ANNA BURNS Ο Γαλατάς Mετάφραση: Μαρία Αγγελίδου Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα 2019

Διαβάζουμε ένα σχοινοτενές μυθιστόρημα, βραβευμένο με βραβείο Booker, που οργανώνεται με τρόπο συνειρμικό. Όλες οι σκέψεις, τα αισθήματα και οι αντιδράσεις της νεαρής ηρωίδας που είναι, ταυτόχρονα, και η αφηγήτρια, καταγράφονται  ελεύθερα, χωρίς συγκεκριμένο χρονικό ή τοπικό    άξονα. Η ζωή της, έτσι όπως ξετυλίγεται,  θυμίζει σκηνές κινηματογραφικής ταινίας, που προχωρεί  με αργό ρυθμό.

Η Anna Burns, η Ιρλανδή συγγραφέας, διαχειρίζεται τον πλούτο των λέξεων με μια αμεσότητα κι έναν αυθορμητισμό, που πλησιάζει τον προφορικό λόγο. Γράφει ένα χειμαρρώδες κείμενο,  με επαναλήψεις  και ελευθερία στη διάταξη του υλικού της. Επιλέγει η πληθωρική ροή των σκέψεων της ηρωίδας της να συμβαδίζει με την ορμητική χρήση των λέξεων. Με αυτήν την αμεσότητα του ύφους, ο λόγος της  πλησιάζει πολύ την προφορικότητα. 

Ο χωρόχρονος  και άλλα πληροφοριακά  ιστορικά στοιχεία γίνονται αντικείμενο υπαινιγμού, γιατί παντού υπάρχει σκόπιμη ασάφεια.  Όλα  κυλάνε σε ένα ημίφως. Όλα είναι δύσκολα προσδιορίσιμα , θα έλεγα  ακόμη  και απροσδιόριστα, καθώς υπηρετείται η έννοια της επικαιρικότητας. Μήπως η συγγραφέας δηλώνει συγκαλυμμένα ότι την περιρρέουσα  ατμόσφαιρα βίας και φόβου, που διαβάζουμε στο βιβλίο της, θα μπορούσαμε να την βιώσουμε οπουδήποτε και  οποτεδήποτε, ακόμη και σήμερα, αρκεί να υπάρξει το κατάλληλο κλίμα χειραγώγησης και φανατισμού; 

      Έτσι δεν διαβάζουμε ονόματα ηρώων. Τα ονόματα αντικαθίστανται με ιδιότητες (η μεσαία αδελφή, ο ίσως φίλος, η κοπέλα που διαβάζει, το κορίτσι με τα χάπια, ο άντρας που δεν αγαπούσε κανέναν).   Τα τοπωνύμια αποδίδονται περιγραφικά  (η χώρα πέρα από το σύνορο ή η χώρα πάνω από το νερό).

Η συγγραφέας μπορεί να έχει ως αφετηρία προσωπικά βιώματα (γεννήθηκε το 1962 στο Μπέλφαστ), αλλά δεν έχει πρόθεση να γράψει  ιστορικό μυθιστόρημα, που να αναφέρεται συγκεκριμένα στα γεγονότα  της δεκαετίας του ’70 στη Β. Ιρλανδία. Το έργο της απέχει από την αφήγηση – ντοκουμέντο, καθώς δεν θέλει να παραθέσει τεκμήρια.

Επιδιώκει, αντίθετα, να οικοδομήσει το υλικό της με τους κανόνες τής μυθοπλασίας. Η συγγραφέας παρουσιάζει μια κλειστή συντηρητική κοινωνία και ο  αναγνώστης νιώθει την έντονη πίεση ενός νοσηρού μικρόκοσμου, που πνίγει κάθε ανάταση. Ηχούν στ΄ αυτιά του οι γνώριμες και χωρίς νόημα  νουθεσίες της μαμάς, παρακολουθεί με φόβο πώς γιγαντώνονται τα σχόλια στη γειτονιά και πώς μεταμορφώνονται σε ενοχοποιητικά σενάρια, κυριεύεται από άγχος όταν ακούει τα κλικ από τη  φωτογραφική μηχανή που καταγράφει κάθε αθώα κίνηση. Μειδιά, βέβαια, όταν η Anne Burns αποδεικνύει πως έχει χιούμορ, καθώς περιγράφει με σπαρταριστό τρόπο τα τερτίπια ώριμων ερωτευμένων γυναικών.

Πώς να ζήσει  σε ένα τόσο σκοτεινό περιβάλλον η αφηγήτρια, η ηρωίδα του μυθιστορήματος, το νεαρό κορίτσι που αγαπά τη Λογοτεχνία και το τρέξιμο;  Από πού να αντλήσει δύναμη; Γύρω της διαπιστώνει μόνο απώλειες. Σε κάθε σπίτι υπάρχει τουλάχιστον ένας νεκρός. Σκοτώνουν σωρηδόν ακόμη και  τα ζώα, ως σημάδι προειδοποίησης και απειλής.  Μπροστά στα μάτια της και στα μάτια μας εκτυλίσσονται σκηνές από μια σπαρασσόμενη πόλη, όπου όλοι παρακολουθούνται, όλοι τεχνηέντως ή προδήλως εκβιάζονται, όλοι έχουν ταμπέλες, όλοι φοβούνται.

Η ηρωίδα έχει φτάσει στα όριά της. Παγώνει κάθε φορά που νιώθει δίπλα της την πιεστική παρουσία τού  λεγόμενου «γαλατά», ενός εθνικιστή που τον φοβάται, αλλά αδυνατεί να αντιδράσει.  Της προκαλεί αμηχανία η «ευγένειά» του. Δεν τολμάει να συνεχίσει τις μικρές αθώες συνήθειές της,  που την κρατούν ζωντανή. Όλα ελέγχονται. Όλα χρειάζεται να είναι ομοιόμορφα και να μην ξεφεύγουν από την «κανονικότητα». Αναγκάζεται να μην διαβάζει πια περπατώντας. Σταματάει ακόμη και το τρέξιμο στα πάρκα και στις δεξαμενές, καθώς δεν αντέχει  τη φασίζουσα παράνοια που επικρατεί γύρω της. Φοβάται μήπως την χαρακτηρίσουν «απροσάρμοστη».

 Πώς σ’ αυτή την περίκλειστη κοινωνία να αναπνεύσει ένα κορίτσι; Πώς να ζήσει την καθημερινότητα μιας έφηβης; Φαίνεται και είναι απολύτως εγκλωβισμένη.

Επιτέλους! Στις τελευταίες μόλις σειρές, ακούμε μια αισιόδοξη νότα στη φωνή της αφηγήτριας: «…Ανάσανα το φως του απογεύματος … κι ένιωσα πως ήταν απαλό και ανάλαφρο …και για μια στιγμή, για μια στιγμή μόνο, σχεδόν μου φάνηκε πως γελούσα». Να το εκλάβουμε ως μήνυμα ελπίδας;

Εύη Ζερβού Καλλιακούδη