Eric Vuillard, Ημερήσια διάταξη, μτφρ. Μ. Πιμπλής, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2019

Το βιβλίο που αναφέρεται με ειλικρίνεια σε μια τραγική  ιστορικά εποχή, είναι ένα βιβλίο τολμηρό. Ο συγγραφέας που επιλέγει να γράψει ένα σύντομο κείμενο,  ενώ οι ιστορικοί αφιερώνουν σελίδες και  σελίδες για ανάλογη θεματική, φέρνει  μια καινούργια οπτική προσέγγισης. Ο αναγνώστης, ο  «αριστοκράτης  αναγνώστης», όπως θα έλεγε  ο R. Barthes, που απολαμβάνει την υφή των λέξεων, που νιώθει την  πικρή ειρωνεία ανάμεσα στις γραμμές, που παρακολουθεί αργά και προσεκτικά την ιστορία, χωρίς να παραλείπει παραγράφους ή σελίδες, και εύχεται να μην τελειώσει το βιβλίο που κρατάει στα χέρια του, βρίσκεται σε μια ευτυχισμένη διαδικασία ανάγνωσης.

 Μιλάμε για το βιβλίο Ημερήσια διάταξη του Eric Vuillard,( ΠΟΛΙΣ, 20195), που μέσα σε ένα χρόνο έκανε πέντε εκδόσεις,  ένα  εξόχως ενδιαφέρον κείμενο. Αναφέρεται στην άνοδο του ναζισμού στο τρίτο Ράιχ, στην προσάρτηση της Αυστρίας (Anschluss, 1938) και στον μακάριο εφησυχασμό των ευρωπαϊκών δυνάμεων, ακόμη και στις παραμονές του Β΄παγκοσμίου πολέμου.                            

Ο Γάλλος συγγραφέας  γράφει ένα δυνατό κείμενο επιλέγοντας να μνημονεύσει με τρόπο ρεαλιστικό  μερικά από τα πιο ζοφερά  επεισόδια της ιστορίας του 20ου αιώνα. Καταπιάνεται με μια εποχή φόβου και βίας, φέρνοντας στο φως άγνωστες ή «παραμελημένες» πλευρές.  Ο  Eric Vuillard και με το ίδιο το κείμενο και με τον τρόπο γραφής, μας  προσκαλεί να κάνουμε μια διαφορετική ανάγνωση της σύγχρονης  Ιστορίας και, ίσως, της καθημερινότητάς μας.  Mέσα σε λίγες, σχετικά,  σελίδες (138 σελίδες) με ένα κείμενο μικρό  αλλά μεγάλης έντασης, καταφέρνει να μας κάνει να συναντηθούμε με την Ιστορία, αλλά και με τον εαυτό μας. Κινητοποιεί συναισθήματα κρυμμένα σε εσώτατες στιβάδες μας και ταυτόχρονα μας φέρνει αντιμέτωπους με σκέψεις και διαπιστώσεις,  που συνήθως τις απεμπολούμε,  γιατί  τις φοβόμαστε.                                                                                                              Το βιβλίο, χωρίς να είναι ιστορικό δοκίμιο, περιέχει ιστορικές σκηνές: ανεπίσημες  κρυφές συναντήσεις, επίσημα γεύματα διπλωματών, στάσεις των ανθρώπινων σωμάτων, συσπάσεις προσώπων, εκβιαστικοί διάλογοι, ανεξήγητες αυτοκτονίες, είκοσι τέσσερις «αξιοπρεπέστατοι»  ένοχοι …                                                                                                                           Η μεγάλη ιστορία σπάει σε μικρές σκηνές,  που αποδεικνύονται διαχρονικά  παρούσες στις εξελίξεις του σύγχρονου κόσμου. Διαβάζουμε άγνωστες ουσιώδεις λεπτομέρειες. Κατανοούμε ότι η Ιστορία μπορεί να γίνει ένας τρόπος για  να εξετάσουμε το παρόν , παρόλο που « δεν πέφτουμε ποτέ δυο φορές στην ίδια άβυσσο. Αλλά πέφτουμε πάντα με τον ίδιο τρόπο, με γελοιότητα και τρόμο».                                                                                                  

Είναι δύσκολο να εντάξεις το βιβλίο σε ένα είδος. Χαρακτηρίζεται ως αφήγημα, δηλ. με έναν γενικό όρο, που εμπεριέχει και την ιστορική αφήγηση, και τη φιλοσοφική διάθεση,  και  τη μυθοπλασία. Υπάρχει στην πρόσφατη  θεωρία της Λογοτεχνίας ο όρος «fiction documantaire”, δηλ. μυθοπλασία βασισμένη σε ντοκουμέντα (όχι μόνο σε κείμενα, αλλά και σε φωτογραφίες, σε  κινηματογραφικά επίκαιρα εποχής  κ.λπ.). Εκτιμώ, λοιπόν,  ότι εδώ ανήκει η Ημερήσια διάταξη. Προσωπικά, εκμυστηρεύομαι, το βιβλίο το  διάβασα ως ένα ευφυέστατο σενάριο, βασισμένο, εν μέρει,  σε ντοκουμέντα,  που θα μπορούσε να γίνει μια σπουδαία κινηματογραφική ταινία. Oι τίτλοι των δεκαέξι μικρών κεφαλαίων του βιβλίου (Πώς να μην αποφασίζεις, Μια μέρα στο τηλέφωνο, Το φροντιστήριο των αξεσουάρ …) έχουν  τη γοητεία του κινηματογράφου. Θυμίζουν  τίτλους  ταινιών μικρού μήκους. Ο συγγραφέας, άλλωστε, εκτός από τις θεωρητικές σπουδές του, έχει σκηνοθετήσει δυο ταινίες (L’ homme qui marche, 2006, και  Mateo Falcone, 2014).

Έχω την αίσθηση ότι χρησιμοποιεί την πένα του σεναριογράφου. Γράφει άμεσα και πυκνά, χωρίς πλατειασμούς και χωρίς αμήχανες φλυαρίες. Υιοθετεί το βλέμμα του σκηνοθέτη. Σπάει τη γραμμικότητα του χρόνου. Ο χρόνος γίνεται  εύπλαστο υλικό στα χέρια του, καθώς σκοπός του συγγραφέα  είναι  να φωτίσει τα πρόσωπα σε μεγάλο κομμάτι της διαδρομής τους και να αποκαλύψει γεγονότα που έχουν αφεθεί να ξεχαστούν.  Δίνει τις  ιστορικές σκηνές που παραλείπει η επίσημη Ιστορία, και είναι σκηνές ντροπής. Ηγέτες ανδρείκελα, που «αργότερα έκαναν καριέρα σε σπουδαία αμερικάνικα Πανεπιστήμια».                                                                                                               Τα κινηματογραφικά κάδρα του αποκαλύπτουν αξιοζήλευτες σκηνές πλήθους, αλλά ταυτόχρονα αποτελούν τον καμβά πάνω στον οποίο  «ζωγραφίζει» την προσωπική του θέση. Σαν να βλέπουμε το  πλήθος   ενθουσιασμένων καθημερινών ανθρώπων στην Αυστρία , «τα σημαιάκια ανέμιζαν, τα  χαμόγελα άνθιζαν στα πρόσωπα» περιμένοντας  την εισβολή των Γερμανών! « … Το πλήθος, το δύσμοιρο αυστριακό πλήθος, πάνω στο οποίο ασέλγησαν, που το κακοποίησαν, εντέλει όμως με τη συναίνεσή του, ήρθε να ζητωκραυγάσει».

 Ο Vuillard δεν μασάει τα λόγια του. Οι εικόνες του είναι καθαρές, η ματιά του φαίνεται αμείλικτη, η διατύπωση που επιλέγει είναι κοφτή και σκωπτική. Ποιοι να είναι, άραγε, οι 24 ευυπόληπτοι πολίτες;                                                                   « … Κατέβηκαν από τις μεγάλες, μαύρες λιμουζίνες τους … Ήταν είκοσι τέσσερις, … είκοσι τέσσερα μαύρα, καφέ ή στο χρώμα του κονιάκ πανωφόρια, είκοσι τέσσερα ζευγάρια ώμων παραγεμισμένων με μαλλί, είκοσι τέσσερα σακάκια με γιλέκα … Οι είκοσι τέσσερις σαύρες σηκώνονται στα πίσω τους πόδια και στέκονται ευθυτενείς».  

Λύνουμε καλοδεμένους  κόμπους, καθώς ερχόμαστε αντιμέτωποι με αλήθειες που πονάνε και καμιά φορά απελπίζουν. Διαβάζουμε σελίδες εμποτισμένες με πικρή ειρωνεία και βιτριολικό χιούμορ.                                         

 «Ο πόλεμος αποδεικνυόταν κερδοφόρος. Η Bayer άντλησε εργατικό δυναμικό από το Μαουτχάουζεν. Η BMW προσλάμβανε από το Νταχάου, …η Siemens από το Μπούχενβαλντ … Τους ξέρουμε πολύ καλά. … Είναι τα αυτοκίνητά μας, τα πλυντήριά μας, τα απορρυπαντικά μας, …, η ασφάλεια του σπιτιού μας, η μπαταρία του ρολογιού μας. … Η καθημερινότητά μας είναι δική τους».                                                                                   

Ο Eric Vuillard κατέχει  ένα πλούσιο βιβλιογραφικό ιστορικό υλικό για την εποχή του ναζισμού. Έχει διαβάσει ένα σωρό ιστορικές πηγές. Διαθέτει, άλλωστε,  τη γνώση του επιστήμονα. Έχει σπουδάσει  Νομικά και Πολιτικές Επιστήμες. Η προσέγγισή του, όμως, δεν είναι η κλασική  ιστορική αφήγηση. Ενσωματώνει στο κείμενο την αμεσότητα του δημοσιογραφικού ρεπορτάζ, την τόλμη του σύγχρονου φιλόσοφου και  τη γλαφυρή γραφή του λογοτέχνη.                                                                           

Ήταν αναμενόμενη, νομίζω,  η στάση  του  Αμερικανού  ιστορικού  Ρόμπερτ Πάξτον,  που έχει ασχοληθεί με την ιστορία του Vichy, ο οποίος αντιμετωπίζει με επιφύλαξη το βιβλίο Ημερήσια διάταξη. Ισχυρίζεται  ότι το βιβλίο έχει ανακρίβειες, ξεχνώντας, ίσως, το γεγονός ότι η Ιστορία είναι η αφήγηση πολλών φωνών, πολλών και διαφορετικών οπτικών.  Μου έκανε εντύπωση η απάντηση του Γάλλου  συγγραφέα:  « Ο Ρόμπερτ Πάξτον  φαντάζεται ότι η γραφή είναι θέμα απονομής ευσήμων,  σύνθεσης και ισορροπιών. Είναι ελεύθερος αυτά να τα εφαρμόζει στα βιβλία του …».                                                                                   Πρόσεξα ότι το βιβλίο  αφιερώνεται στον Λοράν Εβράρ, ιδιοκτήτη βιβλιοπωλείου, που πάντα πίστευε στη συγγραφική ικανότητα του Vuillard. Θυμήθηκα τον  Genette, που  μας έχει διδάξει ότι τα περικείμενα (peritextes) είναι πάντα πολύ αποκαλυπτικά.              

                                                                              Εύη Ζερβού Καλλιακούδη