ΠΑΤΡΙΔΑ του Φερνάντο Αραμπούρου, μτφρ. Τ. Σπερελάκη, ΠΑΤΑΚΗΣ, 2018

Ένα βιβλίο 716 σελίδων που απέσπασε διθυραμβικές κριτικές, παρά τις κάποιες επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν για τον μονοδιάστατο τρόπο  που ο συγγραφέας, Βάσκος κι αυτός,  αντιμετωπίζει τον απελευθερωτικό αγώνα των Βάσκων,  εκδόθηκε στην Ισπανία το 2016 με τίτλο Patria. Έρχεται στα χέρια μας δυο χρόνια αργότερα, το 2018,  από τις εκδ. ΠΑΤΑΚΗ, σε μετάφραση Τιτίνας Σπερελάκη.     

 Πρόκειται για το μυθιστόρημα Πατρίδα του Φερνάντο Αραμπούρου, ο οποίος,  έχοντας προσωπικά βιώματα, επιχειρεί να αποτυπώσει τα τραύματα που προκάλεσε η ΕΤΑ ( Euskadi Ta Askatasuna = Βασκική Γη και Ελευθερία ) στη διάρκεια μιας  τριακονταετίας  (1980 – 2011). Διαβάζουμε σελίδες που καθρεφτίζουν  την πρόσφατη  Βασκική ιστορία. Πόσο εύκολο είναι άραγε,  να μιλήσεις για θύτες και θύματα, όταν οι πληγές είναι ακόμη ανοιχτές; Ο Αραμπούρου  τολμά. Έχει, άλλωστε,  εντός του πλούσιο υλικό, όπως ο ίδιος εξομολογείται:

 «Από τα παιδικά μου χρόνια έχω ζήσει από κοντά τη βασκική πολιτική σύγκρουση … Έβλεπα, διάβαζα και άκουγα, ενώ ταυτόχρονα ωρίμαζα και συσσώρευα εμπειρίες. Δεν άργησα να καταλάβω ότι αυτός ο ανεμοστρόβιλος αιματηρών γεγονότων θα μπορούσε μια μέρα να μου χρησιμεύσει ως βάση για ένα ή περισσότερα μυθιστορήματα. Στην πραγματικότητα η Πατρίδα είχε αρχίσει να διαμορφώνεται σταδιακά μέσα μου, πριν ακόμη συλλάβω με σαφήνεια το έργο».       

Το μυθιστόρημα διαβάζεται, σχεδόν,  απνευστί. Παρόλο που το θέμα είναι σύγχρονο και ακανθώδες, η ανάγνωση κυλάει εύκολα, καθώς η πινακοθήκη των ηρώων παρουσιάζει  μόλις 9 πρόσωπα και των δυο φύλων,  με διαφορετική πορεία το καθένα και διαφορετικές επιλογές ζωής. Είναι  μέλη δυο οικογενειών, που αρχικά αγαπιούνται, έχουν όνειρα, κάνουν στενή παρέα, μεγαλώνουν.

 Τι έγινε και όλα τα θετικά συναισθήματά τους ανατρέπονται;  Από ποια στάδια περνούν τα αισθήματα φιλίας,  ώσπου να μεταλλαχθούν σε αισθήματα έχθρας και μίσους; Ο συγγραφέας με τέχνη και γνώση   αναδεικνύει τα διλήμματα, τις αμφιθυμίες, τις ενοχές, την απογοήτευση  και τη σταδιακή απομάκρυνση των ανθρώπων. Σκιαγραφεί την καχυποψία και την ψυχρότητα που εμφιλοχωρεί σιγά σιγά στις σχέσεις τους. Αποδίδει με αδρές γραμμές τον τρόπο με τον οποίο καθημερινοί άνθρωποι στοχοποιούνται και διαπομπεύονται. Όλοι, θύματα και θύτες,  νιώθουν φοβισμένοι, μόνοι, παρέα με φαντάσματα και εμμονές  που τους στοιχειώνουν.  Ο Αραμπούρου ζωγραφίζει με λογοτεχνική δεξιοτεχνία  το συναισθηματικό αποτύπωμα που προκαλεί μια «πολιτική» (;)  δολοφονία στην καρδιά και τη ζωή των ηρώων του. Κάθε ένας εισπράττει με το δικό του προσωπικό τρόπο, διαφορετικά από τον άλλον,  το «ματωμένο» γεγονός.  Όσοι ήρωες, τόσες οπτικές.

Ο Τσάτο, το θύμα, ιδιοκτήτης μιας μικρής επιχείρησης, δέχεται απειλές και εκβιασμούς από την ένοπλη οργάνωση ΕΤΑ. Φοβάται και σιωπά. Τον πυροβολούν πισώπλατα και τον σκοτώνουν. Ο Τσάτο, ήσυχος άνθρωπος και καλός οικογενειάρχης, δεν ενσαρκώνει σε καμιά περίπτωση τον εκφραστή του καπιταλισμού.                                                                                                             Η Μπιττόρι, η γυναίκα του θύματος, βουτηγμένη στο πένθος και τη θλίψη, χρόνια μετά τη δολοφονία, επιζητεί  τη λύτρωση.                                 Η Μίρεν, φίλη, σχεδόν «αδελφή»  κάποτε, τώρα πια είναι   θυμωμένη, άκαμπτη και  «τυφλή». Φαίνεται  με έναν παράξενο τρόπο απελπισμένη  και, ταυτόχρονα, είναι  σκληρή σαν ατσάλι. Το μόνο ισχυρό συναίσθημα που νιώθει είναι το μίσος, υπαγορευμένο, ίσως, από την αδυναμία που τρέφει για τον πρωτότοκο γιο της, τον Χοσέ Μάρι, στρατευμένο στην ΕΤΑ. Το μίσος καθοδηγεί τη ζωή της.                                                                     Τα αισθήματα παγώνουν. Όλα τα πρόσωπα του μυθιστορήματος αγωνιούν και υποφέρουν.                                        

 Πώς άνθρωποι  καλοί και ήπιοι εγκλωβίζονται στη δίνη του φανατισμού; Πώς, εν ονόματι της αυτοδιάθεσης, συναινούν στον κύκλο του αίματος; Γιατί χάνουν τα νιάτα τους μέσα στη φυλακή; Τι είδους άνθρωποι αποτελούν την οργάνωση ΕΤΑ; Ποιο είναι το περιεχόμενο της έννοιας Πατρίδα; Είναι όνειρο, είναι κουλτούρα και γλώσσα, είναι η βία για την ελευθερία; Τι ειδικό βάρος έχει στη ζωή η έννοια της συγχώρησης; Σε αυτά τα ερωτήματα επιχειρεί να απαντήσει ο Αραμπούρου με το έργο του.

Η καταληκτική σκηνή, παρά την ασάφειά της, εκφράζει ένα αίτημα αμοιβαιότητας. Προσφέρει μια ελπίδα, έμμεση, ίσως, και αδύναμη, αλλά, ταυτόχρονα,  καθαρτήρια και καταλυτική. Αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, ευχή υπέρβασης του μίσους και του πόνου και πρόθεση καταξίωσης της συμφιλίωσης.  Οι δυο πρωταγωνίστριες του έργου, η Μίρεν και η Μπιττόρι, αδελφικές φίλες κάποτε, που βρέθηκαν σε διαφορετικά στρατόπεδα και δηλητηρίασαν τη ζωή τους και τη φιλία τους, συναντώνται τυχαία, καθώς βαδίζουν  στον ίδιο δρόμο της μικρής πολιτείας τους.  Τι θα συμβεί;    

 Ο συγγραφέας γράφει: «Ήταν ένα αγκάλιασμα σύντομο. Κοιτάχτηκαν οι δυο τους (η Μίρεν και η Μπιττόρι) μια στιγμή κατάματα, προτού χωρίσουν. Είπαν κάτι; Τίποτα. Δεν είπαν τίποτα». Αυτές είναι οι τελευταίες σειρές. Έτσι τελειώνει το μυθιστόρημα.

Ο Έλληνας αναγνώστης έχει οικείωση οδυνηρή με διαβάσματα,  αφηγήσεις και εμπειρίες ιστορικού διχασμού. Η γνώση του και η συναισθηματική φόρτιση μεταφράζονται σε αναγνωστική επάρκεια και βαθιά συγκίνηση. Έχει το προνόμιο να διαβάζει  το μυθιστόρημα του Αραμπούρου με ευαισθησία και, σχεδόν, με τρυφερότητα.  

Εύη Ζερβού Καλλιακούδη