Ο Ουρανός της παλάμης της Στρατούλας Θεοδωράτου, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2021

Το βιβλίο της Στρατούλα Θεοδωράτου συγκινεί βαθιά, καθώς,  αποτυπώνοντας σκηνές ανθρώπων στην Αθήνα της κρίσης, συνεχίζει την παράδοση του Δημήτρη Χατζή, του συγγραφέα που μετέτρεψε τον κοινωνικό στοχασμό σε ποιοτική λογοτεχνίαστο έργο του Το τέλος της μικρής μας πόλης.

      Πρόκειται για μια συλλογή οκτώ διηγημάτων με τίτλο Ο ουρανός της παλάμης, που εκτείνεται σε 175 σελίδες. Τα επτά διηγήματα διαδραματίζονται στην Αθήνα του σήμερα,  μια πόλη που πια έχει αλλάξει και που οι πολυποίκιλες σκηνές και εικόνες της τροφοδοτούν  με πλούσιο λογοτεχνικό υλικό τη  συγγραφέα. Το όγδοο διήγημα, συμπυκνώνοντας το χρόνο,  ξεκινά από την κατοχική Κεφαλονιά,  φτάνει στη χούντα και στη βραδιά του Πολυτεχνείου στην Αθήνα και καταλήγει σε μέρες σημερινές.  Εδώ συναιρούνται και όλες οι αφηγήσεις του γενέθλιου τόπου της Σ. Θεοδωράτου,  που βρίσκονται στην προφορική τους εκδοχή στο στόμα όσων ακόμη θυμούνται τα κατοχικά και τα μετακατοχικάχρόνια στην Πύλαρο.

      Η συγγραφέας, με φωνή στιβαρή,  ανεπιτήδευτη και,σε κάποια σημεία, έντονα  αιχμηρή, δείχνει όλη  τη φόρτιση των ανθρώπων τού παρόντος, που μπορεί να ζουν δίπλα μας, στο φως ή στο μισοσκόταδο. Ταυτόχρονα μιλάει,  και για τους ανθρώπους του χθες, σαν να τους αφιερώνει ένα ρέκβιεμ. Μπορεί να υπήρξανκαι δικοί μας αγαπημένοι, ίσως γείτονες, σίγουρα ήρωες των ιστοριών που μας μεγάλωσαν, καμιά φορά πρωταγωνιστές ή κομπάρσοι σε ταινίες- ορόσημα.

      Μερικά πρόσωπα,  όπως το κορίτσι με τη φωτογραφική μηχανή, η τραπεζοκόμος του Νοσοκομείου, η Στέλλα, μια «Πόντια, χρυσή γυναίκα», ο χρυσαυγίτης, ο καταχρεωμένος που το είχε ρίξει στο ποτό, η γυναίκα του, ο υπάλληλος του νεκροταφείου μπαινοβγαίνουν από διήγημα σε διήγημα, σε μια μορφή σπονδυλωτής αφήγησης, και ξανασυναντούν σε διαφορετικές στιγμές τον αναγνώστη. Οι ζωές διασταυρώνονται.

      Οι ήρωες των διηγημάτων είναι γνωστοί μας. Τους βλέπουμε καθώς περπατάμε στους δρόμους της Αθήνας, τους ξαναβλέπουμε  καθώς διασχίζουμε τις πλατείες, τους ακούμε στις διηγήσεις φίλων που έχασαν τις δουλειές τους. Τους γεροντότερους,  τους έχουμε σίγουρα συναντήσει στις σελίδεςτης ιστορίας.Γύρω από  κάθε ήρωα  ή  αντιήρωα  πλέκεται μια  αφήγηση με βαθιές ρίζες και άπειρες διακλαδώσεις, που αναδεικνύει με μαστοριά οξύτατα σύγχρονα  κοινωνικά ζητήματα.

      Συγκινητικά ανίσχυρη μέσα στη μοναξιά της η ηρωίδα που ψιθυρίζει: «Φέτος δεν θα πάω στη θάλασσα. Θα κάτσω εδώ, με τους φίλους μου. Μπορεί να είναι και το τελευταίο καλοκαίρι που περνάμε μαζί. Τελειώνει ο χρόνος μου. Πρέπει να κάθομαι εδώ και να σας σκέφτομαι έναν έναν. Τη θάλασσα μού τη χάλασαν. Τη γέμισαν νεκρά παιδιά και μανάδες που δεν μπορούν να τα χαϊδέψουν. Ας κάτσουμε λοιπόν εδώ, ήσυχοι. Εμείς παλέψαμε».(Φέτος δεν θα πάω στη θάλασσα).

     Οι άνθρωποι της Σ. Θ. περιμένουν ήσυχα στη σειρά για το συσσίτιο. Ζητιανεύουν για ένα μεροκάματο. Κακοποιούν και κακοποιούνται.Οι έφηβοι βρίσκονται περίκλειστοι σε έναν κόσμο βίας. Οι μανάδες, αρχετυπικές μορφές, με δύναμη και καρδιά,  είναι γεννημένες για να υπερβαίνουν τα δύσκολα. Η  ζωή τους αποτελείται από μια σειρά συνεχών υπερβάσεων.Όλοι τους είναι άνθρωποι πραγματικοί, με σάρκα και οστά, που κουβαλούν  κομμάτια αλήθειας.

       Η συγγραφέας καταφέρνει να μας δείξει,  με τον τρόπο που πείθουν οι μαρτυρίες και τα ντοκουμέντα,  ότι οι συνθήκες και οι άνθρωποι βρίσκονται συνδεδεμένοι με μια σχέση σπαραχτικής αλληλεπίδρασης. Γι΄αυτό  οι ήρωές της μέσα σ΄αυτή την πόλη  ζουν σαν «ψάρια στο βουνό».

       Τους  πιο πολλούς ήρωες,  η συγγραφέας τους γνώρισε καλά, όταν γύριζε την βραβευμένη πια ταινία της Το ψάρι στο βουνό – Πέραμα (2015). Τους έζησε. Στις γειτονιές τους, στο Πέραμα, είδε τα εργοστάσια – κουφάρια, τις σκουριασμένες λαμαρίνες και  τους σκουπιδότοπους. Είδε και τις ρημαγμένες ζωές τους. Τους κατανόησε. Ένιωσε συμπόνια και θυμό. Τεράστιο λογοτεχνικό υλικό τής πρόσφερε η σκηνοθετική εμπειρία της στο Πέραμα.

      Σαν παλιά  γνώριμη, είναι και η μορφή της παλιάς  αγωνίστριας. Ένα  πλάσμα παράταιρο, δυναμικό και ταυτόχρονα πικραμένο, κρατάει τα ποιήματα του Σολωμού και  ζει συντροφιά με τις αναμνήσεις φίλων γκαρδιακών. Μέσα από τις φωτογραφίες ξαναπερνά ολόκληρη η ζωή της.

       Η  φωτογραφία στο λογοτεχνικό, αλλά και στο  κινηματογραφικό σύμπαν της Θεοδωράτου, έχει μια σημειολογία. Συμπυκνώνει την ιστορία, προσωπική, ολική, εθνική. Υφαίνειτο κενό της απουσίας και της απώλειας. Ταξιδεύει τη μνήμη. Στην ταινία της  με τίτλο Χάρτινοι αετοί  (2002),  υπάρχει μια ευρηματική σκηνή με φωτογραφίες που, απρόσμενα,  πέφτουνκαταγής,  θραύσματα μιας ολόκληρης  ζωής.

      Ένας ακόμη άνθρωπος  χωρίς όνομα, χωρίς σκέψη,  χωρίς ψωμί,  χωρίς μεροκάματο, χωρίς φίλους, χωρίς αγάπη πρωταγωνιστεί στο πρώτο διήγημα της συλλογής. Μιλάει σε πρώτο πρόσωπο.  Το μόνο  που έχει δικό του είναι ο φόβος.  Εκείνοι που φοβούνται,καταλήγουν στην οργάνωση. «Κοίτα περπατησιά! Σαν αρκούδα. Έχει γίνει τούμπανο από τις γυμναστικές. Κάτι θα παίρνει, δεν μπορεί. … Τον έχω δει να τραβάει στιλέτο και τον παραδέχτηκα. Εγώ μπορώ να το κάνω,  μπορώ; Δεν μπορώ,  είμαι χέστης. … Η οργάνωση έχει άκρες παντού. Αυτό είναι το καλό. Ένα σύστημα οργανωμένο, από τον εφοπλιστή και τον αρχιμανδρίτη μέχρι τον κετερινατζή. Όλοι δουλεύουνε για πάρτη σου. Άνθρωποι δικοί σου,  να βασιστείς σε μια ανάγκη. Κι εσύ έχεις ένα στόχο, ένα νόημα στη ζωή. … Δεν είσαι ρεμπεσκές, παράσιτο στην κοινωνία». ( Τον ξάφνιασε το αίμα )

       Η χρήση της πρωτοπρόσωπης γραφής μαζί με τη δημιουργία μιας διάχυτης κάθε φορά φορτισμένης και ανάγλυφης  ατμόσφαιρας, χαρακτηριστικά στοιχεία στη λογοτεχνία της Θεοδωράτου,  παραπέμπουν στην τέχνη του κινηματογράφου.

Άλλωστε, η συγγραφέας  έχει  επανειλημμένα δοκιμαστεί σε πολλές μορφές αφήγησης. Ως σκηνοθέτις, στις ταινίες της,  δουλεύει με την αφήγηση των εικόνων.  Ως  σεναριογράφος, πλέκει με την αμεσότητα των λέξεων. Σε όλες τις αφηγήσεις της παντρεύει τον ακραίο ρεαλισμό με την ποίηση.

      Τολμά να βλέπει την πραγματικότητα με τις ασκήμιες της. Δείχνει και  λέει τα πράγματα με το όνομά τους.Η βία και η αναλγησία εκτός και εντός μας  ελλοχεύουν. Πάντα, όμως, χωράνε στις σελίδες του βιβλίου της, όπως και στις σκηνές των ταινιών της, η τρυφερότητα, η αλληλεγγύη και η ανθρωπιά.  Το οδυνηρό συγκατοικεί  με το ανθρώπινο. Το φωτεινό, κάτι που μπορεί να μοιάζει μόνο με μια φέτα ουρανού, ουρανού της παλάμης αφήνει το ίχνος του. Έτσι εκείνος, ο όψιμα άστεγος, γράφει:

«Αγαπημένη μου Χρυσούλα, εγώ, όπως ξέρεις, όσο δούλευα στην εταιρία, δεν κοιτούσα ποτέ τον ουρανό. Ήταν εκεί, έξω από το παράθυρό μου, αλλά δεν του έριχνα ούτε μια ματιά. … Δεν με νοιάζει. Με παρηγορεί ο ουρανός, για όλες τις εκδοχές της ζωής μου που χάθηκαν. …». (Να τα πούμε καμιά μέρα)

      Το τελευταίο σπαραχτικό αφήγημα με τίτλο Λουίζα, παρά την τραγικότητά του, διεγείρει άλλωστε «τον έλεον και τον φόβον», ομολογώ ότι με έκανε πολλές φορές να μειδιάσω.Εδώ η αφηγήτρια  καλεί, με έναν παράξενο τρόπο,  τον αναγνώστη σε μια συνενοχή, καθώς η ιστορία καταλήγει στην κάθαρση μέσα από μια σκηνοθετημένη ευφάνταστα αυτοδικία.

     Η σύνθεση του εξωφύλλου, ένα κολάζ της Gloria Vilches, κινείται στην ίδια αντίληψη με το περιεχόμενο του βιβλίου. Δηλώνει ότι ισορροπούμε  « επί  ξυρού ακμής» σε έναν κόσμο που δεν μένει ίδιος. Ίσως υπενθυμίζει ότι όλη η ζωή εμπεριέχει απόπειρες επικίνδυνης ακροβασίας, εσωτερικής και εξωτερικής, καθώς συνυφαίνεται με διαρκείς αντιφάσεις σε έναν κόσμο απελπισμένο.

                                                             Εύη Ζερβού Καλλιακούδη