Ανάμεσα σε βιβλιόφιλους JAROSLAV HAŠEK

JAROSLAV HAŠEK

Ανάμεσα σε βιβλιόφιλους

          Το χειρότερο που μπορεί να σου συμβεί είναι να πέσεις στα χέρια μιας φίλης της λογοτεχνίας, η οποία συγκεντρώνει στο σπίτι της βιβλιόφιλους και οργανώνει λογοτεχνικές βραδιές, όπου σερβίρεται τσάι και σε κάθε φίλο της λογοτεχνίας αναλογούν δύο κομματάκια κέικ.

         Η αλήθεια είναι ότι δεν έπρεπε να πάω σ’ αυτή τη λογοτεχνική βραδιά της κυρίας Χέρτσαν, αλλά ήθελα να ανταποκριθώ στην πρόσκληση ενός φίλου μου που τον έκανα να πιστέψει ότι έχω στο σπίτι μου ένα βιβλίο δεμένο με δέρμα ανθρώπου! (μια αυθεντική έκδοση των ποιημάτων του Πέρση ποιητή Χαφίς). Ο φίλος μου το διέδωσε αυτό στους βιβλιόφιλους και φίλους της λογοτεχνίας. Αυτό ήταν! Η Μαικήνας τους, η κυρία Χέρτσαν, εκδήλωσε την επιθυμία να με γνωρίσει.

          Όταν μπήκα στο σαλόνι, δώδεκα πρόσωπα σήκωσαν ταυτόχρονα το βλέμμα τους και με κοίταξαν. Μέσα από αυτά είχα την εντύπωση ότι με κοιτούσε ολόκληρη η παγκόσμια λογοτεχνία. Ο ερχομός μου χαιρετίστηκε ζωηρά. Τώρα καταλαβαίνετε ότι ένας καλεσμένος με ποιήματα του Χαφίς δεμένα με δέρμα ανθρώπου είχε δικαίωμα για τέσσερα κομματάκια γλυκό.

          Πήρα λοιπόν από την πιατέλα τέσσερα κομμάτια και δεν έμεινε ούτε ένα για τη δεσποινίδα με τα γυαλιά δίπλα μου. Αυτό της κακοφάνηκε τόσο, ώστε άρχισε να μιλά για το έργο του Γκαίτε Εκλεκτικές συγγένειες.

          Δίπλα μου καθόταν ένας ιστορικός της λογοτεχνίας, ο οποίος στράφηκε προς το μέρος μου και με ρώτησε : «Θα θέλατε να γνωρίσετε ολόκληρο τον Γκαίτε;». «Τον ξέρω από την κορυφή έως τα νύχια», απάντησα σοβαρά. «Φοράει παπούτσια με κίτρινα κορδόνια και στο κεφάλι ένα καφέ καπέλο, είναι φοροεισπράκτορας και μένει στην οδό Καρμηλιτών».

         Οι βιβλιόφιλοι με κοίταξαν με δυσαρέσκεια και επικριτικά. Για να διασκεδάσει τη γενική αμηχανία, η οικοδέσποινα με ρώτησε: «Ενδιαφέρεστε πολύ για την λογοτεχνία;».

        «Αξιότιμη κυρία», απάντησα, «υπήρχαν εποχές που διάβαζα πολύ. Έχω διαβάσει τους Τρεις  σωματοφύλακες, Το προσωπείο του έρωτα, Το σκύλο του Baskeville και άλλα μυθιστορήματα. Οι γείτονες μού κρατούσαν το ένθετο με τα μυθιστορήματα της Πολίτικακαι κάθε φορά τα Σαββατοκύριακα διάβαζα μονομιάς και τις έξι συνέχειες. Το διάβασμα πάντα με ενδιέφερε πολύ και δεν μπορούσα να περιμένω, για να μάθω, παραδείγματος  χάριν, εάν η κόμισσα Λεόνα παντρεύτηκε το νάνο Ρίχαρντ, ο οποίος για χάρη της δολοφόνησε τον ίδιο του τον πατέρα, που με την σειρά του είχε πυροβολήσει τον αρραβωνιαστικό της από ζήλια. Ναι, ένα βιβλίο μπορεί πράγματι να κάνει θαύματα. Όταν είχα κακή διάθεση, διάβαζα τον Νεαρό της Μεσσίνας. Εκείνος ο νέος στα δεκαεννιά του έγινε ληστής. Λεγόταν Λορέντζο. Ναι, τότε διάβαζα. Αλλά σήμερα δεν διαβάζω πολύ. Δεν με ενδιαφέρει πια».

          Οι φίλοι της λογοτεχνίας χλώμιασαν. Ένας πανύψηλος άντρας με διαπεραστικό βλέμμα με ρώτησε κοφτά και αυστηρά σαν ανακριτής: «Σας ενδιαφέρει ο Ζολά;». «Πολύ λίγα ξέρω γι’ αυτόν», απάντησα. «Έχω ακούσει ότι έπεσε στην πολιορκία του Παρισιού κατά τη διάρκεια του Γαλλογερμανικού πολέμου».

         «Ξέρετε τον Μωπασάν;», με ρώτησε εκείνος ο άντρας που καθόταν δεξιά μου θυμωμένος. «Έχω διαβάσει το έργο του Διηγήσεις από την Σιβηρία», είπα.

       «Κάνετε λάθος», τινάχτηκε οργισμένη η κοπέλα με τα γυαλιά δίπλα μου. «Οι Διηγήσεις από την Σιβηρία είναι των Korolenko και Sievos Zewski. Ο Μωπασάν είναι Γάλλος, βεβαίως».

      «Νόμιζα  ότι είναι Ολλανδός», είπα ήρεμα. «Αλλά ναι, είναι Γάλλος και ίσως έχει μεταφράσει στα γαλλικά τις Διηγήσεις από τη Σιβηρία».

         «Τον Τολστόι τον γνωρίζετε βέβαια;», με ρώτησε η οικοδέσποινα. «Είδα  τον τάφο του στον κινηματογράφο. Σε ένα χημικό σαν τον Τολστόι, που ανακάλυψε το ράδιο, άξιζε ένας πιο αξιοπρεπής τάφος».

         Για μια στιγμή βουβάθηκαν όλοι. Ο ιστορικός της λογοτεχνίας απέναντί μου με κοίταζε με μάτια φλογισμένα και με ρώτησε ειρωνικά: «Αλλά την τσέχικη λογοτεχνία την ξέρετε σίγουρα απ’ έξω  και ανακατωτά;».

        «Έχω στο σπίτι μου τον Μόγλη‧ αυτό ίσως σας αρκεί»,  είπα  με έμφαση.

       «Τι λέτε; Αυτό είναι του Κίπλιγκ. Αυτός είναι Άγγλος», είπε ένας σχολαστικός κύριος, που έκρυψε το πρόσωπο του μέσα στα δυο του χέρια, σαν να  έκλαιγε. «Δεν μίλησα για το Κίπλιγκ», φώναξα εγώ προσβεβλημένος, «μίλησα για τον Μόγλη του Τούτσεκ».

         Δίπλα μου δύο κύριοι, οι οποίοι ψιθύριζαν  έτσι που μπορούσα να τους ακούσω, με είπαν βόδι. Ένας χλωμός νέος άντρας με μακριά μαλλιά σταύρωσε τα χέρια και με αδύναμη φωνή είπε τα εξής: «Δεν αντιλαμβάνεστε την ομορφιά της λογοτεχνίας, επίσης δεν έχετε ιδέα τι σημαίνει ύφος, δεν μπορείτε να αξιολογήσετε την εξαίρετη σύνταξη και ούτε καν σας ενθουσιάζει η ποίηση. Γνωρίζετε κάθε στίχο του Liliencron, ο οποίος σας κάνει να αγγίζετε την ομορφιά της φύσης; Νιώθετε τα συννεφάκια να περνούν, τα μπλε συννεφάκια να πετούν και να ταξιδεύουν πάνω από βουνά και κοιλάδες, πάνω από καταπράσινα δάση;».

         Ύψωσε τη φωνή, στηρίχθηκε στον ώμο ενός φίλου, που καθόταν δίπλα του, και συνέχισε. «Και τη Φωτιά του Ντανούτσιο; Εάν είχατε διαβάσει τη θαυμάσια επιτυχημένη περιγραφή της βενετσιάνικης γιορτής και μαζί αυτή την ιστορία αγάπης…». Κοίταξε τη λάμπα, πέρασε το χέρι του από το μέτωπό του και περίμενε τι θα του έλεγα.

         «Δεν σας κατάλαβα ακριβώς. γιατί ο Ντανούτσιο έβαλε φωτιά σ’ αυτές τις γιορτές; Πόσα χρόνια φυλακίστηκε γι’ αυτό;», είπα. «Ο Ντανούτσιο είναι ο διασημότερος Ιταλός ποιητής», μου εξήγησε με υπομονή η κοπέλα με  τα γυαλιά.

         «Αυτό είναι παράξενο», παρατήρησα με αφέλεια.

         «Τι είναι παράξενο;», ούρλιαξε με όλη τη σημασία της λέξης ένας κύριος, ο οποίος μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε ανοίξει το στόμα του.

        «Μήπως γνωρίζετε κάποιον Ιταλό ποιητή;». Και εγώ του απάντησα σοβαρά: «Γνωρίζω τον Ροβινσώνα Κρούσο».

         Λέγοντας αυτές τις λέξεις κοίταζα γύρω μου. Δώδεκα φίλοι της λογοτεχνίας και βιβλιόφιλοι γέρασαν μέσα σε ένα λεπτό. Μετά και οι δώδεκα αυτοί, οι πρόωρα γερασμένοι, με πέταξαν από το παράθυρο του ισογείου έξω στο δρόμο.

                                                                                   Μετάφραση: Μαρία Αγγελίνα