ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ της Annie Ernaux Μετάφραση: Ρίτα Κολαΐτη Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2021

          Με έναν χείμαρρο  σκόρπιων λέξεων,  που έρχονται στο μυαλό συνειρμικά, σαν να ψιθυρίζονται, και με θρυμματισμένες εικόνες, που ξεδιπλώνονται ασύνδετα με ηθελημένη απουσία αλληλουχίας, ξεκινάει το βιβλίο Τα χρόνια της  Γαλλίδας A. Ernaux, που τιμήθηκε πρόσφατα με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Τίτλοι  κινηματογραφικών έργων, στίχοι τραγουδιών, κινηματογραφικές διαφημίσεις, ραδιοφωνικά παιχνίδια, «παλιές μάρκες προϊόντων»,  λογοπαίγνια, όσο κι αν εισβάλλουν ορμητικά, αφήνουν χώρο στις «στιγμιαίες εικόνες λουσμένες  μ’ ένα αποκλειστικά δικό τους φως».

          Αυτό το ακατέργαστο ανομοιογενές υλικό που ανακύπτει αυθόρμητα, κινητοποιεί διαρκώς τη μνήμη της Ernaux και μεταμορφώνεται σταδιακά σε μια δομημένη όχι μόνο ατομική, αλλά, κυρίως, κοινωνική ιστορία. Η συγγραφική περιπλάνηση συνδέεται κάθε φορά με το στίγμα της εποχής και ανατέμνει ένα πλήθος πραγματολογικών  και κοινωνικοπολιτικών στοιχείων, αγκαλιάζοντας ένα σύνολο ανθρώπων.

          Το βιβλίο της, άλλωστε, η συγγραφέας το χαρακτηρίζει ως «απρόσωπη αυτοβιογραφία» (σελ. 341),  γι’ αυτό στην αφήγηση επιλέγει το τρίτο ενικό πρόσωπο και το πρώτο  πληθυντικό, δηλ. «το κάποιος και το εμείς» (σελ. 342), αποφεύγοντας συνειδητά  το πρώτο ενικό.

          Όταν μιλάει για εκείνη,  μιλάει για όλους και, κυρίως, για όλες. Στο πρόσωπό της θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε άλλη γυναίκα με τις δικές της αφετηρίες (εργατική οικογένεια)  και τη δική της εξέλιξη (ανθρωπιστική παιδεία). Η προσωπική περίπτωση γίνεται συμπεριληπτική.

          Στην αφήγησή της δεν υπάρχει το ναρκισσιστικό στοιχείο, που συχνά χαρακτηρίζει τις αυτοβιογραφίες, γιατί η Ernaux,  ξεφυλλίζοντας το προσωπικό της ημερολόγιο, λοξοκοιτά και τις διαδρομές ζωής των άλλων. To αυτοβιογραφικό συνυφαίνεται με το κοινωνικό. Έχοντας ως αφετηρία το προσωπικό της βίωμα,  ιχνογραφεί τις κοινές εμπειρίες της γενιάς της και, ταυτόχρονα, επιχειρεί να  ερμηνεύσει τον κόσμο με  τις αλλαγές και τις αντιφάσεις του, επισημαίνοντας τις διαψεύσεις, τις αυταπάτες  και τις προσδοκίες των ανθρώπων. Η ματιά της είναι αφηγηματική και ερμηνευτική.

          Γι’ αυτό τα κείμενά της συνολικά (Τα χρόνια, Ο τόπος, Μια γυναίκα, Το γεγονός κ.λπ.)  δεν προσεγγίζονται ούτε ως μια κλασική αυτοπροσωπογραφία ούτε ως μια απλή βιογραφία, αλλά, αντίθετα, μας οδηγούν σε καινούργιους δρόμους, όπου όλα εντάσσονται σε ένα κοινωνικό πλαίσιο. Οι ιστορίες της χαρακτηρίζονται ως «autosociographiques», λέξη που αντανακλά την κοινωνική ερμηνεία, καθώς στο έργο της το ατομικό-συλλογικό βίωμα αναλύεται με κοινωνικούς όρους.

          Τα χρόνια δεν είναι «έργο αναπόλησης» (σελ. 340). Είναι διαδρομή ζωής με στοχαστική διάθεση εμβάθυνσης. Καλύπτουν ένα χρονικό άξονα μιας εβδομηκονταετίας.  Ξεκινούν από το 1940, χρονολογία γέννησης της συγγραφέως, και ολοκληρώνονται το 2008,  χρονιά έκδοσης του βιβλίου στα Γαλλικά από τον Gallimard.  Χωράνε μια ολόκληρη ζωή, τη ζωή της Ernaux και, ταυτόχρονα, πολλές ζωές  πολλών ανθρώπων της γενιάς της. Σε αυτήν τη διαδρομή  αναζήτησης,  το βλέμμα της συγγραφέως είναι αγνό, οργισμένο και πάντα υποψιασμένο. Αποτυπώνοντας τον κόσμο, η συγγραφέας γίνεται αιχμηρή, εκεί που  χρειάζεται ή, αντίθετα,  προσεγγίζει με ηπιότητα και επιείκεια τις κρυμμένες στιβάδες του βιώματος.

          Οι πρώτες μνήμες ξεκινούν με τις ιστορίες του πολέμου. Στα πολυμελή γιορτινά οικογενειακά τραπέζια, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, οι μεγάλοι θυμούνται. Μιλούν ακατάπαυστα για την πείνα, τους βομβαρδισμούς, την κατάρρευση του μετώπου, τους νεκρούς, τον Πετέν. Τα παιδιά ακούν τα γεγονότα, μάλλον  βαριεστημένα, και μαντεύουν τις αποσιωπήσεις και τις ενοχές. Αυτές, όμως,  οι διηγήσεις των καθημερινών ανθρώπων,  ακόμη κι αν κυλούν σε απρόθυμα αυτιά παιδιών, διατηρούν την ιστορία. Οι μνήμες  «συνέθεταν τη μεγάλη αφήγηση των συλλογικών γεγονότων» (σ. 23 ).

          Η μικρή Annie μεγαλώνει, ζώντας «μες στον απίστευτα βραδύ ρυθμό του σχολείου, στο προγραμματισμένο χτύπημα του κουδουνιού για το διάλειμμα, στην επιστροφή των διαγωνισμάτων  του τριμήνου…» (σελ. 81). Η μνήμη στέκεται στα παλιά σχολικά τετράδια και βιβλία, στις φωτογραφίες της Μπριζίτ Μπαρντό, που οι έφηβες γαλλίδες κολλούσαν στα ντοσιέ των μαθητικών χρόνων, στα ξύλινα θρανία όπου σκάλιζαν τα αρχικά τού Τζέιμς Ντιν και στα απαγορευμένα βιβλία που διάβαζαν κρυφά.

          Το μπακαλορεά, η Ernaux, το βιώνει ως την πρώτη μεγάλη κατάκτηση των νέων της επαρχίας. Το συνδέει με καινούργιους ορίζοντες και δρόμους, μακριά από την πατρική οικογένεια,  τότε που ξεκινούν  τα χρόνια της  ενηλικίωσης. Τότε που  φοιτητές και φοιτήτριες ανακάλυπταν τις ταινίες των Μπέργκμαν και Μπουνιουέλ και βυθίζονταν στα βιβλία των Κάφκα, Ντοστογιέφσκι, Βιρτζίνιας  Γουλφ και Λόρενς Ντάρελ. Ο γαλλοαλγερινός πόλεμος  και οι αγριότητες των αποικιοκρατών είναι ακόμη μακριά από τα ενδιαφέροντά τους, καθώς «το κράτος και οι εφημερίδες έκαναν τα πάντα για να … κρατούν στο σκοτάδι» (σ. 108).

          Η συγγραφέας, που είναι και εκπαιδευτικός, βιώνει έντονα συναισθήματα, συχνά αμφίθυμα, όταν συναντιέται με το εμβληματικό  ιδεολογικό  ορόσημο του Μάη του ’68, που μέθυσε τους νέους, γονιμοποιώντας τη σκέψη τους, που αφύπνισε  συνειδήσεις και που, κυρίως, διαμόρφωσε μια καινούργια νοοτροπία. Όλα τα δεδομένα, όλες οι αξίες αμφισβητούνται με τον πιο έντονο τρόπο. Εδώ η φωνή τής Ernaux αντηχεί τη συγκίνηση του αγνού ενθουσιώδους πολιτικοποιημένου ανθρώπου. Τα ιδανικά του Μάη, όμως, αποτιμώνται με τη σοφία του σκεπτόμενου πολίτη.

          «… Όλα κινούνταν προς την κατεύθυνση ενός νέου πνεύματος και μιας μεταμόρφωσης του κόσμου. Μας κατέκλυζαν πρωτόγνωρα εκφραστικά μέσα, δεν ξέραμε από πού ν’ αρχίσουμε και αναρωτιόμαστε πώς, μέχρι τώρα, δεν είχαμε ακούσει να γίνεται λόγος για όλα αυτά. Σ’ έναν μήνα ανακτήσαμε ολάκερα χρόνια γνώσης. Και νιώσαμε ασφάλεια που ξαναβρήκαμε, γερασμένους μα, όσο ποτέ άλλοτε μαχητικούς, συγκινητικούς, την Μποβουάρ με το τιρμπάν της και τον Σαρτρ, μολονότι δεν είχαν τίποτα καινούργιο να μας διδάξουν …  Το 1968 ήταν η πρώτη χρονιά του κόσμου….  Υπήρχε μια προσδοκία αγνότητας» (σελ. 147, 148, 150, 157).

          Ό,τι κουβαλούν οι άνθρωποι στις ζωές τους (αμηχανία, προσδοκία, απογοήτευση, ενθουσιασμό, απώλειες), σε συνδυασμό με τα κοινωνικοπολιτικά γεγονότα (πόλεμος Βιετνάμ, εποχή του Ντε Γκολ, προεδρία Ζ. ντ’ Εστέν,  προεδρία Φ. Μιτεράν, περεστρόικα, πτώση του τείχους, πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία,  δίδυμοι πύργοι …), διαμορφώνουν κάθε φορά άλλα ήθη και  άλλη στάση ζωής,  δηλώνοντας τους «δείκτες μιας εποχής» (σελ. 319). Καθώς περνούν τα χρόνια, η συγγραφέας νιώθει, από δεκαετία σε δεκαετία, τη διαφοροποίηση των ιδεών και την ελαστικότητα και σχετικότητα του αξιακού κώδικα. Διαπιστώνει ότι ακόμη και οι άνθρωποι μεταμορφώνονται.

          «Τα ιδανικά του Μάη μετατρέπονταν σε αντικείμενα και ψυχαγωγία … Ο καινούργιος τρόπος του ζην ήταν χαλαρός, να νιώθεις καλά με τον εαυτό σου, ένα κράμα αυτοπεποίθησης και αδιαφορίας προς τους άλλους. … Η απάθεια μεγάλωνε. … Η περηφάνια γι’ αυτό που κάνεις, αντικαταστάθηκε με την περηφάνια γι’ αυτό που είσαι, γυναίκα, γκέι, επαρχιώτης, Εβραίος, Άραβας κ.λπ.» (σελ. 163, 175, 273, 277).

          Η εναργής μνήμη της συγγραφέως διαφυλάσσει εικόνες, γεγονότα, αισθήματα, στιγμές πολλών χρόνων, αλλά, ταυτόχρονα, τροφοδοτεί τους συνειρμούς του αναγνώστη. Μαζί με την συγγραφέα και ο αναγνώστης, μετέχοντας νοερά  στα γεγονότα, ανακαλεί τα δικά του βιώματα και τις προσωπικές του αναμνήσεις και οδηγείται σε ένα απροσδόκητο παιχνίδι διαλόγου ανάμεσα στο τότε και στο τώρα, ανάμεσα στο εκεί και στο εδώ. Η Ernaux έχει τον τρόπο να εμπλέκει τον κάθε αναγνώστη στον κόσμο της, καθώς Τα χρόνια, βιβλίο βιωματικό και, ταυτόχρονα, κριτικό, συνδυάζουν την ποιότητα με την απλότητα, κερδίζοντας ευρεία αναγνωσιμότητα.

                                                                                  Εύη Ζερβού Καλλιακούδη