιμά

στην κόμη εκείνη, που του Καλλιμά-

χου έδωσε και του Κάτουλου ρυθμούς.

 

ΙΙΙ

Τώρα στους ζωοφίλους μας καιρούς,

η ασύγκριτή της τόση ευαισθησία

στην Ινδική με ρίχνει θεολογία,

κι? αιχμάλωτός της κι? έκθαμβος ο νους,

σαν όραμα τη βλέπει φτερωμένη

«Αγγελική θαυμάσια πεταλούδα»

κι? από τ? αστέρια πέρα να σε πηγαίνη

προβιβασμένον… θηριοφίλων Βούδα!!!

 

IV

Κι? εδώ, για την απόλεμή μου Μούσα,

άδοξη και φτωχή φυτοφαγούσα,

– ενώ αντηχούν τα σύμμαχα τα θούρια

κ? οι νίκες των ? γι? αυτή που καλαμπούρια

βαϊλεύει μόνον, (τα τρελλά παιδιά

του ήχου και της ιδέας τα παιγνιδιάρικα,

που όντας λαγωνικά στη μυρουδιά,

είναι και για τα Ύδνα κυνηγάρικα).

Εσύ ένας συγγραφέας τρυφερός,

που τόσον τ? όνομά σου κάνει κρότο,

στη λαιμαργία της, πιο από θησαυρός

της έλαχες, Λοτή, λωτός στο λόττο.

 

 

 

 

Ύμνος εις την θεάν της μουσικής Ευτέρπην  (Ρ)

 

Μούσα της αρμονίας δοξασμένη,

όπως ο ήλιος χύνει τη ζωή,

δίνει ψυχή η θεία σου πνοή

στην πλάσι, και φωνή χαριτωμένη.

 

Θεά Ευτέρπη, εμπρός σου ανυψωμένοι

στο θείο σου τον έρωτα οι λαοί,

(οπού κακίας δεν φθάνει χλαλοή)

σ? ένα χορό σε υμνούν αδελφωμένοι.

 

Και στην Κεφαλονιά μας λατρευμένη

μ? ευγνωμοσύνης πάντοτε φωνή

κι? η Μνήμη του ευεργέτου Γερμενή

θάνε μαζί στον Ύμνο Σου ενωμένη.

 

 

 

 

 

Ύμνος εις τον αΐδιον ιδρυτήν των Ολυμπίων

 Ευάγγελον Ζάππαν  (Ρ)

 

Η μνήμη σου, ω Ζάππα, δοξασμένη

ας ήνε, εν όσω ο ήλιος ο λαμπρός

θα χύνη φως στα πάτρια τεμένη,

εν όσω δάφνης κλώνος θαλερός

στα εδάφη τα ιερά μας θα βλασταίνη.

 

Χαίρε Ευεργέτα, χαίρε! κ? η σκιά Σου

στα Ηλύσια ας αγάλλεται, ας σκιρτά.

Πανηγυρίζει ιδού τα Ολύμπιά Σου

όλη η Ελλάς, κι? εσένα χαιρετά…

ζήτω η Ελλάς και δόξα στο όνομά Σου!

 

 

 

 

Χαιρετισμός του Συνδέσμου Κεφαλλήνων

 προς τους αδελφούς Κεφαλλήνας  (Ρ)

 

Λησμονάει τα βάσανά της

κάθε μάνα αγαπημένη

σαν ακούει τα παιδιά της

εις τον κόσμο φημισμένα.

Κ? είναι μάνα ευτυχισμένη

ναν τα βλέπη ολόγυρά της

στην αγάπη της δεμένα.

 

Έτσι κ? η Κεφαλλωνιά μας

σήμερα πανηγυρίζει

οπού, αδέλφια εσείς, κοντά μας

η αγάπη της σας φέρει,

και το μάτι μας δακρύζει

και χτυπά βαθιά η καρδιά μας,

που σας δίνουμε το χέρι.

 

 

 

 

 

 

Χαιρετισμός των Κεφαλλήνων προς τας Αθήνας  (Ρ, Λ)

 

Χώρα αιώνια της Παλλάδος,

χώρα δόξης θαυμαστή,

ιερά πόλις της Ελλάδος,

της Ελλάδος κορυφή.

 

Συ, που εστάθης της σοφίας

πρώτη αθάνατη πηγή,

μήτηρ της ελευθερίας,

της ελευθερίας αυγή.

 

Που τρισένδοξον με εσένα

μας ενώνει παρελθόν,

μεγαλεία περασμένα

εις την γην των Πλαταιών…

 

Που στη μητρική σου αγκάλην

μετά χρόνους συμφορών

είμεθα ευτυχώς και πάλιν.

Χαίρε, πόλις Αθηνών.

 

 

 

 

Χριστούγεννα  (Ρ, Λ)

 

Στη φάτνη των χτηνών Χριστός γεννάται

χωρίς της επιστήμης συνδρομή,

η θεία φύσις κάνει για μαμή

κι? ο δράκος σαν αρνί, Θεός κοιμάται.

 

Αύριον, άντρας, σα ληστής κρεμάται,

– νέα του κόσμου θέλει οικοδομή ?

σταυρό του δίνει ο Νόμος πληρωμή,

πλην άγιο φως στον τάφο του γεννάται.

 

Διάκοι του Βάαλ, δεν είναι δικός σας

αυτός της φάτνης ο φτωχός Χριστός,

που εκήρυξε για νόμο του τη χάρι.

 

Εσάς τιμή σας μόνη το στιχάρι,

πομπές, θεοπομπές το ιδανικό σας,

κι? είν? ο Θεός σας σαν και εσάς, μιαρός!…

 

[Χωρίς τίτλο]  (Λ)

 

Τα σάπια και τα σκάρτα όλα περνάνε,

αλέσματα για ?κείνους που χρωστάνε.

 

 

 

 

[Χωρίς τίτλο]  (Ρ)

 

Της δράσης μου το κάδρο θες να ιδής;

Πήγε σε σφυριξιές ο ατμός της μηχανής.

 

 

 

 

[Χωρίς τίτλο]  (Ρ)

 

Ως παίζουν τα παιδιά με το σαπούνι

και ρίχνουν στον αέρα φυσαλίδες,

έτσι κι? εγώ με στίχους διασκεδάζω…

 

 

 

 

[Χωρίς τίτλο]  (Ρ)

 

Ενός παπά παρέμβαση τα πράματα τ? αλλάζει

κι? αυτό που λεν αμάρτημα το χέρι του τ? αγιάζει.

 

 

 

 

[Χωρίς τίτλο]  (Ρ)

 

(Το αίνιγμά μου:)

Είμαι στο μέσον του παραδείσου

κι? είμαι το αντίθετο. Για συλλογίσου!

 

 

 

 

 

[Χωρίς τίτλο]  (Ρ)

 

Εγώ κι? αν ξέρω να μιλώ, να γράφω κι? αν γνωρίζω,

στο λέω δίχως να γελώ και να μη γράφω ξέρω.

 

Κι? εκείνο που καλύτερα κι? από τα δυο πασχίζω

είναι συχνά να σιωπώ και το χαρτί να σχίζω.

 

 

 

 

[Χωρίς τίτλο]  (Ρ)

 

Ο έρωτας, η αγάπη κ? οι φιλίες

αδυναμίες είναι της ψυχής.

Η δύναμί της είν? η αναισθησία.

Κι? ο αναίσθητος, Θεός είν? επί γης.

 

 

 

 

[Χωρίς τίτλο]  (Ρ)

 

Αν ήτανε στο μέτωπο του καθενός γραμμένοι

εκείνους πώχει μέσα του, στα στήθη του, καϋμούς,

πόσες και πόσοι που σε μας φαίνονται ζηλεμένοι

θα κάνανε πονόκαρδο και εις τους πιο τρελλούς!

 

 

 

 

 

Verba και Scripta  (Ρ)

 

Όση κι? αν είν? του λόγου μου η διάρροια,

συ με περνάς ασύγκριτα στην πέννα,

προς δε, γνωστόν, τα Verba παίρνει η άρια,

ενώ τα Σα, τα Scripta, τυπωμένα,

κι? όταν κ? οι δυο θε νάμαστε στο χώμα,

κι? ακόμα θα λιμάρουν κόσμο, ακόμα…

όσους αρχαιοδίφες θα ζητούνε

αλεύρι μέσ? στα πίτουρα να βρούνε.

 

 

 

1881 ? 1882  (Ρ)

 

Mε χτυποκάρδι αρχίνησεν ο περασμένος χρόνος,

με ετοιμασίες για πόλεμο, με δάνεια, με φωνές.

Κ? έστριψαν τα μουστάκια τους οι λέοντες του αγώνος

Αλλ? όμως ετελείωσε και τούτος… μ? εκλογές!

 

Η Πρέβεζα, τα Γιάννινα φορούνε τουλουπάνι·

τη Θεσσαλία μας έδωκε η Ευρώπη ψυχικό.

Ελλάδα μου, το θάρρος σου ποτέ να μην πεθάνη!

Μα πώχει κάλλους κάθεται ? δεν μπαίνει σε χορό.

 

Μας έμεινεν ωφέλεια του κόσμου η καταισχύνη.

Σάπιες γαλέτες, άρματα, μπαλάσκες και στολές…

Ας τα χαρούμε το λοιπόν ησύχως εν ειρήνη…

Θέλει και γρόσια ο πόλεμος, και θέλει και καρδιές.

 

Στο νέον έτος Κάλανδα η Μούσα μου δεν ψάλλει.

Ευχές να δώσω δεν τολμώ… απογοητευμένος…

Ας απεράση γρήγορα… κι ωσάν ανεμοζάλη

κάθε ατιμίας μίασμα ας διώξη από το Γένος.