Δυο νουβέλες του Erri De Luca Τα ψάρια δεν κλείνουν τα μάτια Εκδόσεις Κέλευθος, Αθήνα 2016 Η ιστορία της Ειρήνης Εκδόσεις Κέλευθος, Αθήνα 2018

Τέσσερα μικρά βιβλία του πολυγραφότατου και πολύγλωσσου Erri De Luca (Νάπολη 1950) μού έκαναν καλή παρέα τις μέρες του εγκλεισμού: Το βάρος της πεταλούδας,  Τα ψάρια δεν κλείνουν τα μάτια, Η ιστορία της Ειρήνης, Το παιχνίδι της χήνας, όλα από τις εκδόσεις Κέλευθος.  Είναι κείμενα με έντονο το αυτοπροσωπογραφικό στοιχείο. Η κινητήρια δύναμη του συγγραφέα και ακτιβιστή από τη Νάπολη είναι οι εμπειρίες του, που στο συγγραφικό του κόσμο γίνονται λέξεις καίριες, γνήσιες, ακριβείς και, συχνά, απρόσμενες.

«Είναι παλιές ιστορίες που έζησα. Δεν τις επινοώ. Δεν επινοώ πρόσωπα. Τις ιστορίες μου μπορεί να τις πει κανείς προφορικά», λέει ο ίδιος.  Οι ιστορίες του, πράγματι, έχουν τη δροσιά και την αμεσότητα της προφορικότητας. Είναι πλημμυρισμένες φως, αλμύρα, νοσταλγία  και αίσθημα. Θυμίζουν πολύτιμες λεπταίσθητες μινιατούρες. Όταν πήρε το ευρωπαϊκό βραβείο Λογοτεχνίας το 2013, οι δημοσιογράφοι τον χαρακτήρισαν «λογοτέχνη της δεκαετίας». Γνώριζαν ότι έχει φανατικούς αναγνώστες σε όλο τον κόσμο.

Αν έκανα μια απόπειρα νοερής  σκηνοθεσίας του συγγραφέα την ώρα της συγγραφής, θα τον έβλεπα πάνω σε μια κορυφή (είναι και  αλπινιστής) ή δίπλα στη θάλασσα με ένα μολύβι στο χέρι. Νιώθω ότι γράφει σαν να κρατάει ημερολόγιο, σε στιγμές αναπόλησης, περισυλλογής και κυοφορίας. Και καθόλου δεν κρύβεται πίσω από μάσκες, προσωπεία ή ρόλους. Η φωνή τού συγγραφέα, σε κάθε κείμενο, ακούγεται ως φωνή τού αφηγητή. Κάθε ιστορία και ένας αφηγητής, ο Erri, σε διαφορετικό κύκλο της ζωής του. «Συνειδητοποίησα ότι ως συγγραφέας είμαι ένα πλήθος από πολλά εγώ, πολλούς αφηγητές», έχει πει. Άλλωστε έχει πολλά να διηγηθεί. Είναι πολυταξιδεμένος, ξέρει πολλές σύγχρονες και αρχαίες γλώσσες, είναι ιδεολόγος επαναστάτης και  αγωνιστής, δίνει φωνή σε όσους δεν έχουν φωνή. Είναι αγνωστικιστής και, ταυτόχρονα, μελετητής της Βίβλου. Πολυσχιδής δραστηριότητα και γοητευτική προσωπικότητα.

Εδώ θα μιλήσω για τις δυο νουβέλες του, που μοιάζουν στον τρόπο γραφής, στην έκτασή τους  και στο παιχνίδι που συνηθίζει να κάνει ο De Luca με το χρόνο.

Η πρώτη, Τα ψάρια δεν κλείνουν τα μάτια ( Κέλευθος, 2016 ), αναφέρεται στην παιδική  ηλικία του συγγραφέα-αφηγητή. Η Νάπολη και η παιδική ηλικία είναι θέματα που επανέρχονται στα έργα του.

Είναι καλοκαίρι. Ο ίδιος, δεκάχρονος, κάνει διακοπές με τη μαμά του στο «νησί», υποθέτω την Ίσκια, όπου, πράγματι,  πήγαινε τα καλοκαίρια, όταν ήταν παιδί. Ο μπαμπάς του, το ίδιο διάστημα, βρίσκεται δοκιμαστικά, ως μετανάστης, στη Ν. Υόρκη, πόλη των ονείρων και των προσδοκιών. Ο μικρός ήρωας και αφηγητής, αγόρι μοναχικό και ευαίσθητο, αφουγκράζεται από το παράθυρο τους ήχους της πόλης. Κύματα από « κραυγές, δυστυχία, αγριότητα, … (οι)  τρίλιες ενός καναρινιού που το τύφλωσαν …» φτάνουν στα αυτιά του. «Ένας γέρος …(που)  τυλιγόταν σφιχτά στα ρούχα του κρυφοκοιτάζοντας ψηλά να βρει μια ανάσα αέρα, ένα σκυλί με την ουρά στα σκέλια κυνηγημένο απ΄ την πέτρα ενός πιτσιρίκου, … το πνιχτό ξεφωνητό του πλανόδιου», όλα, ήχοι και εικόνες, του φέρνουν  δάκρυα πόνου και οργής.  Ξεσπάει κρυφά σε λυγμούς.

Ένα αγόρι με έμφυτη την κοινωνική ευαισθησία, πώς να δέσει με  τους δεκάχρονους συνομηλίκους; Δεν έχει φίλους και έχει την αίσθηση ότι είναι αόρατος. Καταφεύγει στα βιβλία. Η ανάγνωση γίνεται περιπέτεια και απόδραση. Σαν να ξανοίγεται στ΄ ανοιχτά τού νησιού με τη βάρκα.

Στην παραλία, δεν παίζει μπάλα. Είναι μόνος και λύνει με μανία σταυρόλεξα και κρυπτόλεξα. Μαθαίνει από νωρίς να επιλέγει με πείσμα και υπομονή τις λέξεις. Να ξεκινά, άραγε, από τότε, από την ηλικία των δέκα, μια ασύνειδη ακούσια μαθητεία, αρματωσιά  για την  μελλοντική συγγραφή;                                                                             Κολυμπά πολύ γρήγορα, ψαρεύει με πετονιά, βοηθάει στην κωπηλασία τον φίλο του τον ψαρά. Και, κυρίως, αποφασίζει ο ίδιος  τον τρόπο, τον τόπο και το χρόνο ενηλικίωσής του. Επιτρέπει στη μικρή συμμορία των λίγο μεγαλύτερων αγοριών, που συνέχεια και αναίτια τον προκαλούν, να τον ξυλοκοπήσουν άγρια. Καταλήγει στο Νοσοκομείο. Παρόλο που οι δράστες συλλαμβάνονται, ο ίδιος  δεν θα μιλήσει ποτέ. Παράξενος και άγριος τρόπος ενηλικίωσης.

Το ίδιο καλοκαίρι γνωρίζει το «κορίτσι από το Βορρά», που τον ενθαρρύνει, αλλά και τον προσγειώνει. Το κορίτσι για χάρη του καταστρώνει ένα διαβολικό στη σύλληψη και την εκτέλεση σχέδιο. Σκοπεύει να τον δικαιώσει μπροστά στους θύτες του. Του δείχνει έναν δρόμο δικαιοσύνης.  «Τα χτυπήματα που σε πλήγωσαν έπρεπε να πληγώσουν τους ίδιους», του λέει.

«Τα φιλιά ανάμεσα στις βάρκες» με το κορίτσι του Βορρά, που ο συγγραφέας, μετά πενήντα χρόνια, δεν θυμάται πια το όνομά του, είναι ο άλλος τρόπος ενηλικίωσής του. Αισθαντικός και χαρούμενος.

Η ιστορία της Ειρήνης (Κέλευθος, 2018), είναι η δεύτερη νουβέλα. Εδώ συναντάμε τον συγγραφέα σε ώριμη ηλικία,  σε ένα ελληνικό νησί του Αιγαίου, ίσως τους Λειψούς. Συνεννοείται με τους ντόπιους στα ελληνικά. Ξέρει πάρα πολλά για την ιστορία, τη φιλοσοφία και τα αρχαία ελληνικά, που τα έμαθε στα μαθητικά του χρόνια. Στην τελευταία σελίδα του βιβλίου  γράφει λίγες γραμμές με τίτλο «Η ελληνική μου οφειλή». Αξίζει να σταθεί εδώ ο αναγνώστης. Και στην πραγματική ζωή, όχι μόνο τη λογοτεχνική, ο Erri De Luca αγαπάει να ταξιδεύει ως προσκυνητής στους τόπους, να ανακατεύεται με τους ανθρώπους και να ανακαλύπτει την αληθινή ζωή.  Αφήνεται να συγκινείται με την ομορφιά. Ονειροπολεί. Όλες αυτές τις πτυχές του, τις συναντάμε στην Ιστορία της Ειρήνης, που είναι καμωμένη με υλικά όνειρου και ποίησης. «Η ιστορία μεταφέρθηκε από το μελτέμι» , λέει ο ίδιος,  χρησιμοποιώντας την ελληνική λέξη για τον βορειοδυτικό άνεμο.

Κι εδώ ο λογοτέχνης συνεχίζει το γνωστό παιχνίδι του με το χρόνο. Μπαινοβγαίνει γρήγορα σε διαφορετικές περιόδους της ζωής του, ίσως για να αποτρέψει τη λήθη.       Στο νησί βρίσκει την Ειρήνη, ένα κορίτσι της γης, που παίζει φυσαρμόνικα. Η Ειρήνη είναι, συνάμα, και μια νύμφη της θάλασσας. Συνέχεια βουτάει στη θάλασσα, σμίγει με τα δελφίνια και χαίρεται με τα παιχνίδια τους. Τα δελφίνια είναι οι φίλοι της, γιατί στη στεριά οι άνθρωποι έπαψαν πια να της μιλούν. «Βγαίνει από τη θάλασσα όχι σαν την Αφροδίτη από το φίλντισι, αλλά σαν την αγία της άπνοιας και των βυθισμένων χλοερών λειμώνων». Τον διάλεξε να του πει την ιστορία της. Τον εμπιστεύεται. Ο Erri De Luca σε αυτή τη νουβέλα είναι αφηγητής, συνομιλητής  και ακροατής μαζί. Οπτασία μιας τρυφερής, αέρινης, ασυμβίβαστης και απροστάτευτης μορφής είναι στα μάτια του το κορίτσι- νύμφη. «… Βλέπω για πρώτη φορά ένα ορφανό κοριτσάκι στη στεριά που αναγκάστηκε ν΄ αναζητήσει στ΄ ανοιχτά, μες στη θάλασσα, τη στοργή και την οικογένεια» σαν να σιγοψιθυρίζει ο αφηγητής. Η ιστορία με την Ειρήνη, ακόμη κι αν φαίνεται επινοημένη, είναι η δική του ιστορία. Είναι ένα δικό του κομμάτι, που τον κάνει να ονειρεύεται, σαν να αναζητεί απελπισμένα την αθωότητα. Η Ειρήνη του θα μπορούσε να έχει τις αφετηρίες της στον αρχαίο ελληνικό μύθο.

Η φωνή τού αφηγητή γίνεται απίστευτα τρυφερή, σχεδόν πατρική, όταν της απευθύνεται: «Θα γνωρίσεις νεαρά αγόρια, θα πας για χορό στους ήχους των πλανόδιων μουσικών. Θα σ΄ ερωτευτούν… Θα μάθεις στα παιδάκια να παίζουν με τα ηχητικά κύματα, να κολυμπάνε σαν τα δελφίνια. … Θα γυρίσεις όλο τον κόσμο για να ελευθερώσεις τα δελφίνια απ΄ τα ενυδρεία. … Στο τέλος θα είσαι η ίδια Ειρήνη, ο κόσμος δε θα σ΄ έχει αλλάξει, σου το υπόσχομαι. …». Σαν να θέλει να της προσφέρει ευτυχία, ελευθερία και ασφάλεια.

Σταματώ εδώ, παρόλο που στο βιβλίο υπάρχουν ακόμη δυο ολιγοσέλιδα αριστουργηματικά κείμενα, γραμμένα σε εντελώς διαφορετικό ύφος από την νουβέλα της Ειρήνης. Και τα τρία συνδέονται μεταξύ τους  με το στοιχείο της θάλασσας, που προβάλλεται με διάσταση λυτρωτική και σωτήρια. Έχω την αίσθηση ότι οι ιστορίες του Erri De Luca θα μπορούσαν να είναι κατά βάθος και δικές μας.

Εύη Ζερβού Καλλιακούδη