Στο χείλος της αβύσσου του Έριχ Κέστνερ, ΠΟΛΙΣ, 2020

Ο κοινωνικός ιστός διαρρηγνύεται. Η ανεργία καλπάζει. Τα τρόφιμα ακριβαίνουν. Οι εργαζόμενοι κακοπληρώνονται και φυτοζωούν. Μια ολόκληρη κοινωνία καταρρέει. Η γραφειοκρατία θυμίζει καφκικό σκηνικό.Οι άνθρωποι βουλιάζουν. Διαφθορά και κοινωνική σήψη. Κάποιοι,βέβαια, επωφελούνται.Παντού αδιέξοδα. Δεν υπάρχει χώρος για όσους δεν ανήκουν στη μάζα.

Όσο κι αν οι εικόνες είναιγνώριμες, το βιβλίο δεν αναφέρεται στο παρόν, αλλά αποτυπώνει την παρακμή της Γερμανίας του μεσοπολέμου. Τα μυθιστόρημα Στο χείλος της αβύσσου του Έριχ Κέστνερ (ErichKastner, 1899-1974) εκδίδεται για πρώτη φορά,με πολλές περικοπές από τον εκδότη, το 1931 στη Γερμανία, με τίτλοΦάμπιαν.Η ιστορία ενός ηθικολόγου1 (Fabian. DieGeschichteeinesMoralisten),τίτλος που δεν ήταν επιλογή του συγγραφέα.

Τώρα έχουμε, επιτέλους,  στα χέρια μας από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ,  σε μετάφραση Άντζης Σαλταμπάση,  την έκδοση του μυθιστορήματος στην πλήρη του μορφή, χωρίς λογοκρισία, χωρίς περικοπές και με τον τίτλο που ήθελε ο συγγραφέας του, Στο χείλος της αβύσσου.

Το κλίμα στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης είναι απειλητικό. Έχει επιτραπεί στους  ναζί και τις  ιδέες τους να  καταλάβουνπολύ χώρο. Η χώρα βαδίζει στο χάος. Φτάνει στην άβυσσο. Το κοινωνικοπολιτικό μυθιστόρημα που κρατάμε στα χέρια μας είναι μια μορφή καταγραφής του Βερολίνου του μεσοπολέμου, δοσμένη με τη «λοξή» ματιά και την κραυγαλέα (γκροτέσκο) αποτύπωση του Κέστνερ.Ανήκει στο λογοτεχνικό ρεύμα της Νέας Αντικειμενικότητας (ΝeueSachlichheit), που επιδιώκει τη ρεαλιστική απεικόνιση της πραγματικότητας.

Ο Γερμανός εκδότης, ο SvenHanuschek,τονίζει και τη σατιρική διάσταση του βιβλίου, εστιάζοντας,  ίσως, σε κομμάτια που πράγματι κάνουν τον αναγνώστη να μειδιά, όπως είναι ο  απολαυστικόςπροκλητικός διάλογος των δύο πρωταγωνιστών  κατά τη διαδρομή με το λεωφορείο ή η σπαρταριστή  περιγραφή της γραφειοκρατίας, όταν ο Φάμπιαν, ο πρωταγωνιστής, αναζητεί δουλειά. Ταυτόχρονα είναι βιβλίο προφητικό. Σε λίγο θα ανέβει, με δημοκρατικές διαδικασίες, στην εξουσία  ο Χίτλερ και ο Κέστνερ θα δει το βιβλίο του να ρίχνεται στην πυρά ως ανήθικο.

Ένας συγγραφέας, που είναι,  ταυτόχρονα,  και δημοσιογράφος και ποιητής, που τον έχουμε γνωρίσει, κυρίως, ως λογοτέχνη για παιδιά (Ο Αντώνης και η Κουκιδίτσα, Ο Αιμίλιος και οι ντέτεκτιβ, Λουίζα και Λότη, Η τάξη που πετάει) αθροίζει σε αυτό το βιβλίο τις πιο δυστοπικές σκηνές της  Γερμανίας  του μεσοπολέμου για να απευθυνθεί πια στον ενήλικο αναγνώστη. Άλλωστε και στα παιδικά του έργα  ο Κέστνερ μιλάει τη γλώσσα της αλήθειας.

Στο μυθιστόρημά μας, γύρω από δυο πρόσωπα, δυο φίλους, τον Γιάκομπ Φάμπιαν και τον Στέφαν Λαμπούντε, περιστρέφεται το Βερολίνο της εποχής, με τα καμπαρέ, τις σκοτεινές γωνιές, το αλκοόλ, τους απελπισμένους ανθρώπους,  την αβεβαιότητα για όλα, την απόγνωση.

Ο πρώτος ήρωας, ο Φάμπιαν, είναι διδάκτορας της Φιλολογίαςκαι εργάζεται σε διαφημιστική εταιρεία. Είναι ένας νέος μάλλον χαμηλού προφίλ, ιδεαλιστής και, ταυτόχρονα ρεαλιστής. «Οι λογικοί δεν θα πάρουν ποτέ την εξουσία, πόσο μάλλον οι δίκαιοι», λέει. Νοικιάζει ένα μίζερο δωμάτιο στο σπίτι της κυρίας Χόλφελντ και κάποια μέρα αποφασίζει εκεί να φιλοξενήσει, κρυφά, έναν άστεγο. Θέλησε να προσφέρει φαγητό σε έναν επαίτη, πρώην τραπεζικό υπάλληλο. Σε ένα μεγάλο κατάστημα,διασώζει από τη διαπόμπευση και τη σύλληψη ένα δεκάχρονο κοριτσάκι, που είχε κλέψει ένα τασάκι για να το προσφέρει στον μπαμπά του.

Ο Φάμπιαν ερωτεύεται με ειλικρίνεια την Κορνέλια, φιλόδοξη, χειριστική και ιδιοτελή, που μένει στο τελευταίο δωμάτιο του διαδρόμου, επίσης στο σπίτι της κυρίας Χόλφελντ. Το ίδιο διάστημα χάνει τη δουλειά του. Θα μπορούσα να πω ότι  κατά κάποιον τρόπο  προκαλεί ο ίδιος την απόλυσή του.

Παρά τη σήψη που επικρατεί στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα, ο Φάμπιαν διατηρεί τις αρχές του. Δεν αλλοτριώνεται ούτε  ακολουθεί πειθήνια, άσκεφτα και υποταγμένα τον τραγικό κόσμο που τον περιβάλλει. Δεν εξαγοράζεται, κι ας έχει μόνο λιγοστά κέρματα στην τσέπη του.Βιώνει την καθημερινότητα και τον παραλογισμό της ζωής, προβαίνοντας σε μικρές προσωπικές αντιστάσεις. Ωστόσο φαίνεται παγιδευμένος. Μοιάζει απόμακρος. Παρατηρεί τους άλλους. Παρατηρεί και  την παρακμιακή ατμόσφαιρα της πόλης, αλλά δεν προσπαθεί να την  αλλάξει. Άλλωστε θα ήταν μάταιο.

Πώς επιβιώνει ο ήρωας μέσα σε τόση απελπισία; Πώς αντιδρά;Τι μπορείνα κάνει, αν δεν θέλει να τρελαθεί; Δυο πράγματα του απομένουν: Η φιλοσοφία, ωςδιάλογος, αναζήτηση και παραμυθία από τη μια, και η ειρωνική διάθεση, ως άμυνα και αυτοπροστασία από την άλλη.Ο Φάμπιαν αποδομεί το παράλογο του κόσμου που τον περιβάλλει  με ειρωνεία και σουρεαλισμό, σαν να ξορκίζει τον παραλογισμό των ανθρώπων,  επιλέγοντας να τους απαντά με φράσεις παιγνιώδους τραγικότητας.

Πόσο, άραγε,ο συγγραφέας καθρεφτίζεται στον Φάμπιαν;Μέχρι πού συγκλίνουν οι θέσεις τους; Γιατί ο Κέστνερ φαίνεται στη γραφή του αποστασιοποιημένος, όπως και ο Φάμπιανστη ζωή, σε ένα κείμενο που περιμένουμε να είναι καθαρά στρατευμένο;

Ο δεύτερος ήρωας, είναι ο γκαρδιακός φίλος του Φάμπιαν, ο ταλαντούχος και εύπορος Στέφαν Λαμπούντε, οραματιστής, θεωρητικός επαναστάτης, ηγέτης μιας μικρής επαναστατικής ομάδας. Ασχολείται με πάθος με τη διατριβή του στο Πανεπιστήμιο και με το ίδιο πάθος προσπαθεί να υποστηρίξει την  εφαρμογή των θεωρητικών  ιδεών του στην πράξη. Ο Λαμπούντε, προδομένος από την αγαπημένη του, ακυρωμένος επιστημονικά, λόγω μιας τραγικής παγίδας που αντέστρεφε την πραγματικότητα, εύθραυστος και ματαιωμένος, οδηγείται στην αυτοχειρία. Όσοι ονειρεύονται, φαίνεται, δεν έχουν  θέση  σ΄αυτόν τον κόσμο.

Ποιος καθρεφτίζεται στη μορφή του Λαμπούντε;Να είναι, άραγε, ο Ραλφ Ζούκερ, αυτόχειρας φοιτητής και καλός φίλος του Κέστνερ; Να είναι, ίσως, ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, που στοιχεία της ζωής του ( κοινοί τόποι,  πρόβλημα με τη διατριβή του Μπένγιαμιν στη Φραγκφούρτη κ.ά.) μοιάζουν με τη διαδρομή τού Λαμπούντε; Λεπτομέρειες άνευ σημασίας, που μας υπενθυμίζουν,  όμως,  ότι κάθε αφήγηση εμπεριέχει αυτοπροσωπογραφικά  σπαράγματα.

Το τέλος του μυθιστορήματος, που συμπυκνώνεται μόνο σε δυο μικρές  προτάσεις,  είναι αναπάντεχο και αιφνίδιο. Έχει ένταση και σφοδρότητα. Αφήνει τον αναγνώστη συγκλονισμένο και προβληματισμένο. Δεν τολμώ να σκεφτώ τιυπονοείμε τις δυο τελευταίες κομβικές προτάσεις του ο Κέστνερ, αν και το κείμενό μας αντέχει σε πολλές και διαφορετικές αναγνώσεις.

Εύη Ζερβού Καλλιακούδη

  1. Στα Ελληνικά κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Οδυσσέας το 1982.