SIEGFRIED LENZ «Der Leseteufel» – «Ο μανιώδης αναγνώστης»

Ο Αμίλκας Schaß, ο παππούς μου, ένας κυριούλης, ας τον πούμε έτσι,71 ετών, έμαθε να διαβάζει μόνος του ακριβώς τότε που ξεκίνησαν τα γεγονότα. Όταν λέω «γεγονότα» εννοώ μια επιδρομή του στρατηγού Wawrila,ο οποίος ξεκίνησε από τους βάλτους του Rokitno και με πυρπολήσεις, λεηλασίες και άλλες φρικαλεότητες άπλωσε το χέρι του μέχρι τη Μαζουρία, πιο συγκεκριμένα μέχρι το χωριό Σουλέκι. Ήταν  – που να πάρει ο διάβολος – τόσο κοντά, ώστε  μπορούσες να μυρίσεις, που λέει ο λόγος, το ποτό που είχε πιει αυτός και οι στρατιώτες του.

       Τα κοκόρια του χωριού έτρεχαν  γύρω- γύρω αλαφιασμένα, τα βόδια τράβαγαν τις αλυσίδες, τα περίφημα πρόβατα του Σουλεκίου  στριμώγνονταν όλα μαζί μία εδώ, μία εκεί. Όπου κι αν έπεφτε το μάτι σου, έβλεπες στο χωριό μας μια γενική ανησυχία, μια μεγάλη αναστάτωση. Η ιστορία γνωρίζει καλά παρόμοιες καταστάσεις.

        Αυτή την εποχή, όπως είπαμε, ο  Αμίλκας, ο παππούς μου, έμαθε την τέχνη της ανάγνωσης σχεδόν χωρίς ξένη βοήθεια. Διάβαζε με ευχέρεια ό,τι του έπεφτε στα χέρια: πότε το ένα, πότε το άλλο. Πιο συγκεκριμένα: Το….ένα ήταν ένα παλιό αντίτυπο του ημερολογίου των Μαζούρων με πολλές συνταγές για τις γιορτές  των Χριστουγέννων. Το …. άλλο ήταν ένα σημειωματάριο ενός ζωέμπορου, το οποίο είχε χάσει προ ετών στο Σουλέκι.

        Ο Αμίλκας το διάβαζε και το ξαναδιάβαζε, χτυπούσε παλαμάκια, έβγαζε παράξενες, υπόκωφες φωνές αλαλαγμού, όταν έκανε μια καινούργια ανακάλυψη. με λίγα λόγια τον είχε συνεπάρει το πάθος της ανάγνωσης. Πράγματι, ο Αμίλκας είχε εθιστεί, θα μπορούσα να πω, τόσο που παραμελούσε τον εαυτό του, κάτι που δεν συνήθιζε πριν.

       Πειθαρχούσε μόνο σε έναν αφέντη τέτοιο, που στη γλώσσα των Μαζούρων συνήθως λεγόταν «Zatanga Zitai», που σημαίνει «δαίμονας της ανάγνωσης».

        Ενώ στο Σουλέκι κάθε άνδρας, κάθε ον είχε κυριευθεί από φόβο και τρόμο, μόνο ο Αμίλκας, ο παππούς μου, έδειχνε ασυγκίνητος από την εχθρική απειλή. Τα μάτια του έλαμπαν, τα χείλη του σχημάτιζαν αργά τις  λέξεις, καθώς ο τεράστιος δείκτης του χεριού του γλιστρούσε στις γραμμές του ημερολογίου σχηματίζοντας τη μορφή μιας γιρλάντας και τρέμοντας από ευτυχία.

       Τότε, την ώρα που αυτός διάβαζε με αυτόν τον τρόπο, μπήκε  μέσα κυνηγημένος ένας άνδρας ισχνός ονόματι A.Abromeit, ο οποίος σε ολόκληρη την ζωή του δεν είχε τίποτα άλλο να επιδείξει παρά δύο μεγάλα ροζ αυτιά. Κρατούσε ένα πελώριο τουφέκι, πλησίασε τον Αμίλκα κραδαίνοντάς το και του μίλησε έτσι : «Αμίλκα, καλά θα κάνεις  να αναβάλεις τις σπουδές σου. Αλλιώς, όπως  δείχνουν τα πράγματα, ο Wawrila εύκολα θα προωθήσει τις δικές του “σπουδές”. Και ύστερα νομίζω θα γίνεις κομματάκια πιο μικρά από αυτό το βιβλίο».

       Ο Αμίλκας, ο παππούς μου, κοίταξε τον επισκέπτη του πρώτα με απορία και μετά με θυμό. Εντελώς απορροφημένος απ’ το διάβασμα, ήταν ανίκανος να απαντήσει αμέσως . Αλλά μετά, αφού συνήλθε, έτριψε τα δάχτυλα των ποδιών του και απάντησε ως εξής: «Μου φαίνεται, Α. Abromeit,  ότι έχεις ξεχάσει τι θα πει ευγένεια. Αλλιώς, πώς θα μπορούσες να με ενοχλήσεις , παρακαλώ πολύ, την ώρα που διαβάζω;». 

       «Μα το κάνω, επειδή έχουμε πόλεμο», είπε ο Abromeit. «Λόγω τιμής. Ο Wawrila, ο διαβόητος, βαρέθηκε στους βάλτους και πλησιάζει αυτό το χωριό κάνοντας ασυνήθιστες θηριωδίες. Και, επειδή αυτός ο ιδρωμένος μεθύστακας είναι ήδη τόσο κοντά, αποφασίσαμε να τον σταματήσουμε με τα τουφέκια μας. Γι’ αυτό,  Αμίλκα, έχουμε ανάγκη από κάθε όπλο και ιδιαιτέρως από το δικό σου».

        «Παρ’ όλα αυτά δεν αλλάζει τίποτα», είπε ο Αμίλκας. «Ακόμα και ο πόλεμος δεν δικαιολογεί την αγένεια. Αλλά εάν τα πράγματα, όπως λες, είναι τόσο άσχημα, μπορείτε να υπολογίζετε και στο δικό μου τουφέκι. Έρχομαι αμέσως».

        Ο Αμίλκας φίλησε τα αναγνώσματά του, τα έκρυψε σε ένα δοχείο πυρίμαχο, πήρε το τουφέκι του, φορτώθηκε γρήγορα ένα κομμάτι καπνιστό κρέας και μετά βγήκαν από το σπίτι και οι δυο μαζί.

        Στο δρόμο περνούσαν καλπάζοντας ελεύθερα με μάτια ορθάνοιχτα από το φόβο μερικά από τα εξυπνότερα λευκά άλογα του Σουλεκίου, σκυλιά κλαψούριζαν, περιστέρια δραπέτευαν προς τα βόρεια χτυπώντας πανικόβλητα τα φτερά τους. Η ιστορία γνωρίζει τέτοιες  εικόνες ταραχής.

         Οι δύο οπλισμένοι άντρες περίμεναν μέχρι να αδειάσουν οι δρόμοι και τότε ο Α. Abromeit είπε: «Αμίλκα, ο τόπος που θα πολεμήσουμε είναι ήδη καθορισμένος. Το πόστο μας, φιλαράκο, θα είναι ένα φυλάκιο, που παλιά ανήκε στον κ. Gonsch. Είναι περίπου 14 μίλια μακριά και βρίσκεται πάνω στο δρόμο που είναι αναγκασμένος να πάρει ο Wawrila. «Δεν έχω καμιά αντίρρηση», είπε ο παππούς μου.

        Έτσι ξεκίνησαν σχεδόν αμίλητοι για το γερό φυλάκιο, εγκατέστησαν την άμυνα τους, ρούφηξαν καπνό και ετοίμασαν τα πόστα. Καθόντουσαν μπροστά από μια σιδερένια πόρτα, προστατευμένοι από χοντρές σανίδες και παρακολουθούσαν το βρεγμένο δρόμο, από τον οποίο ήταν αναγκασμένος να περάσει ο Wawrila. Κάθησαν έτσι πάνω- κάτω οκτώ ώρες, όταν ο Αμίλκας, που η σκέψη του ήταν στο διάβασμα, άρχισε να νιώθει τα δάχτυλα του να παγώνουν τόσο που το μασάζ, που έκανε μόνος του, δεν βοηθούσε πια.  Γι’ αυτό σηκώθηκε όρθιος και κοίταξε γύρω του με την ελπίδα ότι θα βρει κάτι για να ανάψει φωτιά. Παραμέριζε πράγματα από δω και από κει, έψαχνε γύρω- γύρω, περιεργαζόταν κάποια και μετά τα άφηνε να πέσουν κάτω. Την ώρα που τα έκανε αυτά, ανακάλυψε – που να πάρει ο διάβολος – ένα βιβλίο, ένα όμορφο, εύχρηστο πραγματάκι. Μια ανατριχίλα διαπέρασε το κορμί του, μια μεγάλη ευφορία πλημμύρισε το στήθος του, ακούμπησε αμέσως το τουφέκι σε μια καρέκλα, κάθησε κάτω στο χώμα και σαν μανιακός άρχισε να διαβάζει. Ξέχασε τον πόνο από τα παγωμένα του δάχτυλα, ξέχασε τον Α. Abromeit  στη σιδερένια πόρτα, ξέχασε τον Wawrila που ερχόταν απ’ τους βάλτους. Το πόστο δεν υπήρχε πια για τον Αμίλκα.

            Στο μεταξύ, όπως ήταν αναμενόμενο, ο κίνδυνος έκανε ό,τι τον κάνει ιδιαίτερα δυσάρεστο, δηλαδή πλησίαζε. Πλησίαζε με τη μορφή του στρατηγού Wawrila. και των συνεργατών του, οι οποίοι εμφανίστηκαν κεφάτοι πάνω στο δρόμο, που ήταν αναγκασμένοι να πάρουν. Αυτός ο Wawrila, Θεούλη μου, διακρινόταν κιόλας σαν να έβγαινε μέσα από τους βάλτους , ήταν αξύριστος, είχε μια φωνή ψιθυριστή και βραχνή και φυσικά  δεν ένιωθε αυτό που κάθε άνθρωπος και ο ελάχιστα ειλικρινής νιώθει, δηλαδή φόβο. Ανέβαινε το δρόμο με τους μεθυσμένους σκοπευτές του και έκανε – πώς αλλιώς θα το ’κανε; – σαν να ήταν ο ίδιος ο Βοεβόδας. Επί πλέον δεν φορούσε μπότες, αλλά κουρέλια στα πόδια αυτός ο Wawrila!

           Ο Α. Abromeit  από το πόστο του στη σιδερένια πόρτα έβλεπε τους κακοποιούς να έρχονται από το βάλτο. Σήκωσε λοιπόν το τουφέκι και φώναξε: «Αμίλκα, έχω το Σατανά στο στόχαστρο».

          Ο Αμίλκας –και δεν νομίζω να απορείτε γι’ αυτό – δεν  άκουσε τη φωνή. Εν τω μεταξύ, τον Wawrila δεν τον σταματούσε τίποτα. «Αμίλκα, ο Σατανάς πλησιάζει», φώναξε ο Α. Abromeit. «Αμέσως», είπε ο Αμίλκας, ο παππούς μου, «τώρα έρχομαι στο πόστο και όλα θα γίνουν, όπως πρέπει. Μόνο ένα κεφαλαιάκι ακόμα και τελειώνω».

         Ο Α. Abromeit ακούμπησε το τουφέκι στο πάτωμα, έγειρε προς τα πίσω και σημάδεψε περιμένοντας με αδημονία. Η αδημονία του δεν περιγράφεται. Καθώς ο  Wawrila πλησίαζε βήμα- βήμα, η υπερένταση μεγάλωνε. Τέλος – φτάνοντας στα όριά του θα λέγαμε – ο Α. Abromeit πετάχτηκε πάνω, έτρεξε στον παππού μου, τον κλώτσησε ( κάθε λογικός άνθρωπος θα το συγχωρούσε) και του φώναξε: «Αμίλκα, ο Σατανάς Wawrila στέκεται έξω από την πόρτα».

        «Όλα θα γίνουν στην ώρα τους», είπε ο παππούς μου. «Λίγο ακόμα, σε παρακαλώ, πέντε σελίδες μου έχουν μείνει, οι τελευταίες». Και επειδή δεν έκανε καμία κίνηση για να σηκωθεί, ο Α. Abromeit έτρεξε μόνος του στη σιδερένια πόρτα, άρπαξε το τουφέκι και άρχισε να πυροβολεί. Και  τότε προκλήθηκε τέτοιος θόρυβος που όμοιό του δεν μπορούσε να θυμηθεί κανείς στη Μαζουρία. Μολονότι δεν μπόρεσε να πετύχει κανέναν από τους παλιανθρώπους, εν τούτοις  τους ανάγκασε να καλυφθούν, γεγονός που έκανε τον Α. Abromeit εξαιρετικά αλαζόνα και παράτολμο. Βγήκε λοιπόν φανερά μπροστά από τη σιδερένια πόρτα και έριχνε όσο άντεχε το πελώριο τουφέκι του. Αυτό  το έκανε πολλή ώρα, όταν ξαφνικά ένιωσε έναν οξύ, καυτό πόνο και όταν κατάλαβε ότι είχε χτυπηθεί άσχημα, διαπίστωσε ότι τον είχαν πυροβολήσει σε ένα από τα μεγάλα ροζ αυτιά του. Τι του έμενε να κάνει; Άφησε το τουφέκι  να πέσει κάτω, έτρεξε στον Αμίλκα , τον παππού μου, και αυτή τη φορά του μίλησε έτσι: «Αμίλκα, ακούς; Τραυματίστηκα! Από την πληγή μου τρέχει αίμα. Εάν δεν πας στο πόστο, ο Σατανάς Wawrila, λόγω τιμής, σε δέκα  δευτερόλεπτα θα είναι εδώ και, όπως δείχνουν τα πράγματα, φοβάμαι ότι από σένα θα βγει μαύρο μελάνι.

           Ο Αμίλκας, ο παππούς μου, σήκωσε τα μάτια και αντί για άλλη απάντηση είπε: «Α. Abromeit, όλα θα τακτοποιηθούν, όπως πρέπει. Μόνο λίγο ακόμα. Μόνο δύο σελίδες από το κεφαλαιάκι,σε παρακαλώ». Ο Α. Abromeit πιέζοντας με το ένα του χέρι το τραυματισμένο του αυτί, έριξε μια γρήγορη, ερευνητική ματιά γύρω του, μετά έσπασε το  παράθυρο, πήδηξε έξω και χάθηκε μέσα στο πυκνό κοντινό δάσος.

          Μετά, όπως μπορεί κανείς να υποθέσει, συνέβη το εξής: Τη στιγμή που ο Αμίλκας διάβαζε τις επόμενες σειρές, έσπασε η πόρτα και ποιος μπήκε μέσα λέτε; Ο στρατηγός Wawrila.  Φυσικά πλησίασε αμέσως τον παππού μου, βρυχήθηκε δυνατά, γέλασε, όπως έκανε πάντα, και μετά είπε: «Εσύ, βάτραχε, πήδα πάνω στο χέρι μου, θέλω να σε φουσκώσω». Αυτό ήταν αναμφίβολα, ένας υπαινιγμός που σχετίζεται με την καταγωγή του και τις συνήθειες του. Αλλά ο Αμίλκας απάντησε: «Αμέσως. Μόνο μιάμιση σελίδα ακόμα».

        Ο Wawrila νευρίασε και κατάφερε στον παππού μου ένα χτύπημα. Μετά ένιωσε την επιθυμία να του πει: «Τώρα θα σε κόψω στα δυο, εσένα παλιοσαύρα. Αλλά θα σε κόψω αργά-αργά». «Μια σελιδούλα ακόμα», είπε ο Αμίλκας. «Δεν είναι, μα το Θεό,  παραπάνω  από δεκαπέντε σειρές και τελειώνει το κεφαλαιάκι».

        Ο Wawrila άναυδος, σχεδόν απαθής, δανείστηκε από ένα κουτσό άνθρωπο της συνοδείας του ένα τουφέκι, πίεσε την κάνη στο λαιμό του Αμίλκα και είπε: «Εσένα, βρωμερό σκουλήκι, θα σε κάνω σκόνη. Κοίτα εδώ, το τουφέκι είναι έτοιμο».

       «Τώρα», είπε ο Αμίλκας. «Δέκα σειρούλες μόνο και μετά όλα θα γίνουν, όπως πρέπει», Τότε, όπως κάθε νοήμων άνθρωπος καταλαβαίνει, ο Wawrila και η συμμορία του έφριξαν τόσο πολύ που, αφήνοντας τα τουφέκια τους, γύρισαν εκεί απ’ όπου είχαν έρθει: στους απαίσιους βάλτους του Rokitno.

          Ο Α. Abromeit, ο οποίος παρακολουθούσε έκπληκτος τη φυγή, σύρθηκε προς τα πίσω με το τουφέκι στο χέρι, πλησίασε τον Αναγνώστη μας και περίμενε βουβός. Tότε ο Αμίλκας, αφού διάβασε και την τελευταία σειρά, σήκωσε το κεφάλι, γέλασε πανευτυχής και είπε: «Είπες κάτι; Α. Abromeit, ή μου φάνηκε;».

                                                                                             Μετάφραση

                                                                                         Μαρία Αγγελίνα