Bernhard Schlink, Όλγα, εκδόσεις Κριτική, Αθήνα 2018 Η ιστορία μέσα από την προσωπική ζωή μιας γυναίκας

Η σύγχρονη γερμανική πεζογραφία και ειδικά το μυθιστόρημα τροφοδοτείται με συγκλονιστικό τρόπο από την εθνική ιστορία της Γερμανίας. Πώς καθρεφτίζεται στη Λογοτεχνία η ιστορία της Γερμανίας, μιας χώρας ισχυρής και κατά καιρούς επιθετικής; Πώς αποτυπώνουν οι ίδιοι οι Γερμανοί λογοτέχνες την ιστορία τους;

Η γενιά των συγγραφέων που έζησαν τον ναζισμό και τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο (G. Grass, Το τενεκεδένιο ταμπούρλο,  A. Seghers, Ο έβδομος σταυρός, H. Fallada, Μόνος στο Βερολίνο) προσεγγίζουν με διαφορετικό βλέμμα την εθνική τραυματική εμπειρία και διαμορφώνουν τρεις χαρακτηριστικές τάσεις. Η πρώτη ονομάζεται «κουλτούρα της ενοχής» (G. Grass), η δεύτερη είναι καταγγελτική και πολιτικά στρατευμένη (A. Seghers) και η τρίτη προβάλλει την ατομική ευθύνη (H. Fallada).

Επίγονος αυτής της πλούσιας παράδοσης είναι ο σύγχρονος συγγραφέας Bernhard Schlink (1944 – ), o οποίος στο μυθιστόρημα, που εκδόθηκε πρόσφατα,  με τίτλο Όλγα,συμπυκνώνει σχεδόν   έναν αιώνα γερμανικής ιστορίας, από το 1871 μέχρι τη δεκαετία του 1970.  Μαζί με τη ζωή της μακρόβιας και ξεχωριστής ηρωίδας του, της Όλγας,   ο συγγραφέας  θα αποκαλύψει στον αναγνώστη ολόκληρη  την ιστορία της Γερμανίας, και μάλιστα θα αναδείξει πτυχές που έχουν (σκόπιμα;) παραμεληθεί από την επίσημη ιστορία.

Παρακολουθούμε  την ιστορία της Όλγας από το πρώτο  έτος της ζωής της μέχρι τον αινιγματικό  θάνατό της. Η ζωή της είναι δεμένη με την ιστορία του τόπου της. Ο αναγνώστης θα αιφνιδιαστεί, καθώς στις τελευταίες σελίδες, ένα εύρημα του συγγραφέα, τον οδηγεί   σε μια αναπάντεχη ανακάλυψη: η ίδια η ηρωίδα, σε καιρούς ευημερίας και ηρεμίας (φαινομενικής;) επιλέγει,  στα γεράματά της,  με μια συμβολική «ανατρεπτική» πράξη, τον τρόπο θανάτου της. Ο θεληματικός θάνατός της υπενθυμίζει  ότι «η ζωή (της)  και η παράτολμη πράξη της συμφωνούν, όπως συνυπάρχουν η μελωδία και η αντίστιξη» (σελ.292).                                                                                                                                     Μας συγκινεί η ζωή της ηρωίδας, από την αρχή μέχρι το τέλος.                  Μικρό  κοριτσάκι ορφανό και φτωχό, έμαθε να διαβάζει μόνο  του, πριν ακόμη πάει σχολείο.  Θαυμάζουμε το μικρό και ανυπεράσπιστο πλάσμα, που  βρίσκει τη δύναμη να πείσει το δάσκαλο να της δανείζει βιβλία από τη βιβλιοθήκη του και τον οργανίστα της εκκλησίας να την αφήνει να εξασκείται στη μουσική. Η Όλγα είναι ένα  σπουδαίο κορίτσι, έξυπνο και  δυναμικό.                                                                                                                       Από τις πρώτες γραμμές,  καταλαβαίνουμε ως αναγνώστες ότι θα ζήσει  ανεξάρτητα και θα σχεδιάσει τη ζωή της αυτόνομα. Όταν ήρθε ο καιρός να δώσει εισαγωγικές εξετάσεις,  «βρήκε ένα μοναχικό σημείο στις παρυφές του δάσους για να καταφεύγει με τα βιβλία της». Έγινε δασκάλα. Πώς περνούσε τις μέρες της στα μικρά απομονωμένα γερμανικά χωριουδάκια, που υπηρετούσε; Διόρθωνε τα γραπτά των μαθητών της, διάβαζε εφημερίδες, έκανε περιπάτους, φρόντιζε τα λουλούδια της, οργάνωνε τη χορωδία του χωριού, έπαιζε όργανο τις Κυριακές, παρακολουθούσε κονσέρτα και θέατρο, στις κοντινές μεγάλες πόλεις,  συνεργαζόταν με τη συνομοσπονδία δασκάλων. Καλλιέργησε ειλικρινείς  φιλίες. Ο μικρός Άικ, ένα έξυπνο αγόρι  που το είχε στην καρδιά της,  απορροφούσε για μεγάλο διάστημα ζωτικό κομμάτι του χρόνου της.  Ο αναγνώστης θα κατανοήσει σε επόμενες σελίδες την αιτία της βαθιάς συναισθηματικής σχέσης τους.                                                                                            Δραστήρια γυναίκα, προσγειωμένη, γεμάτη ζωή, δεξιότητες και ταλέντα.  Όταν χρειάστηκε, εργάστηκε ως μοδίστρα.  Στην οικογένεια του Φερντινάντ, ήρωα – καθρέφτη του συγγραφέα,  που έραβε,  ήταν πάντα καλοδεχούμενη. Την εμπιστεύονταν και την αγαπούσαν. Μετά το ράψιμο, έλεγε παραμύθια στον μικρό Φερντινάντ, έφτιαχνε νόστιμα φαγητά, «μιλούσε γεμάτη ζωντάνια», «μύριζε λεβάντα, είχε ζεστά χέρια (και) διακρινόταν από καθησυχαστική επιβλητικότητα» (σελ.125). 

                                                                                                                                 Η Όλγα έζησε την ενοποίηση της Γερμανίας από τον Μπίσμαρκ, έζησε και τους  δυο παγκόσμιους πολέμους, μετακινήθηκε βίαια μετά τη συνθήκη των Βερσαλλιών, είδε τον ναζισμό να εγκαθίσταται στη Γερμανία. Έχασε την ακοή της. «Χαιρόταν που δεν μπορούσε να ακούει τα μεγάφωνα. Ο κόσμος είχε γίνει πιο θορυβώδης με την άνοδο των ναζί» (σελ. 108). Απολύθηκε από το σχολείο. Το Φεβρουάριο του  1945, πέρασε «από πολλές πόλεις με ισοπεδωμένα, καμένα και κατεστραμμένα από τις βόμβες σπίτια, δρόμους, κήπους και πάρκα με κατάμαυρα δέντρα, σωρούς ερειπίων» (σελ.111), ώσπου να εγκατασταθεί σε μια πόλη στις όχθες του Νέκαρ. Επιβίωσε και έζησε  χωρίς συμβιβασμούς. Γνώρισε, μέσα από το βλέμμα του νεαρού Φερντινάντ,  τον Μάη του ’68. Τον αντιμετώπισε με κάποια επιφύλαξη.

Δίπλα στην Όλγα υπάρχει, όσο υπάρχει, ο Χέρμπερτ, με το μεγαλεπήβολο όνομα. Ίδιο όνομα με τον πρωτότοκο γιο του Μπίσμαρκ, καγκελάριου της Γερμανίας. Είναι συνομήλικος της Όλγας, εύπορος και ευνοημένος κοινωνικοοικονομικά. Από παιδιά είναι μαζί.  Στον Χέρμπερτ  άρεσαν τα όπλα, ο υπεράνθρωπος του Νίτσε, οι μεγάλες ιδέες  και  το τρέξιμο. Πάντα έφευγε από τους τόπους, από τις δυσκολίες, από τους ανθρώπους,  από τη ζωή. Ταξίδεψε πολύ και, σχεδόν απροετοίμαστος,  ξεκίνησε  να κατακτήσει τον Βόρειο Πόλο. Πίστευε, όπως ο καγκελάριος Μπίσμαρκ, « ότι οι Γερμανοί μόνο τον Θεό φοβούνται και τίποτα άλλο επί της γης» (σελ.77).

Η Όλγα, αντίθετα,  εκτιμούσε ότι ο Μπίσμπαρκ, αρχιτέκτονας της γερμανικής ενοποίησης,  επιδρούσε με αρνητικό τρόπο  στα πολιτικά τεκταινόμενα του γερμανικού ράιχ  για πολλά χρόνια, ακόμη και μετά το θάνατό του. Η φράση του, που έμεινε γνωστή και ταυτίστηκε, δικαίως ή αδίκως,  με την πολιτική του αρχή: «αίμα και σίδερο».                                                                                                                Είναι δυο διαφορετικοί κόσμοι, ο κόσμος της Όλγας και ο κόσμος του Χέρμπερτ. Εκείνη με ανοιχτούς ορίζοντες, με ανθρωπιστικά αισθήματα, με διάθεση επικοινωνίας, ήθος και επιείκεια.  Μάθαινε στους μαθητές της την έννοια της ανεκτικότητας. Εκείνος ρατσιστής, μονοδιάστατος, επιφυλακτικός, περίκλειστος, παρά τα ταξίδια του. Μιλούσε για μεγάλες ιδέες και για την υπεροχή των Γερμανών.                                                                                                                       Κι όμως, αν και είναι τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους,  με έναν τρόπο ενώνονται. «Το γεγονός ότι έγιναν τόσο γρήγορα φίλοι αποδείκνυε το πόσο μόνοι ήταν, παρόλο που δεν το ήξεραν» (σελ. 23). Όταν ο Χέρμπερτ έφυγε εθελοντικά για την Γερμανική Νοτιοδυτική Αφρική,  η Όλγα, αντίθετη στην αποικιοκρατική πολιτική,  αναρωτιόταν «τι κακό του είχαν κάνει οι Χερέρο»( σ. 52) και «αρνιόταν να φανταστεί ότι ο Χέρμπερτ συμμετείχε σε αναπόφευκτες θηριωδίες» (σελ.56). Πράγματι η  πρώτη γενοκτονία του 20ου αι. ήταν οι θηριωδίες των Γερμανών εναντίον των Χερέρο της Αφρικής (1904), γεγονός που έχει σκεπαστεί από τη λήθη.

Καθώς διαβάζουμε το μυθιστόρημα, ακούμε τη φωνή τριών αφηγητών:   Ο πρώτος αφηγητής είναι ο συγγραφέας. Μιλάει για τη χρονική περίοδο  1871 μέχρι τη δεκαετία του ’50.  Στις 4 τελευταίες γραμμές,  παραδίδει τη σκυτάλη στο δεύτερο αφηγητή, τον νεαρό Φερντινάντ, που,  όπως φαίνεται,  είναι  το alter ego του συγγραφέα. Στο τρίτο μέρος του μυθιστορήματος, ο συγγραφέας ενσωματώνει τις επιστολές που συντάσσει η Όλγα  και απευθύνονται στον Χέρμπερτ, χωρίς ποτέ να φτάσουν στον παραλήπτη τους.  Έτσι, μέσα από τις ανεπίδοτες επιστολές,  της απονέμει το ρόλο της αφηγήτριας.  Διαβάζουμε προσωπικές αποκαλύψεις, αναγνωρίζουμε δυνατά συναισθήματα, κατανοούμε ματαιώσεις και συγκλονιζόμαστε από ένα καλά κρυμμένο μυστικό. Ο αναγνώστης αισθάνεται πως ακούει τη φωνή της Όλγας. 

Ο συγγραφέας στο παρελθόν είχε  διαλέξει ακόμη μια γυναικεία μορφή  για να μιλήσει για το «εθνικό τραύμα» των Γερμανών. Ήταν η  αναλφάβητη Χάννα, ένα κακό γρανάζι του ναζιστικού μηχανισμού, στο ευπώλητο μυθιστόρημα Διαβάζοντας στη Χάννα (Κριτική, 2016).

 Στο τελευταίο μυθιστόρημα, όμως, η Όλγα είναι τελείως αντίθετη με την αντίληψη της εποχής της για τις γερμανικές αρετές. Η γραφή του  Schlink  αναδεικνύει μια σπάνια γυναικεία προσωπικότητα. Κι εμείς, ως αναγνώστες, αναγνωρίζουμε  συγκεντρωμένα όλα τα χαρακτηριστικά στοιχεία της τέχνης του. Η μυθοπλασία του συνδέεται με την ιστορικότητα και την αυτοβιογραφικότητα, καθώς η οικογένεια του πάστορα-καθηγητή θεολογίας, όπου εργάζεται η ηρωίδα του,  απεικονίζει την πραγματική οικογένεια του συγγραφέα. Οι ήρωές του είναι πρόσωπα γνώριμα στον ίδιον, αλλά και ταυτόχρονα φορείς ιστορικότητας. Η πλοκή επιφυλάσσει στον αναγνώστη την ανατροπή και προοικονομεί την έκπληξη,  παραθέτοντας αινιγματικά στοιχεία,  που μόνο στο τέλος λύνονται. Δεν είναι τυχαίο που ο συγγραφέας έχει γράψει και αστυνομικά μυθιστορήματα. Φανερή είναι και η νομική ιδιότητα του Schlink. Η   ζωή των ηρώων του διέπεται από τους κανόνες της  κοινωνικής πραγματικότητας και ταυτόχρονα επηρεάζεται από την εκάστοτε  ισχύουσα νομοθεσία. Η  Όλγα ξέρει  πως πληρώνεται λιγότερο από τους άνδρες συναδέλφους της, πως έχει βαρύτατες νομικές συνέπειες η εκτός γάμου απόκτηση παιδιού κ.λπ. Τέλος η παράθεση των επιστολών της ηρωίδας προδίδει την  ενασχόληση του συγγραφέα με αρχεία, με παλαιότερα χειρόγραφα και μας εισάγει με αποκαλυπτικό τρόπο στο εργαστήρι της δημιουργίας του.

Η Όλγα είναι ένα βιβλίο προσιτό κι ευκολοδιάβαστο, που απευθύνεται σε ευρύ αναγνωστικό κοινό.  Άλλωστε ένα από τα προσόντα της συγγραφής του Schlink, που εκτιμούν βέβαια οι διεθνείς εκδοτικοί οίκοι, είναι η αδιαμφισβήτητη ικανότητά του να συνδυάζει τη λογοτεχνική ποιότητα με τη μεγάλη εμπορικότητα.

                                        Εύη Ζερβού Καλλιακούδη